Ο Ρομάν Ποπαντιούκ ήταν εργαζόμενος στο γραφείο Τύπου του Λευκού Οίκου. Μια μέρα, καθώς ο πρώτος πρόεδρος της Ουκρανίας περίμενε να συναντήσει τον 41ο πρόεδρο των ΗΠΑ, οι δυο τους έπιασαν κουβέντα. Στα ουκρανικά.
Ο υφυπουργός εξωτερικών του Τζορτζ Μπους, Λόρενς Ιγκλμπεργκέρ έτυχε να τους ακούσει και αυτό του αρκούσε.
Έτσι, ο Ποπαντιούκ, γεννημένος στην Αυστρία από εκτοπισμένους Ουκρανούς που στη συνέχεια μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, έγινε το 1992 ο πρώτος αμερικανός πρέσβης στην Ουκρανία, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Η εμπειρία του του επέτρεψε να έχει εξαιρετική εποπτεία των σχέσεων μεταξύ των δυο κρατών στις τρεις δεκαετίες που μεσολάβησαν μέχρι τις σημερινές προσπάθειες της Δύσης να βοηθήσει τους Ουκρανούς να αποκρούσουν τους Ρώσους.
Λάθος εξ αρχής
Μιλώντας στο CNN, δεν μασάει τα λόγια του στην κριτική του για τις ΗΠΑ: «Νομίζω το διαχειριστήκαμε λανθασμένα εξ αρχής», παρατηρεί.
Δεν πρόκειται για μια δήλωση που αφορμάται από την κομματική τοποθέτηση. Ο Ποπαντιούκ, αναφέρει το αμερικανικό μέσο, δεν έχτισε την καριέρα του μέσω πολιτικών διασυνδέσεων, αλλά ως διπλωμάτης.
Η οικογένειά του, με την υποστήριξη μιας χριστιανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης, κατέληξε στο Μπρούκλιν έπειτα από ένα μικρό διάστημα σε μια φάρμα της Αϊόβα. Το 1959, όταν ήταν 9 ετών, έλαβε αμερικανική υπηκοότητα λίγες ημέρες πριν τη γιορτή των Ευχαριστιών.
«Μου είπε: σου αρέσει η γαλοπούλα; Τότε είσαι Αμερικανός», θυμάται γελώντας.
Έκανε το διδακτορικό του στις διεθνείς σχέσεις, έδωσε εξετάσεις για το διπλωματικό σώμα και τελικά διορίστηκε σε μια μη πολιτική θέση στο Λευκό Οίκο στο διάστημα της προεδρίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Ο εκπρόσωπος Τύπου, Λάρι Σπικς, τον τοποθέτησε στη θέση του βοηθού του σε ζητήματα διεθνών υποθέσεων, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι ο Μπους να τον στείλει στο Κίεβο.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, οι ΗΠΑ έστρεψαν τη διπλωματική προσοχή τους στη Ρωσία για να ενθαρρύνουν τον οικονομικό εκσυγχρονισμό της και τη συνεργασία σε επίπεδο ασφάλειας. Οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, όπως η Ουκρανία, σύμφωνα με τον Ποπαντιούκ δεν έχαιραν αντίστοιχης προσοχής.
Μνημόνιο της Βουδαπέστης
Ως πρέσβης, έβαλε τις βάσεις των συζητήσεων για το περίφημο πια Μνημόνιο της Βουδαπέστης. Βάσει των όρων του Μνημονίου αυτού, η Ουκρανία παρέδωσε ένα μεγάλο πυρηνικό οπλοστάσιο που είχε ξεμείνει στην επικράτειά της, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα διαβεβαιώσεις ασφαλείας από τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Η υποχώρηση της Ουκρανίας δεν ήταν τόσο σημαντική όσο ακούγεται, καθώς… τους κωδικούς εκτόξευσης των πυρηνικών αυτών είχε ακόμη η Ρωσία. Όμως ο Ποπαντιούκ υποστηρίζει στο CNN ότι η κυβέρνηση του Κιέβου θα έπρεπε να είχε λάβει περισσότερη αμερικανική βοήθεια, οικονομική και στρατιωτική.
Άλλα λάθη ακολούθησαν, τα οποία κατά τη γνώμη του προέκυψαν από τη διάθεση για διατήρηση μιας καλής σχέσης μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους, στον οποίο ανήκει και η διάσημη ατάκα για τα… μάτια και την ψυχή του Πούτιν, αντέδρασε διστακτικά στη ρωσική εισβολή στη Γεωργία το 2008. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, που επεδίωκε μια «επανεκκίνηση» των σχέσεων με το Κρεμλίνο, έκανε το ίδιο όταν η Ρωσία προσάρτησε την ουκρανική Κριμαία.
«Και οι δυο κυβερνήσεις απέτυχαν να αξιολογήσουν την απειλή», σχολιάζει ο Ποπαντιουκ.
Ο ρόλος του Τραμπ
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ενέτεινε τον διχασμό στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας, πράγμα που κατά το CNN είναι το κατεξοχήν όπλο του Πούτιν για να αποδυναμώσει την αμερικανική αντίδραση στην επιθετικότητά του. Ένα από τα επίμαχα περιστατικά, ήταν και η απόπειρα δίωξης του Τραμπ, για τις πιέσεις που επιχείρησε να ασκήσει στον ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, προκειμένου ο τελευταίος να διεξάγει έρευνα για τις δραστηριότητες του γιου του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην Ουκρανία.
Όμως ο Ποπαντιούκ δεν πιστεύει ότι η προεδρία του Τραμπ επηρέασε σημαντικά τους υπολογισμούς του Πούτιν. Ούτε κατηγορεί τον πρόεδρο Κλίντον που υποστήριξε τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, σε βαθμό που να περιλαμβάνει και την Ουκρανία.
Η ιστορική επιθυμία της Ρωσίας να ελέγχει την Ουκρανία, εξηγεί, είναι βαθύτερη από οποιαδήποτε από αυτές τις εξελίξεις. Για αυτό και κατηγορεί τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, που δημοσιοποίησε τόσο ακριβείς πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών πριν τον πόλεμο, που δεν αντέδρασε στη ρωσική απειλή εξοπλίζοντας εκ των προτέρων την Ουκρανία.
«Από τη στιγμή που ήξερες ότι θα επιτεθούν στην Ουκρανία, γιατί δεν τους έδωσες όλα όσα χρειάζονταν εξ αρχής;», λέει χαρακτηριστικά. «Τα χρειαζόμασταν για να μπορέσουμε να τον προλάβουμε».
«Ο Πούτιν ορίζει τους κανόνες»
Η γενναιότητα των ουκρανών στρατιωτών και η ανικανότητα των δικών του, φαίνεται πως έφεραν των Πούτιν προ εκπλήξεως. Το ίδιο ισχύει και για την ενότητα μεταξύ του Μπάιντεν και των ευρωπαίων ομολόγων του.
Όμως ο Ποπαντιούκ υπογραμμίζει ότι η αντίδραση των συμμάχων παραμένει υπερβολικά συγκρατημένη από το φόβο της πυρηνικής κλιμάκωσης.
«Έχουμε αφήσει τον Πούτιν να ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού», εξηγεί, αντί να πάρουμε το ρίσκο μιας καταστροφικής σύγκρουσης με τον ρώσο ηγέτη.
Οι ρωσικές επιθέσεις σε αμάχους γίνονται όλο και πιο βάναυσες καθώς ο στρατός αποτυγχάνει στους στόχους του. Όσο περισσότερα επεισόδια έρχονται στο φως, τόσο πιο πολύ δοκιμάζονται οι αντιστάσεις των συμμάχων απέναντι σε μια άμεση σύγκρουση με τη Ρωσία, μέσω της υιοθέτησης μέτρων όπως η ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Ουκρανία.
«Θα πρέπει να υπάρχει μια κόκκινη γραμμή για τη Δύση», παρατηρεί ο Ποπαντιούκ. Στόχος είναι η επιβολή ενός τιμήματος αρκετά υψηλού, ώστε ο Πούτιν να αναγκαστεί να σκεφτεί και πάλι στη σχέση κόστους-οφέλους.
Είναι ήδη σίγουρο ότι η έκβαση του πολέμου θα είναι κακή. Όσο άσχημο και αν ακούγεται, ο Ποπαντιούκ φοβάται ότι καθυστερώντας τη σύγκρουση, στο τέλος η Δύση θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει τον ρωσικό έλεγχο στην Κριμαία και τμήματα της ανατολικής Ουκρανίας.
Στα 71 του, έχει συνταξιοδοτηθεί εδώ και καιρό από την ενεργό διπλωματική δράση. Αυτό που ξέρει με βεβαιότητα, είναι ότι ό,τι και αν κάνουν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, δεν θα μπορέσουν να αποτρέψουν τους Ουκρανούς από την υπεράσπιση της πατρίδας τους.
«Πρόκειται για έναν πολιτισμικό πόλεμο επιβίωσης για τους Ουκρανούς», καταλήγει. «Ακόμη κι ο τελευταίος που θα μείνει ζωντανός, θα συνεχίζει να πολεμά».