Quantcast

Εισβολή στην Ουκρανία: Ο Πούτιν έχει ρόλο «συνταγματάρχη» στις αποφάσεις στο πεδίο της μάχης, λένε αναλυτές

Η σχέση μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και της στρατιωτικής διοίκησης ήταν πάντα πολύπλοκη και κατά καιρούς επιβαρυμένη

Δυτικοί στρατιωτικοί αναλυτές πιστεύουν ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, λειτουργεί σε «επίπεδο συνταγματάρχη ή ταξίαρχου» εν μέσω εισβολής στο Ντονμπάς.

Είναι ο πόλεμος του Βλαντίμιρ Πούτιν – ή τουλάχιστον έτσι τον χαρακτηρίζει η Δύση. Όχι μόνο η απόφαση για την εισβολή στην Ουκρανία ελήφθη από τον Ρώσο πρόεδρο, αλλά δυτικοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι λένε τώρα ότι ο Πούτιν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων στο πεδίο της μάχης «σε επίπεδο συνταγματάρχη ή ταξίαρχου», καθώς εξελίσσεται η επίθεση στο Ντονμπάς στην ανατολική Ουκρανία.

Εν μέρει, η παρατήρηση αυτή δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη, σχολιάζει ο στρατιωτικός αναλυτής Dan Sabbagh, με άρθρο του στον Guardian.

Και εξηγεί πως οποιαδήποτε ιδέα ότι ο Ρώσος πρόεδρος – ως αρχιστράτηγος – δεν θα συμμετείχε στα σχέδια της μάχης, ιδίως από τη στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία άρχισε να πηγαίνει άσχημα, θα ήταν αδύνατο να γίνει πιστευτή. Τα αυταρχικά καθεστώτα τείνουν να μην ευνοούν την στρατιωτική αποκέντρωση.

Αλλά έρχεται επίσης σε ένα σημείο ντροπιαστικής στρατιωτικής αποτυχίας, προσθέτει ο αρθρογράφος. Μια προσπάθεια περικύκλωσης των ουκρανικών δυνάμεων την περασμένη εβδομάδα είχε ως αποτέλεσμα σχεδόν 500 νεκρούς και την απώλεια πάνω από 70 τεθωρακισμένων οχημάτων, σε μια καταστροφική προσπάθεια να διασχίσουν τον ποταμό Siverski Donets, η οποία έγινε, σύμφωνα με δυτικές πηγές, όχι υπό την κάλυψη του σκότους, αλλά στο φως της ημέρας.

Έτσι, αν πιστέψουμε τον δυτικό ισχυρισμό, ο Πούτιν θα είχε εγκρίνει το σχέδιο μάχης. Η λήψη αποφάσεων σε «επίπεδο συνταγματάρχη ή ταξίαρχου» συνεπάγεται διοίκηση δύο ή περισσότερων ταγμάτων σε επίπεδο ταξιαρχίας, μετακίνηση 1.500 ή περισσότερων στρατευμάτων: ακριβώς το είδος της δύναμης που προσπάθησε και απέτυχε να διασχίσει τον στρατηγικό ποταμό.

Ο καθηγητής Sir Lawrence Freedman, από το King’s College του Λονδίνου, δήλωσε ότι έκρινε πως η στρατιωτική εκτίμηση σχετικά με το επίπεδο εμπλοκής του Πούτιν είναι εύλογη: «Ο Πούτιν έχει κυνηγήσει τη στρατιωτική επιχείρηση, αρχικά δίνοντας πολύ μικρή ειδοποίηση ότι θα εξαπολύσει επίθεση και στη συνέχεια πιέζοντας σκληρά για γρήγορες νίκες. Αυτό ήταν ιδιαίτερα το πρόβλημα με το δεύτερο στάδιο του πολέμου, στο Ντονμπάς».

«Δεν εμπιστεύεται κανέναν;»

Ωστόσο, οι ισχυρισμοί για τον Πούτιν πηγαίνουν ακόμη πιο μακριά. Φέρνουν στο μυαλό την ιδέα ενός πολιτικού ηγέτη, που ανυπομονεί ή δεν εμπιστεύεται πλέον τους στρατηγούς του – κυρίως την πτώση του Αδόλφου Χίτλερ, σημειώνει ο αρθρογράφος, ο οποίος στα τελευταία στάδια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως περιγράφει ο βιογράφος Ian Kershaw, αρνήθηκε να ακούσει τις εκκλήσεις των στρατηγών του για τακτικές υποχωρήσεις στα ανατολικά και επέμεινε αντίθετα σε υπεραισιόδοξες αντεπιθέσεις, όπως στις Αρδέννες τον χειμώνα του 1944/5.

Αλλά δεν λείπουν και άλλα παραδείγματα. Στα πρώτα στάδια του πολέμου του Βιετνάμ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, και η κυβέρνησή του ξεκίνησαν το 1965 μια εκστρατεία βομβαρδισμών με στόχο το κομμουνιστικό Βόρειο Βιετνάμ, που ονομάστηκε «Rolling Thunder» και η οποία καθόριζε τους στόχους που μπορούσαν να χτυπηθούν, για να μην προσβληθούν η Κίνα ή η Σοβιετική Ρωσία. Η συγκεχυμένη στρατηγική ήταν μια προσπάθεια να σπάσει η αποφασιστικότητα του Ανόι, με τον βομβαρδισμό μικρότερων στόχων από αέρος, αλλά και ένα βήμα σε έναν κλιμακούμενο πόλεμο που οι ΗΠΑ τελικά θα έχαναν.

Κατά την πορεία προς τον τελικό πόλεμο στο Ιράκ, ο δικτάτορας της χώρας, Σαντάμ Χουσεΐν, αποφάσισε ότι η πολεμική αεροπορία δεν θα έπρεπε να παίξει κανένα ρόλο στον πόλεμο, με τα αεροπλάνα της «σε φοινικόδεντρα ή θαμμένα στην άμμο», σύμφωνα με μια αναφορά στο Foreign Affairs, που γράφτηκε τρία χρόνια μετά τον πόλεμο. Η πεποίθηση ήταν ότι η ιρακινή πολεμική αεροπορία δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους δυτικούς εισβολείς και ότι ήταν καλύτερο να φυλαχθεί για ένα μεταπολεμικό μέλλον υπό την ηγεσία του, το οποίο δεν έγινε ποτέ μετά την κατάληψη της Βαγδάτης.

Όμως, παρά τις ιστορίες στρατιωτικής ανάμειξης από πολιτικούς ηγέτες, η σχέση μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και της στρατιωτικής διοίκησης ήταν πάντα πολύπλοκη και κατά καιρούς επιβαρυμένη.

Ο Freedman, συγγραφέας ενός βιβλίου που πρόκειται να εκδοθεί σύντομα για το θέμα, με τίτλο «Command», λέει ότι οι στρατιωτικές αποφάσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου είναι «έντονα πολιτικές» και ότι εναπόκειται στις πολιτικές ηγεσίες να «θέτουν στόχους, να πιέζουν τους ανώτερους διοικητές, να θέτουν ερωτήσεις».

Ο στόχος, υποστηρίζει ο Freedman, είναι να διασφαλιστεί ότι υπάρχει «διάλογος μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών» και ότι οι ηγέτες δεν παρακάμπτουν τις νόμιμες αντιρρήσεις ή δεν προσπαθούν να κάνουν μικρο-διαχείριση στα σχέδια μάχης, τη στιγμή που θα έπρεπε να επικεντρωθούν σε ευρύτερες διπλωματικές ή πολιτικές στρατηγικές.

Για τον Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία πλησιάζει στη δωδέκατη εβδομάδα του, τίθεται το ερώτημα αν ο Ρώσος ηγέτης έχει το χρόνο να επικεντρωθεί σε όλα όσα έχει μπροστά του, αν είναι μπλεγμένος στη λήψη τακτικών αποφάσεων σε μια επίθεση στο Ντονμπάς που καθυστερεί – και τον αντίκτυπο που θα είχαν περαιτέρω στρατιωτικές αποτυχίες στο κύρος του.

Τις τελευταίες ημέρες, ορισμένοι Ρώσοι στρατιωτικοί bloggers και εμπειρογνώμονες άρχισαν να αμφισβητούν τη στρατηγική αυτή.

Ένας δημοφιλής Ρώσος μπλόγκερ, που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Vladlen Tatarzky, στο κανάλι του στο Telegram έγραψε: «Μέχρι να μάθουμε το όνομα της ‘στρατιωτικής ιδιοφυΐας’ που έβαλε μια τακτική ομάδα ενός τάγματος δίπλα στο ποτάμι και δεν απαντά δημόσια γι’ αυτό, τότε δεν θα υπάρξουν ποτέ μεταρρυθμίσεις στο στρατό».