Οι ρητορικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας αποτελούν πια ρουτίνα για τον τούρκο πρόεδρο. Η επιθετικότητα της Άγκυρας έχει φτάσει σε νέο επίπεδο, ποσοτικά και ποιοτικά. Στην πρόσφατη πανευρωπαϊκή διάσκεψη της Πράγας έφτασε και στην κορυφή της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Με τη δήλωσή του ότι «δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε με την Ελλάδα», ο τούρκος πρόεδρος απέδειξε ότι δεν ενδιαφέρεται για μια ειρηνική διευθέτηση των διαφορών. Ανάμεσα στους Ευρωπαίους ηγέτες θα αισθάνθηκε αρκετά απομονωμένος. Κανένας δεν στήριζε την αντιδιπλωματική στρατηγική του. Το αντίθετο συνέβη: Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, με πρωτοβουλία του οποίου πραγματοποιήθηκε η συνάντηση, κάλεσε τον Ερντογάν να επανέλθει στον διάλογο με τον Μητσοτάκη. Δήλωσε επίσης ότι για το Παρίσι, η πρόσφατη τουρκο-λιβυκή συμφωνία δεν είναι συμβατή με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας.
Το Βερολίνο ανησυχεί επίσης ότι η θαλάσσια ζώνη που διεκδικεί η Άγκυρα νοτίως της Κρήτης θα μπορούσε να αποτελέσει το επόμενο πεδίο ανάφλεξης. «Αποτελεί αρχή του διεθνούς δικαίου ότι δύο κράτη δεν μπορούν να συνάπτουν συμφωνία εις βάρος ενός τρίτου», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απευθυνόμενος στην Άγκυρα.
Η Άγκυρα απορρίπτει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας
Η ισχύς του διεθνούς δικαίου είναι μειωμένη, εάν ένα από τα μέρη της διαφοράς δεν αναγνωρίζει αυτό το δίκαιο. Η απόρριψη του διεθνούς δικαίου της θάλασσας από την Άγκυρα παραμένει το μεγαλύτερο εμπόδιο στο δρόμο για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών και – σε συνδυασμό με αυτό – την εναρμόνιση των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ.
«Όσο πιο απειλητική είναι η ρητορική εξ Ανατολών και όσο πιο ανοιχτά η Τουρκική ηγεσία αμφισβητεί το διεθνές δίκαιο και την ελληνική κυριαρχία, τόσο πιο σαφής είναι η δημόσια απόρριψη αυτών των θέσεων εκ μέρους του Βερολίνου», δήλωσε ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα. Η θέση αυτή θυμίζει μια αρχή της ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι της Άγκυρας που ισχύει από το 2020 και φέρει την υπογραφή της τότε καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. Ως απάντηση στην τελευταία μεγάλη κρίση μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, η ΕΕ υιοθέτησε τη λεγόμενη στρατηγική «καρότο και μαστίγιο». Η ουσία αυτής της στρατηγικής εντοπίζεται στο ότι οι Βρυξέλλες εξαρτούν την πρόοδο στις σχέσεις τους με την Τουρκία από την επίδειξη καλής συμπεριφοράς της Άγκυρας προς την Ελλάδα (και την Κύπρο). Το «linkage» (σύνδεση) λειτούργησε για αρκετό καιρό, αποτρέποντας νέες κλιμακώσεις στις θαλάσσιες ζώνες. Δεδομένης της νέας εχθρικής στρατηγικής της Άγκυρας, τίθεται το ερώτημα, αν η ΕΕ χρειάζεται μια νέα πολιτική.
Στο ναδίρ οι σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ
Οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ (και της Δύσης στο σύνολό της) βρίσκονται στο ναδίρ. Η προσέγγιση του Ερντογάν με τον Πούτιν είναι ένας λόγος για την έλλειψη εμπιστοσύνης. Η πολιτική της Άγκυρας έναντι της Ελλάδας συμβάλλει περαιτέρω στην αποξένωση. Δυτικοί διπλωμάτες παρομοιάζουν τη σχέση της Άγκυρας με τη Δύση με ένα κατήφορο που οδηγεί όλο και πιο κάτω. Στο τέλος του σπιράλ βρίσκεται η διακοπή, το τέλος των σχέσεων συνεργασίας. Δεν υπάρχουν επίσημες ανακοινώσεις σχετικά με το ποιο είναι αυτό το σημείο. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι μια στρατιωτική επίθεση κατά της Ελλάδας, με την οποία απειλεί η Άγκυρα, θα αποτελέσει ένα τέτοιο «σημείο χωρίς επιστροφή».
Παρ’ όλα αυτά: η ηγεσία της Άγκυρας δεν μπορεί να έχει κανένα συμφέρον από μια ολοκληρωτική ρήξη με τη Δύση. Υπάρχει όμως ένα επίπεδο κλιμάκωσης κάτω από το επίπεδο του ανοιχτού πολέμου. Αυτό είναι το επίπεδο των απειλών στρατιωτικής βίας. Σε αυτό το επίπεδο βρισκόμαστε σήμερα. Όσο ο Ερντογάν κινείται σε αυτό το επίπεδο και δεν ξεπερνά την γραμμή αυτή, η Δύση θα τον αφήνει. Το παράδειγμα της Ρωσίας και της Ουκρανίας έδειξε ότι αυτή η ανοχή ήταν λάθος.
Ο Δρ Ρόναλντ Μαινάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Στα μεσα της δεκαετίας του 1990 διετέλεσε διευθυντής της Ελληνικής σύνταξης της Deutsche Welle.
Πηγή: Deutsche Welle