Ένα σημαντικό ποσοστό επιστημόνων – πάνω από ένας στους τρεις – που μίλησαν συχνά ή σχολίασαν στα μέσα ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με την πανδημία Covid-19, τον κορωνοϊό και τα εμβόλια, στη συνέχεια δέχτηκαν σοβαρές απειλές εναντίον τους, σύμφωνα με μια νέα διεθνή δειγματοληπτική έρευνα του επιστημονικού περιοδικού “Nature”.
Στα σχετικά ερωτήματα απάντησαν 321 επιστήμονες από διάφορες χώρες (Αυστραλία, Βρετανία, Γερμανία, Καναδά, Βραζιλία, Νέα Ζηλανδία, Ταϊβάν κ.α.), από τους οποίους το 15% ανέφεραν ότι κάποια στιγμή οι ίδιοι ή και η οικογένεια τους δέχτηκαν απειλές κατά της ζωής τους, ενώ ένα άλλο 22% δέχτηκαν απειλές σωματικής ή σεξουαλικής βίας, μερικές φορές ακόμη και μέσω τηλεφωνημάτων στο σπίτι τους, ενώ άλλες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή online σχολίων και αναρτήσεων.
Ίσως η πιο γνωστή είναι η περίπτωση του επικεφαλής συμβούλου για την πανδημία στις ΗΠΑ δρ ‘Αντονι Φάουτσι, ο οποίος αναγκάστηκε να συνοδεύεται από σωματοφύλακες από ένα σημείο και μετά, ύστερα από απανωτές απειλές θανάτου εναντίον του ίδιου και της οικογένειας του. Στη Γερμανία, η πιο γνωστή επιστημονική φωνή” για τον κορωνοϊό, ο ιολόγος Κρίστιαν Ντρόστεν, έλαβε ένα απειλητικό δέμα με ένα φιαλίδιο υγρού που περιείχε την ένδειξη “θετικό” κι ένα σημείωμα που τον καλούσε να το πιει. Στο Βέλγιο ο ιολόγος Μαρκ Βαν Ρανστ και η οικογένεια του μεταφέρθηκαν από την αστυνομία σε κρησφύγετο, όταν ένας ελεύθερος σκοπευτής βγήκε στο “κυνήγι” ιολόγων.
Πάνω από το 25% των επιστημόνων ανέφεραν ότι “πάντα” ή “συνήθως” γίνονταν αποδέκτες σχολίων στο διαδίκτυο από “τρολ”, με προσωπικές επιθέσεις εναντίον τους για όσα έλεγαν δημοσίως σχετικά με την Covid-19. Μερικές φορές οι εργοδότες των επιστημόνων έγιναν δέκτες παραπόνων εναντίον τους ή η διεύθυνση του σπιτιού τους αποκαλύφθηκε σκοπίμως στο διαδίκτυο. Τουλάχιστον έξι επιστήμονες δέχτηκαν πραγματικές σωματικές επιθέσεις, ενώ μερικοί μπλέχτηκαν κατηγορούμενοι σε δικαστικές διαμάχες μετά από προσχηματικές καταγγελίες, κυρίως από αντιεμβολιαστές και ακτιβιστές κατά των “λοκντάουν”.
Σχεδόν το 60% των επιστημόνων είχαν δεχτεί επιθέσεις κατά της αξιοπιστίας τους. Πάνω από το 40% δήλωσαν ότι ένιωθαν συναισθηματικό ή ψυχολογικό στρες εξαιτίας αυτής της κατάστασης, ενώ ένα 30% ότι η φήμη τους είχε τρωθεί. Όσο πιο συχνά είχαν πέσει θύματα τέτοιων online λεκτικών επιθέσεων, τόσο πιθανότερο ήταν οι επιστήμονες να έχουν πια μειωμένη διάθεση να μιλάνε στα μέσα ενημέρωσης ή στα social media σχετικά με τον κορωνοϊό, τα εμβόλια κλπ. Κάτι ανησυχητικό δεδομένης της ήδη εκτεταμένης ψευδο-επιστημονικής παραπληροφόρησης για τον κορωνοϊό και τα εμβόλια. Σε μια τέτοια συγκυρία, σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν υπάρχει πολυτέλεια για απώλειες στο “μέτωπο” της επιστημονικά έγκυρης πληροφόρησης.
Ορισμένοι άλλοι επιστήμονες που δεν είχαν δεχτεί απειλές, ήταν παρόλα αυτά πλέον διστακτικοί ή απρόθυμοι να μιλήσουν για ορισμένα θέματα σχετικά με τον κορωνοϊό, επειδή είχαν δει τις απειλές σε άλλους επιστήμονες. Αρκετοί ερευνητές τόνισαν την ανάγκη το όλο πρόβλημα να συζητηθεί πιο ανοικτά από τις αρχές και την κοινωνία. Όπως είπε ένας, “πιστεύω ότι οι εθνικές κυβερνήσεις, οι φορείς χρηματοδότησης της έρευνας και οι επιστημονικές εταιρείες δεν έχουν κάνει αρκετά για να υπερασπίσουν δημοσίως τους επιστήμονες”.
Όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία και επιβεβαιώνει η τρέχουσα πανδημία, όσο πιο επιφανής και προβεβλημένος είναι ένας επιστήμονας, ανεξαρτήτως φύλου, τόσες περισσότερες επιθέσεις (ή σκέτη “λάσπη”) δέχεται. Μερικοί ανέφεραν ότι έμαθαν πια να αγνοούν ή να αντιμετωπίζουν τις εναντίον τους επιθέσεις ως δυσάρεστη αλλά αναμενόμενη “παρενέργεια” της σωστής ενημέρωσης του κοινού. Κάποιοι διέγραψαν τους λογαριασμούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή έβαλαν φίλτρα και “μπλοκ” στα e-mail τους.
Το 85% των επιστημόνων ανέφεραν πάντως ότι οι εμπειρίες τους με τα μέσα ενημέρωσης στη διάρκεια της πανδημίας ήταν “πάντα” ή “κυρίως” θετικές, ακόμη κι αν στη συνέχεια το τίμημα της δημόσιας έκθεσης τους ήταν οι επιθέσεις από κάποιους. Το 84% ανέφεραν ότι μπόρεσαν να “περάσουν” τα μηνύματα τους στο κοινό.