Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι κυρώσεις της Δύσης, που ακολούθησαν την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου στην Ουκρανία, «πονούν» τη Ρωσία και έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και τις επιχειρήσεις της. Το έχουν, άλλωστε, παραδεχθεί επανειλημμένως κορυφαίοι αξιωματούχοι της χώρας – έστω κι αν ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιμένει ότι είναι μπούμερανγκ γι’ αυτούς που τις επιβάλλουν και κυρίως για την Ευρώπη.
Τα περίπου 300 δισ. δολάρια των συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας που έχουν «παγώσει» στη Δύση (χωρίς να αποκλείεται και η… απαλλοτρίωσή τους), ο αποκλεισμός όλων σχεδόν των ρωσικών τραπεζών από το σύστημα διεθνών συναλλαγών Swift, οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων των περισσότερων ολιγαρχών, το φρένο ή και η πλήρης διακοπή στις εξαγωγές βασικών προϊόντων (χάλυβας, αλουμίνιο, άλλα μέταλλα κ.λπ), οι αποφάσεις για εμπάργκο στο πετρέλαιο και τον χρυσό – όλα αυτά, μαζί και πολλά ακόμη, είναι αδιαμφισβήτητα γεγονότα.
Πού έχει δίκιο ο Πούτιν
Παρ’ όλα αυτά, το Κρεμλίνο και ο Πούτιν έχουν δίκιο σε δύο πράγματα: Αφενός, ότι οι δυτικές κυρώσεις έχουν σημαντικό κόστος και για τη Δύση και, αφετέρου, ότι – ακριβώς για τον παραπάνω λόγο – η εφαρμογή τους δεν αποτελεί μια απλή και εύκολη υπόθεση. Τα όσα συμβαίνουν δε στις αγορές χρυσού και… μαύρου χρυσού μαρτυρούν του λόγου το αληθές.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του Reuters, οι επενδυτές και τα funds που επιθυμούν να ξεφορτωθούν τον ρωσικό χρυσό που έχουν στην κατοχή τους ανακαλύπτουν στην πράξη ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία, γεμάτη από «παγίδες».
Χρυσός: Πριν και μετά την εισβολή
Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η απαγόρευση που έχει επιβληθεί αφορά τις ποσότητες που έχουν εξαχθεί από τα ορυχεία της Ρωσίας μετά την ημερομηνία της εισβολής. Δεν ισχύει, όμως, για τους εκατοντάδες τόνους οι οποίοι προϋπήρχαν στα χαρτοφυλάκια και ήταν αντικείμενο καθημερινών αγοραπωλησιών στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και τη Ζυρίχη, όπου εκτιμάται ότι είναι αποθηκευμένες ράβδοι ρωσικού χρυσού επίσημης αξίας 12 δισ. δολαρίων (και στην πραγματικότητα αρκετά μεγαλύτερης).
Αυτό σημαίνει, πρακτικά, πως εάν οι κάτοχοί τους επιχειρούσαν να απαλλαγούν από αυτές, είναι πολύ πιθανό να προκαλούσαν ένα «ντόμινο» στις αγορές και να έχαναν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, καθώς θα ήταν αναγκασμένοι να κάνουν εκπτώσεις προκειμένου να διασφαλίσουν αγοραστές. Αυτός είναι και ο λόγος που αρκετοί διαχειριστές έσπευσαν να πείσουν τους πελάτες τους να μην κάνουν βεβιασμένες κινήσεις.
Ο χρησμός της BoE
Ανάμεσά τους είναι και η Bank of England, ένας από τους μεγαλύτερους «παίκτες» διεθνώς στην αγορά χρυσού, η οποία προέβη στην παρακάτω ανακοίνωση: «Όσον αφορά την BoE, όλος ο κατεργασμένος ρωσικός χρυσός που παρήχθη μετά την 8η Μαρτίου δεν αποτελεί τμήμα του London Good Delivery (πρακτικά, δεν θεωρείται εμπορεύσιμος). Όλες οι ράβδοι, όμως, με ημερομηνία παραγωγής πριν την προαναφερθείσα είναι αποδεκτές και έχουμε ενημερώσει σχετικά τους πελάτες μας. Έτσι έχουν τα πράγματα και δεν έχουμε να κάνουμε οποιοδήποτε σχόλιο περί αυτού».
Οι παρεμβάσεις αυτού του είδους φαίνεται πως είχαν αποτέλεσμα και, προς το παρόν τουλάχιστον, έχουν αποτρέψει το sell-off του ρωσικού χρυσού. Και όχι μόνο αυτό αλλά, σύμφωνα με τα στοιχεία του Reuters, το μερίδιό του σε οκτώ μεγάλα ETF (exchange traded funds) έχει αυξηθεί στο 7% στα μέσα Ιουλίου, από το 6,5% που ήταν στις αρχές Μαρτίου, λίγο μετά την εισβολή.
Πετρέλαιο: Μισές κυρώσεις από την ΕΕ
Την ίδια στιγμή, όπως αποκαλύπτει άλλο ρεπορτάζ των Financial Times, «οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν χαλαρώσει τις προσπάθειες να περιορίσουν το εμπόριο ρωσικού πετρελαίου, καθυστερώντας την εφαρμογή ενός σχεδίου που είχε σκοπό τον αποκλεισμό της Μόσχας από την ζωτικής σημασίας ασφαλιστική αγορά Lloyd’s του Λονδίνου, επιτρέποντας να πραγματοποιηθούν ορισμένες διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές, εν μέσω φόβων για την αύξηση των τομών του αργού και ακόμη μεγαλύτερη στενότητα στον παγκόσμιο ενεργειακό εφοδιασμό».
Όπως σημειώνουν στη συνέχεια οι FT, μια συντονισμένη δράση της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου προς αυτή την κατεύθυνση θα σήμαινε ότι το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου στόλου των τάνκερ δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου, καταφέρνοντας ένα καίριο πλήγμα στα έσοδα της Μόσχας. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ισοδυναμούσε με άμεση αφαίρεση εκατομμυρίων βαρελιών από το καθημερινό πετρελαϊκό ισοζύγιο, οδηγώντας μετά βεβαιότητας τις τιμές σε νέα ύψη.
Με αυτό το σκεπτικό, Βρυξέλλες και Λονδίνο φαίνεται πως αποφάσισαν να… σφυρίζουν αδιάφορα για ένα διάστημα, με τη σύμφωνη μάλιστα γνώμη της Ουάσιγκτον, η οποία επίσης αναγνωρίζει τους κινδύνους που υπάρχουν.
«Εκπλαγήκαμε»
Έτσι, στο τέλος Ιουλίου, η ΕΕ αναθεώρησε μέρος των κυρώσεων που έχει ήδη εγκρίνει έτσι ώστε να δίνει τη δυνατότητα σε ευρωπαϊκές εταιρείες να προχωρούν σε συμφωνίες με αντίστοιχες κρατικές της Ρωσίας, όπως η Rosneft, με σκοπό τη μεταφορά πετρελαίου δια θαλάσσης προς τρίτες χώρες.
«Το νέο πλαίσιο των κυρώσεων της ΕΕ πρακτικά επιτρέπει τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου από ευρωπαϊκές εταιρείες. Εκπλαγήκαμε από αυτή την εξέλιξη», δήλωσε στους FT η Σάρα Χαντ, στέλεχος του νομικού ομίλου HFW – μια άποψη που φαίνεται πως συμμερίζονται και αρκετοί άλλοι.
Άλλο πράγμα, τελικώς, η εξαγγελία των κυρώσεων και άλλο η εφαρμογή τους…
Πηγή ΟΤ