Το ρόλο της Τουρκίας ως διαμεσολαβητή στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις Ρωσίας και Ουκρανίας σχολίασε σε ανάλυσή του το Al Jazeera. Σύμφωνα με το αραβικό δίκτυο, η Τουρκία θα μπορούσε να έχει βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση εξαιτίας του καταστροφικού πολέμου ανάμεσα σε δυο συμμάχους της.
Αντ’ αυτού, επέλεξε να διατηρήσει μια μορφή ουδετερότητας, συνεχίζοντας να προμηθεύει με όπλα την Ουκρανία, ενώ ταυτόχρονα αρνείται να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία. Και, φυσικά, αμφότερα τα στρατόπεδα φαίνονται να σέβονται αρκετά το μέλος του ΝΑΤΟ ώστε να δεχτούν την πραγματοποίηση των διαπραγματεύσεων στο έδαφός του.
Αυτή η ισορροπημένη στάση, υποστηρίζει το Al Jazeera, είναι η συνέχιση μια πολιτικής που στη διάρκεια του τελευταίου έτους επέτρεψε στην Τουρκία να προσεγγίσει εκ νέου πολλές χώρες της περιοχής, με τις οποίες διατηρούσε τεταμένες σχέσεις – ή είχε διακόψει πλήρως τις σχέσεις. Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες της Άγκυρας περιλαμβάνουν προσπάθειες αποκατάστασης των δεσμών της με παλιούς εχθρούς, όπως η Αρμενία, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της ανάλυσης του αραβικού δικτύου για τις διπλωματικές προσπάθειες της Τουρκίας.
Οι φιλίες της Τουρκίας επιστρέφουν
Σε γενικές γραμμές, οι προσπάθειες αυτές φαίνονται να επιτυγχάνουν. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Αρμενία ήταν ανύπαρκτες εδώ και πολύ καιρό. Τώρα οι αξιωματούχοι των δυο κρατών πραγματοποιούν επίσημες συναντήσεις, ενώ πραγματοποιούνται ξανά απευθείας πτήσεις. Η δολοφονία του σαουδάραβα δημοσιογράφου, Τζαμάλ Κασόγκι, στο προξενείο του Ριάντ στην Κωνσταντινούπολη το 2018 είχε προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στις σχέσεις Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας, όμως οι δυο πλευρές επιχειρούν να αφήσουν πίσω τους τη δυσαρέσκεια. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των υπουργών εξωτερικών τους.
Οι αναπληρωτές υπουργοί εξωτερικών της Αιγύπτου και της Τουρκίας συνομίλησαν για δεύτερη φορά για το 2021 τον περασμένο Σεπτέμβριο στην Άγκυρα, ενώ ο ισραηλινός πρόεδρος, Ισαάκ Χέρτζογκ πραγματοποίησε μια εξαιρετικά αξιοσημείωτη επίσκεψη στην τουρκική πρωτεύουσα αυτό το μήνα, όπου συναντήθηκε με τον τούρκο πρόεδρο, Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ήταν η πρώτη φορά που ένας ισραηλινός ηγέτης επισκέφθηκε την Τουρκία από το 2007 και έπειτα.
Εγκάρδιες επαφές με τα ΗΑΕ
Ωστόσο, παρατηρεί το αραβικό δίκτυο, η πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη είναι η βελτίωση των τουρκικών σχέσεων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Είχαν προηγηθεί πολλά χρόνια εντάσεων μεταξύ των δυο κρατών, που είχαν βρεθεί σε αντίπαλες πλευρές σε μια σειρά από τοπικές διαμάχες.
Το Νοέμβριο, τα ΗΑΕ υποσχέθηκαν να επενδύσουν $10 δισ. στην Τουρκία, κονδύλια που η Άγκυρα έχει απόλυτη ανάγκη, καθώς η χώρα βρίσκεται εν μέσω οικονομικής κρίσης και διαρκούς αύξησης του πληθωρισμού, με τα είδη πρώτης ανάγκης να ακριβαίνουν συνεχώς, τη στιγμή που η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών δέχεται ισχυρό πλήγμα από την υποτίμηση της λίρας.
Ο Ερντογάν επισκέφθηκε το Άμπου Ντάμπι τον Φεβρουάριο, όπου τον υποδέχτηκαν μετά τιμών, την τουρκική σημαία να φιγουράρει στο Μπουρτζ Καλίφα, το ψηλότερο κτίριο του κόσμου και τον τουρκικό εθνικό ύμνο να παιανίζει από το Σιντριβάνι του Ντουμπάι.
«Το γεγονός της επίσκεψης του Ερντογάν δεν σόκαρε τους ανθρώπους που παρακολουθούσαν τις τελευταίες εξελίξεις στις σχέσεις των δυο κρατών», επισημαίνει στο Al Jazeera η Μόνικα Μαρκς, καθηγήτρια πολιτικής της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Άμπου Ντάμπι. Αυτό που ξάφνιασε πολλούς παρατηρητές ήταν ο βαθμός στον οποίο τον τίμησαν. Μπορείς να καλέσεις κάποιον χωρίς να τον υποδεχτείς σε τόσο εορταστικό κλίμα».
Συμφέροντα διπλωματικά παιχνίδια
Χώρες όπως τα ΗΑΕ είναι πρόθυμες να βαθύνουν τους οικονομικούς τους δεσμούς με την Τουρκία, καθώς επιδιώκουν να επωφεληθούν από τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες της.
«Η Τουρκία είναι μια πολύ συμφέρουσα περίπτωση αυτή τη στιγμή, με τη θλιβερή κατάσταση της λίρας και τα ΗΑΕ αναζητούν εδώ και καιρό επενδύσεις και τρόπους να διαφοροποιήσουν τις επενδύσεις τους, ρίχνοντας κονδύλια σε πράγματα πέραν του πετρελαίου. Επομένως, οι επενδύσεις σε διαφορετικούς τομείς της τουρκικής οικονομίας είναι μια δελεαστική προοπτική κατά την άποψη των ΗΑΕ», συμπληρώνει η Μαρκς.
Πολιτική μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες
Η αμφιλεγόμενη πολιτική της Τουρκίας για «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονές μας» ήταν ιδέα του πρώην πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, ενός από τους κυριότερους συμμάχους του Ερντογάν. Οι σχέσεις των δυο ανδρών έκτοτε έχουν διαταραχτεί και ο Νταβούτογλου έχει ιδρύσει το δικό του αντιπολιτευτικό κόμμα, όμως το τουρκικό Υπουργείο Διεθνών Σχέσεων εξακολουθεί να παρουσιάζει στην ιστοσελίδα του μια λεπτομερή περιγραφή της πολιτικής του, αναδεικνύοντας τα επιτεύγματά της.
«Πιστεύω ότι αυτή η πολιτική έχει κυρίως αποτύχει μετά τις πρώτες επιτυχίες της, κυρίως μετά την Αραβική Άνοιξη, όταν η τουρκική κυβέρνηση μετατοπίστηκε σε σεχταριστικές πολιτικές και άρχισε να προσφέρει ουσιαστική υποστήριξη σε Σουνίτες μουσουλμάνους στη Μέση Ανατολή και να προσπαθεί να υπονομεύσει κυβερνήσεις στην περιοχή και να στρέφεται όλο και περισσότερο σε πολιτικές αναθεωρητισμού», τονίζει ο Μπερκ Έσεν, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Sabanci της Κωνσταντινούπολης, μιλώντας στο Al Jazeera.
Η στρατηγική του Νταβούτογλου εστίαζε στη χρήση του τουρκικού εθνικισμού ως αποδιοπομπαίου τράγου για τα προβλήματα της Τουρκίας με τους γείτονές της, υποστηρίζει ο Έσεν. Ο πρώην πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι το κυβερνών κόμμα, Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη (ΑΚΡ), που στηρίζεται στο μετριοπαθές πολιτικό Ισλάμ και όχι στον εθνικισμό, θα ήταν σε θέση να επιλύσει τα προβλήματα της Τουρκίας στην περιοχή.
Μια αποτυχημένη πολιτική;
Ο Έσεν θεωρεί ότι οι πολιτικές του Νταβούτογλου απέτυχαν, γεγονός που οδήγησε στο νέο κύμα προσπαθειών επαναπροσέγγισης εκ μέρους της Άγκυρας.
«Πιστεύω ότι το σημαντικότερο κίνητρο, που υπερβαίνει τους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους, είναι η αποτυχία της παλιάς πολιτικής. Με την κατάρρευση της ατζέντας αναθεωρητισμού της Τουρκίας στη διάρκεια των τελευταίων ετών, πιστεύω ότι ο Ερντογάν έχει καταλάβει καλά ότι οι προηγούμενες κινήσεις της χώρας του σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής δεν είναι πλέον βιώσιμες και ότι κάτι έπρεπε να γίνει για αυτό», αναφέρει στο Al Jazeera.
Άλλοι αναλυτές πιστεύουν ότι η πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» είχε εγκαθιδρυθεί πριν την ανάδυση ενός εύθραυστου πολιτικού πλαισίου που δεν της επέτρεψε ουσιαστικά να εφαρμοστεί.
«Στο πρώτο διάστημα αυτής της πολιτικής, στη Μέση Ανατολή επικρατούσε διαφορετικό πνεύμα σε σχέση με σήμερα. Η πολιτική δεν επιβίωσε αρκετά ώστε να μπορούμε να αξιολογήσουμε αν πέτυχε ή απέτυχε, εξαιτίας της Αραβικής Άνοιξης που έφερε τεκτονικές γεωπολιτικές αλλαγές στην περιοχή», τονίζει ο Γιουσούφ Ερίμ, αρχισυντάκτης στο αγγλόφωνο κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο της Τουρκίας, TRT World, μιλώντας στο Al Jazeera.
«Η άνοδος του Daesh (Ισλαμικού Κράτους) και δυο εκτεταμένων συγκρούσεων στα τουρκικά σύνορα, απαίτησαν τη μετατόπιση προς μια ισχυρή διπλωματική στάση για την αντιμετώπιση των νέων απειλών ασφαλείας και της αστάθειας στα σύνορά της. Σήμερα, υπάρχουν νέες πραγματικότητες, καθώς η περιοχή βιώνει ένα κύμα επαναπροσέγγισης», προσθέτει.
Η σημασία των ειρηνευτικών προσπαθειών
Οι πιο κρίσιμες σχέσεις για την Τουρκία αυτή τη στιγμή είναι με βεβαιότητα εκείνες που διατηρεί με το Κίεβο και τη Μόσχα, με την πολιτική και γεωγραφική θέση της Τουρκίας να επιταχύνει την ισχύ του Ερντογάν στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και σε σχέση με τη Δύση.
«Ο Ερντογάν είχε κατά κάποιο τρόπο απομονωθεί, ήταν σχεδόν παρίας στη διεθνή σκηνή στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ο Μπάιντεν αρνήθηκε να συζητήσει μαζί του. Σε σημαντικές συνόδους κορυφής, ο Ερντογάν εμφανιζόταν πολύ μοναχικός. Όμως φαίνεται πως τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά πολύ μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία», παρατηρεί ο Έσεν.
Κύριος στόχος της Άγκυρας αυτή τη στιγμή φαίνεται πως είναι η σταθερότητα της περιοχής, καθώς γνωρίζει ότι κάθε άλλη έκβαση θα επιδεινώσει περαιτέρω τη δεινή οικονομική της κατάσταση.
«Η Τουρκία είναι πιθανότατα μια από τις χώρες που πλήττονται άμεσα από αυτή την αστάθεια», παρατηρεί ο Ερίμ. «Η Τουρκία δεν έχει επιβάλει κυρώσεις επειδή αντιλαμβάνεται ότι οι κυρώσεις αυτές θα έπλητταν και την ίδια σχεδόν όσο και τη Ρωσία, επομένως η Τουρκία θέλει να διατηρήσει μια ισορροπημένη στάση – και θα το κάνει για όσο το δυνατόν περισσότερο καιρό, με τον όρο ότι η Ρωσία δεν θα περάσει κάποια σημαντική κόκκινη γραμμή».
«Η Τουρκία έχει επενδύσει πολλά στην ικανότητά της να διαμεσολαβήσει για την ειρήνη», συμπληρώνει, «επειδή θα ήταν μια από τους μεγαλύτερους νικητές αν συμφωνούνταν ειρήνη μεταξύ αυτών των δύο στρατοπέδων».