Η πόλις εάλω. Ο δήμαρχος της Μαριούπολης δήλωσε ότι η πόλη του βρίσκεται «στα χέρια των κατακτητών». Παρά τη σθεναρή αντίσταση, οι Ρώσοι επικράτησαν, με τις ουκρανικές αρχές να ζητάνε την ολοκληρωτική εκκένωση του εναπομείναντος πληθυσμού. Αμέσως μετά, κυκλοφόρησε και ένα βίντεο που απεικονίζει Τσετσένους μαχητές να υψώνουν τη σημαία της Τσετσενίας στο κέντρο της πόλης που εδώ και ένα μήνα αποκαλείται ως «η πόλη των νεκρών». «Η Μαρτυρική πόλη». «Κόλαση επί γης». «Αποκάλυψη». Πώς μπορεί κανείς να περιγράψει τον θάνατο; Οι νεκροί στη Μαριούπολη μπορεί να φτάνουν ακόμη και τους 10.000, σύμφωνα με μια σύμβουλο της ουκρανικής προεδρίας, αρμόδια για τους ανθρωπιστικούς διαδρόμους. Εκατοντάδες είναι και τα παιδιά.
Οι μισοί από αυτούς έχουν ενταφιαστεί, αλλά εδώ και δέκα ημέρες δεν γίνονται πλέον ταφές, λόγω των συνεχών βομβαρδισμών», ανέφερε η Τετιάνα Λομάκινα. Μονάχα 300 χάθηκαν από τους βομβαρδισμούς στο θέατρο. Καμία λέξη δεν είναι ικανή να σκίσει τις γραμμές των οριζόντων. Μπροστά στο “τέλος”, όλοι γίνονται αναλφάβητοι. Μόνο κάποιοι ελάχιστοι λόγιοι αναφέρονται σε αυτό, σε μια προσπάθεια να το κατανοήσουν και να το ξορκίσουν. Η ισοπεδωμένη Μαριούπολη μυρίζει θάνατο και αυτή η απόκοσμη κακοσμία διαχέεται σε όλο τον πλανήτη. Η μετάβαση είναι τραγική: από τη Μαριούπολη ως λαμπρό κέντρο του Ελληνισμού της Αζοφικής σε ρημαγμένο τόπο εντός ολίγων ημερών. Ο Έλληνας πρόξενος, μάλιστα, ήταν ο τελευταίος δυτικός διπλωμάτης που έφυγε από την πόλη, προσπαθώντας «να φέρει όσους περισσότερους μπορούσε πίσω». Να είναι εκεί, διατηρώντας ανοικτό έναν δίαυλο επικοινωνίας. Μία στοιχειώδη αίσθηση ασφάλειας, στις στιγμές που το αδιανόητο είχε μετατραπεί σε δυνατό. «Είμαστε εδώ, μαζί σας», ήταν αυτό που διαμήνυε σε όλους τους ομογενείς, τη στιγμή που κάθε αίσθηση ασφάλειας και κανονικότητας εξανεμιζόταν μέρα με την ημέρα. Να θυμίζει την ζωντανή πόλη, με το πανταχού παρόν ελληνικό στοιχείο, 60 χιλιόμετρα από τα ρωσικά σύνορα. Την πόλη με τη βουή της, τις μυρωδιές, την λάμψη και τις ιδιαιτερότητές της. Την επιμονή των κατοίκων της να προσκολληθούν στην ζωή, ακόμα και όταν η απειλή του θανάτου ήταν πρό των πυλών, ρίχνοντας βαριά την σκιά της στην πόλη και στα γύρω χωριά στα οποία ζούσαν πάνω από 100.000 Έλληνες. Ρουμαίοι και μιλούν την «ρουμέϊκου γλώσσα», όπως τους λένε.
Η Μαριούπολη εξαρχής μπήκε στο στόχαστρο της Μόσχας. Αυτό φάνηκε από τις πρώτες ημέρες της πολυμέτωπης επίθεσης εναντίον της Μαριούπολης που εκδηλώθηκε ταυτόχρονα από Βορρά, Νότο και Ανατολή περιοχές που ελέγχουν οι φιλορώσοι αυτονομιστές. Στις πρώτες ημέρες, η ζωή συνεχιζόταν, καθώς οι μάχες περιορίζονταν στα περίχωρα και όχι στην πόλη. Οι ήχοι ήταν που φέρνουν όλο και πιο κοντά τον πόλεμο. Κοντά, αλλά ακόμα μακριά, ώστε να συνεχίζεται η καθημερινότητα ακόμα και υπό καθεστώς διαρκούς απειλής.Το προξενείο βρέθηκε δίπλα σε όλους τους ομογενείς, η πλειονότητα των οποίων εμφανιζόταν αιφνιδιασμένη και σοκαρισμένη. Παρά τις προειδοποιήσεις, είχαν μέχρι και την τελευταία στιγμή την ελπίδα ότι η εισβολή θα αποτραπεί. Ήταν πολλοί εκείνοι που απευθύνονταν στο προξενείο για δεκάδες διαφορετικά ζητήματα: από καθησυχασμό, μέχρι πρακτική βοήθεια για εξασφάλιση και παροχή φαγητού, εγγράφων και ούτω καθεξής. Δεν άργησαν να κλείσουν τα φαρμακεία, τα σούπερ μάρκετ, τα χρήματα στα ΑΤΜ από τις ατελείωτες ουρές. Ρωσικά στρατεύματα βομβάρδισαν και τα χωριά Σαρτανά και Μπουγάς, κοντά στη Μαριούπολη με αποτέλεσμα δέκα ομογενείς να χάσουν τη ζωή τους. Και άλλοι και άλλοι. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών πραγματοποίησε τηλεφωνικά έντονο διάβημα διαμαρτυρίας προς την πρεσβεία της Ρωσίας στην Αθήνα. Στη συνέχεια, η πόλη αποκλείστηκε από τρεις μεριές και οι απώλειες ήταν τεράστιες. Τα πλήγματα που έρχονταν ως ψήγματα εικόνων σε εμάς, κάποιοι άλλοι τα βιώναν. Τις ημέρες να κυλούν βασανιστικά δίχως ρεύμα, νερό, τρόπους επικοινωνίας και τρόφιμα.