Quantcast

CNN: Ο μεγαλοϊδεατισμός του Ερντογάν ωθεί σε αδιέξοδο την εξωτερική πολιτική και την οικονομία της Τουρκίας

AΠΟΜΟΝΩΜΕΝΗ ΟΣΟ ΠΟΤΕ Η ΤΟΥΡΚΙΑ

Στο μεγαλοϊδεατισμό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τα νεοοθωμανικά του οράματα που ωθούν σε αδιέξοδο την εξωτερική πολιτική και την οικονομία της Τουρκίας αναφέρεται ανάλυση του CNN.

Όπως αναφέρει το αμερικανικό δίκτυο ο Ερντογάν πασχίζει εδώ και δύο δεκαετίας να αναβαθμίσει τη θέση της Τουρκίας στον παγκόσμιο χάρτη, αλλά τα όνειρά του απέχουν σήμερα περισσότερο παρά ποτέ από την υλοποίησή τους.

Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια αφότου ο Ερντογάν έκανε μια αποφασιστική στροφή στην εξωτερική πολιτική της χώρας του αποφασίζοντας να επεκτείνει η Τουρκία την περιφερειακή της ισχύ και την επιρροή της σε πρώην εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντί να χτυπά την πόρτα της ΕΕ εκλιπαρώντας για την ένταξή της. Ήταν μια ιδέα που συνάρπασε τα πλήθη των οπαδών του σε μια περίοδο που οι σύμμαχοι του Ερντογάν στην Αίγυπτο και τη Συρία κατήγαγαν πολιτικές νίκες στα πρώτα χρόνια της Αραβικής Άνοιξης και που φαινόταν ότι το νεοοθωμανικό του όνειρο θα μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά. Αλλά μετά από μια δεκαετία οι σύμμαχοί του στην περιοχή – σε μεγάλο βαθμό οργανώσεις που συνδέονται με την ισλαμιστική Μουσουλμανική Αδελφότητα – έχουν χάσει την περισσότερη ισχύ τους, ενώ τα παιχνίδια εξουσίας του άφησαν μια μικρή γεύση στο στόμα πολλών περιφερειακών ηγετών εξαιρουμένου του Κατάρ, όπου διατηρεί στρατιωτική βάση, της Σομαλίας και της κυβέρνησης του Φαγέζ αλ Σάρατζ, που διέσωσε από την ήττα στη Λιβύη με αντάλλαγμα τo γνωστό τουρκολιβυκό μνημόνιο για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών στη Μεσόγειο.

Ο Ερντογάν έχει προκαλέσει τη μήνη ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία, η Ελλάδα και η Κύπρος με τις επιθετικές, προκλητικές κινήσεις του στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ «η καταρρέουσα τουρκική οικονομία – λόγω και της πανδημίας του κορωνοϊού – εγείρει νέα εμπόδια στα σχέδιά του και περιορίζει την ικανότητά του να βγει η Τουρκία από την εντεινόμενη διεθνή της απομόνωση», σχολιάζει το CNN. Με εξαίρεση το Κατάρ, τη Σομαλία και την κυβέρνηση Σάρατζ στη Λιβύη η Τουρκία δεν διατηρεί σήμερα καλές σχέσεις με καμία γειτονική χώρα με μουσουλμανική πλειοψηφία παρά την προσπάθεια του Ερντογάν να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στο μουσουλμανικό κόσμο της Μέσης Ανατολής για τη χώρα του, όπως διαπιστώνει ο Σονέρ Τσαγαπτάι, διευθυντής του ερευνητικού προγράμματος για την τουρκία του Ινστιτούτου για την Πολιτική της Εγγύς Ανατολής της Ουάσιγκτον.

Οι εχθρικές προς τον Ερντογάν περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Αίγυπτος, φαίνονται να βρήκαν κοινό έδαφος με ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη όπως η Ελλάδα και η Κύπρος εντείνοντας τη στρατηγική τους συνεργασία για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και περιθωριοποιώντας την Τουρκία. Η Γαλλία, πάλι, που αντιτάχθηκε στην τουρκική εισβολή κατά των Κούρδων μαχητών στη βόρεια Συρία και στηρίζει τους αντιπάλους του Σάρατζ στη Λιβύη, στηρίζει αυτή την πρωτοβουλία στην ανατολική Μεσόγειο, όπως φαίνεται ότι κάνουν σιωπηρά και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Τραμπ, που διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Ερντογάν, φαίνεται το τελευταίο διάστημα να συντάσσεται με τους αντιπάλους του με τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάικ Πομπέο να προειδοποιεί την Άγκυρα ότι «ο εκφοβισμός δεν είναι τρόπος επίλυσης των διαφορών» και να εκφράζει «έντονη ανησυχία» για τις κινήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Ουάσιγκτον ήρε μερικώς το εμπάργκο όπλων προς την Κύπρο. Κινήσεις που δεν συνέβησαν εν μιά νυκτί, αλλά σε διάστημα τουλάχιστον δεκαετίας ως αποτέλεσμα της πιο διεκδικητικής και συγκρουσιακής εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, όπως επισημαίνει ο αναλυτής Σινάν Ουλγκέν της δεξαμενής σκέψης Carnegie Europe, που προσάπτει πάντως στην ΕΕ και τις ΗΠΑ «κακή διαχείριση» των σχέσεων με την Άγκυρα.

Ο Ερντογάν ακολούθησε και πάλι τον δικό του μοναχικό δρόμο στη σύγκρουση με αφορμή το Ναγκόρνο Καραμπάχ της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν υποστηρίζοντας την στρατιωτική εκστρατεία του τελευταίου κι αρνούμενος να συνταχθεί με τις εκκλήσεις της διεθνούς κοινότητας για εκεχειρία.

Πίσω από την κίνησή του αυτή κρύβονται από τη μια οι παραδοσιακές σχέσεις της χώρας του με τους τουρκογενείς μουσουλμάνους – αν και Σιίτες στην πλειοψηφία τους – Αζέρους και η εντεινόμενη συνεργασία των δύο κρατών στον ενεργειακό και τον αμυντικό τομέα, αλλά και η επιθυμία του Ερντογάν να καθίσει στο σκαμνί τη διεθνή κοινότητα, που έχει αναγνωρίσει παλαιότερα ως τμήμα της επικράτειας του Αζερμπαϊτζάν το Ναγκόρνο Καραμπάχ, κατηγορώντας την για «δύο μέτρα και δύο σταθμά» και επιρρίπτοντας αναποτελεσματικότητα σε πολυμερείς θεσμούς όπως η Ομάδα του Μινσκ.

Αναλυτές επισημαίνουν ότι οι συνθήκες που επέτρεψαν στον Ερντογάν να χαράξει μια νέα γραμμή για την εξωτερική πολιτική της χώρας του έχουν πάψει πλέον να υφίστανται. Κι αν η τουρκική οικονομία κάλπαζε στις αρχές της δεκαετίας του 2020, σήμερα κλυδωνίζεται και δύσκολα θα αποφύγει ένα πακέτο τύπου ΔΝΤ, όπως διαπιστώνουν διεθνή ΜΜΕ.

Εκατομμύρια Τούρκοι βγήκαν απ’ τη φτώχεια κι η χώρα τους γνώρισε οικονομική άνθηση την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης Ερντογάν, αλλά τα τελευταία χρόνια η ισοτιμία της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου σπάει το ένα μετά το άλλο τα αρνητικά ρεκόρ, το κρατικό χρέος διογκώνεται κι ο πληθωρισμός καλπάζει. «Η οικονομία είναι η Αχίλλειος πτέρνα του Ερντογάν όχι μόνον στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στην εξωτερική πολιτική, αφού απ’ την πορεία της εξαρτάται αν η Τουρκία θα συνεχίσει την επίδειξη ισχύος. Αν καταρρεύσει η Τουρκία δεν θα διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να συνεχίσει όλες αυτές τις μάχες στα μέτωπα που άνοιξε», υπογραμμίζει ο Τσαγαπτάι. Κι ο Ουλγκέν συμπληρώνει: «Αυτό είναι το μέγιστο δίλημμα» για τον Ερντογάν και τους υπόλοιπους που χαράσσουν την πολιτική της χώρας. «Όχι τα όρια της επιθετικότητας στην εξωτερική πολιτική, αλλά οι ζημιές που αυτή και η φιλοπόλεμη ρητορική προκαλούν στις οικονομικές προοπτικές της Τουρκίας».