Εισβολή στην Ουκρανία: Ένα παιδί κάθε δευτερόλεπτο γίνεται πρόσφυγας από την Ουκρανία

Ομως η μία από εκείνες τις εκατοντάδες οβίδες που βρέθηκαν κατά ριπάς στον ουρανό τη συγκεκριμένη μέρα, είχε υπολογίσει τα πράγματα διαφορετικά

Ενα παιδί από την Ουκρανία γίνεται πρόσφυγας κάθε δευτερόλεπτο που περνάει και εκείνο το μοιραίο δευτερόλεπτο σηκώθηκε στον αέρα μία οβίδα ή ένας πύραυλος από τους χιλιάδες που σκίζουν τον ουρανό καθημερινά και έβαλε στόχο μία πολυκατοικία, δυτικά του Κιέβου στην πόλη Χοστομέλ.

Πέρασαν στις γειτονικές χώρες από τη μέρα που ξεκίνησε η εισβολή, σχεδόν 1,4 εκατομμύρια παιδιά, δηλαδή 55 το λεπτό, όπως υπολόγισαν και ανακοίνωσαν τα μέλη των διεθνών οργανώσεων για την φροντίδα ευάλωτων ανθρώπων, (Unicef), στην προσπάθειά τους να καταδείξουν τη φρίκη του πολέμου.

Μία οβίδα

Ομως η μία από εκείνες τις εκατοντάδες οβίδες που βρέθηκαν κατά ριπάς στον ουρανό τη συγκεκριμένη μέρα, είχε υπολογίσει τα πράγματα διαφορετικά, ώστε τα παιδιά που θα περνούσαν τα σύνορα να ήταν λιγότερα, να έλειπε ένα. Αλλωστε από την αρχή του πολέμου σκοτώθηκαν 97 όπως είπε ο Ζελένσκι.

 

Τι προλαβαίνουν να πουν οι γονείς στα παιδιά όταν τα σέρνουν βίαια από τα χέρια για να κατέβουν τα σκαλιά της πολυκατοικίας όταν αρχίζει ο βομβαρδισμός, μετά τις σειρήνες; Πόσο έχουν χωνέψει τα ίδια τα παιδιά, τις τρεις τελευταίες εβδομάδες της επίθεσης, ότι κάθε μέρα που θα ξυπνούν, το όνειρο δεν θα σκορπίζει με το πρώτο φως, θα είναι η πραγματικότητα που θα τους περιμένει πάντα έξω από το παράθυρο;

Θα γυρίσει;

Πόσο έχουν χωνέψει οτι καμία λύτρωση δεν θα υπάρξει, πρωί βράδυ ο ίδιος εφιάλτης; Ισως μία μαμά ή ένας μπαμπάς να τύχει να μην γυρίσει από την καθημερινή του εξόρμηση για φαγητό.

Γιατί έμεινε αυτή η κούνια ανέγγιχτη μπροστά στη μικρή παιδική χαρά, πώς αποτεφρώθηκε ένα κτήριο, πόση φωτιά και τρόμος έπεσε από τον ουρανό, και πού ηταν το παιδί με το κόκκινο μπουφάν που γύρισε και κάθισε στην κούνια, αντικρίζοντας τον σκελετό της πολυκατοικίας, αυτού του μεγάλου κτιρίου με βγαλμένα τώρα τα σωθικά του, στο οποίο κανένας δεν θα ξαναζήσει  ποτέ, κανείς δεν θα βγει από το μπαλκόνι, κανένα παιδικό κάλεσμα για παιχνίδι, πόσοι από αυτούς ζουν, και πού πήγαν;

Αν θα μπορούσε να ήταν; Φυσικά και θα μπορούσε να είναι το συγκρότημα κατοικιών που η οβίδα της ιστορίας μας κατευθύνεται  την ώρα που ο πατέρας και η μητέρα της 9χρονης Σάσας, τρέχουν να βγουν να γλυτώσουν από τον βομβαρδισμό να προλάβουν να μπουν στο αυτοκίνητο, να φύγουν μακριά.

Τινάχτηκε

Τα κατάφεραν και ο πατέρας γύρισε τον διακόπτη, ξεκίνησε το αυτοκίνητο και η οβίδα έφτασε στο τέλος του ταξιδιού της, 52, 53, 54 παιδιά περνούν τα σύνορα. Τινάζεται στον αέρα σαν άμορφη μάζα από παλιοσίδερα το αυτοκίνητο και ο πατέρας πεθαίνει ακαριαία.

Τραυματισμένη η μητέρα καταφέρνει να βγει αλλά όχι το κορίτσι που οι λαμαρίνες εγκλωβίζουν το ένα της χέρι. Κάποιοι είπαν ότι αυτή η άμορφη μάζα από παλιοσίδερα δέχτηκε πυρά στρατιωτών, που εξαφανίστηκαν μετά και τότε έφτασαν οι διασώστες, έκοψαν τις λαμαρίνες, μετέφεραν το παιδί και τη μητέρα του στο νοσοκομείο «Μπούτσα» στο Ιρπίν.

Δεν το ξέρει

Πενήντα πέντε παιδιά πέρασαν τα σύνορα αλλά η Σάσα στο χώμα, και γύρω της οι διασώστες, χωρίς να ξέρει ότι ο πατέρας της είναι νεκρός, αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα της προσπαθεί με το σώμα της να την σώσει από κάτι, από σφαίρες;

Στα σύνορα τρέχουν να υποδεχτούν τα παιδιά, με μία κουβέρτα, ζεστό φαγητό. Τρέχει στον διάδρομο του νοσοκομείου ο αγγειοχειρουργός Βράδισλαβ Γκορμπόβετς ενώ για το κορίτσι με το κόκκινο μπουφάν, ο χρόνος σταμάτησε στο κενό, σαν εκκρεμές μία στο παρελθόν, μία στο παρόν, στην απόλυτη ακινησία, κανείς δεν ξέρει αν πίσω κάποιος τη φωνάζει να φύγουν.

Η Σάσα: «Δεν ξέρω γιατί με πυροβόλησαν οι Ρώσοι. Ελπίζω να ήταν ατύχημα και να μην ήθελαν να μου κάνουν κακό. Όταν μας χτύπησαν, βγήκα από το αυτοκίνητο κι έτρεξα πίσω από την αδερφή μου. Η μαμά μου έπεσε από πάνω μου. Νόμιζα ότι ήρθε το τέλος. Αλλά ευτυχώς η μητέρα μου δεν ήταν νεκρή, απλώς έσπευσε να με προστατεύσει από τους πυροβολισμούς. Τότε έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποιος με μετέφερε σε ένα κελάρι. Μου έδωσαν φάρμακα εκεί. Και μετά κάποιοι με μετέφεραν με μια πετσέτα στο νοσοκομείο».

Ο αγγειοχειρουργός είδε το χέρι του κοριτσιού να έχει πάθει γάγγραινα και αποφάσισε να το αφαιρέσει για να κρατηθεί το παιδί στη ζωή. Η Σάσα θα ζήσει έτσι στο εξής, άγνωστο που. Πριν από μερικές μέρες, μία 49χρονη μητέρα, σκοτώθηκε στο Ιρπίν από βόμβα, αγκαλιά με τα δύο της παιδιά. Η εικόνα τριών σορών στην άσφαλτο, με τα παιδικά  χέρια να εξέχουν από τις κουβέρτες, πάγωσε όλους.

Προδίκασε τι θα ακολουθούσε. Εχει σημασία πώς πεθαίνει ένα παιδί σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου; Η ότι πεθαίνει; «Ανασηκώθηκε από το μαξιλάρι της με μια βαθιά αναπνοή και έπεσε πίσω… Εκεί έμεινε»