Στο τελευταίο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων η Ανναλένα Μπέρμποκ, η νέα ΥΠΕΞ της Γερμανίας δήλωσε ότι δεν έχει προλάβει να διαβάσει όλο το σχετικό ντοσιέ, έτσι ώστε να εντρυφήσει στο θέμα, για αυτό και τάχθηκε κατά των κυρώσεων της ΕΕ εναντίον της Τουρκίας. Φανταστείτε δηλαδή να ήταν ένα ζήτημα πραγματικά επείγον, όπως για παράδειγμα, όταν έπρεπε να φυγαδευτούν άμαχοι από το Αφγανιστάν και να έπρεπε να περιμένουν οι υπόλοιποι μέχρι η νεόκοπη Πράσινη υπουργός να έχει διαβάσει τα… μαθήματά της.
Ηταν μια δικαιολογία που φυσικά είναι «μιας χρήσεως». Την επόμενη φορά θα πρέπει να σκεφτεί κάτι άλλο. Ή να ομολογήσει με ειλικρίνεια ότι η πολιτική του «κατευνασμού» της Τουρκίας, που με συνέπεια ακολούθησε η Ανγκέλα Μέρκελ θα συνεχιστεί και από τη νέα γερμανική κυβέρνηση. Γιατί βεβαίως αυτές είναι οι κρατούσα άποψη των περισσότερων παρατηρητών της γερμανικής πολιτικής ζωής. Ακόμα και αν κάποια στιγμή υπάρξει κάποια ελαφρά διαφοροποίηση, αυτό θα γίνει με μεγάλη προσοχή και αφού θα έχει περάσει η αναγκαία περίοδος προσαρμογής της γερμανικής διπλωματίας, που μπαίνει με πολύ προσεκτικά βήματα στο διεθνές τεραίν σε ότι αφορά το σύνολο των θεμάτων.
Οσοι λοιπόν (και εδώ στην Ελλάδα) είχαν ενθουσιαστεί με την μετάβαση των «ανθρωπιστών» Πρασίνων στα κυβερνητικά έδρανα, προσδοκώντας μια πιο σκληρή στάση απέναντι στην Αγκυρα καλό θα είναι να ψάξουν για μικρότερο καλάθι.
Οι λόγοι για την επιλογή αυτή είναι πολλοί. Αφενός μια νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο δεν θέλει να ανοίξει ένα νέο μέτωπο με τον Ερντογάν, που ας μην ξεχνάμε, παραμένει ο διαχειριστής του μεταναστευτικού για λογαριασμό της Ευρώπης. Και ίσως αυτό ακριβώς να θέλουν να μας υπενθυμίσουν οι αυξανόμενες αναχωρήσεις από τα τουρκικά παράλια σκαφών με μετανάστες, που οδήγησαν και στα τραγικά ναυάγια και το θάνατο δεκάδων αθώων ανθρώπων τις τελευταίες ημέρες. Κανένας υπουργός και κανένας καγκελάριος φυσικά δεν θα ήθελε να βρεθεί στην θέση της Ανγκέλα Μέρκελ, που είχε ξεστομίσει εκείνο το «Θα τα καταφέρουμε» στα τέλη Αυγούστου του 2015 στην κορύφωση του προσφυγικού κύματος προς την Ευρώπη, και υποχρεώθηκε να πρέπει να το «εξηγεί» επί σειρά ετών.
Από την άλλη υπάρχουν και άλλα ανοικτά «μέτωπα», όπως οι εκκρεμότητες στη σχέση με τη Ρωσία, οπότε μια προστριβή με τον Ερντογάν θα ήταν στην παρούσα φάση τόσο ευπρόσδεκτη, όσο ένα ισχυρό χτύπημα της γρίπης, την ώρα που προσπαθείς να αποφύγεις τον κορωνοϊό.
Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι από το κυβερνητικό πρόγραμμα της νέας τρίχρωμης κυβέρνησης του Βερολίνου «ξεχάστηκε» οποιαδήποτε αναφορά στις προεκλογικές απαιτήσεις των Πρασίνων για εμπάργκο στην πώληση οπλικών συστημάτων (για παράδειγμα υποβρυχίων) προς την Τουρκία.
Η γερμανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να μιλά λοιπόν για την ανάγκη ψυχραιμίας και αποκλιμάκωσης στην Ανατολική Μεσόγειο και να ανακαλύπτει με κάθε ευκαιρία «σημάδια βελτίωσης» σε σχέση με κάποια άλλη στιγμή στο παρελθόν.
Μέσα σε όλα αυτά δε μπορεί να αγνοεί κανείς και την σημασία του τουρκικού παράγοντα εντός της Γερμανίας. Υπάρχουν εκατομμύρια Τούρκοι ή Γερμανοί με τουρκικό υπόβαθρο, πολλοί από τους οποίους ψηφίζουν και παραδοσιακά κλίνουν περισσότερο προς δύο από τα σημερινά κυβερνητικά κόμματα, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους. Κανένα από τα δύο δεν θα ήθελε να κατηγορηθεί για «αντιτουρκική» στάση ή εν πάση περιπτώσει να δώσει την αφορμή στον Ταγίπ Ερντογάν να εξαπολύσει μια προπαγάνδα με τέτοιο περιεχόμενο.
Φυσικά όλα αυτά δε σημαίνουν ότι τα στελέχη και οι αναλυτές στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών μένουν με σταυρωμένα χέρια ή ονειρεύονται ένα μέλλον της «παγκόσμιας ειρήνης». Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η τουρκική πλευρά έχει μάθει καλά την τέχνη να σηκώνει τους τόνους απέναντι στην Ελλάδα, όταν αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα. Και ειδικά αυτή την περίοδο η γειτονική μας χώρα έχει πράγματι μπόλικα τέτοια.
Τέλος πολλοί είναι αυτοί στη Γερμανία, που προσπαθούν να «διαβάσουν το μέλλον» και να προβλέψουν πώς θα είναι η επόμενη μέρα μετά τον Ερντογάν. Εδώ πια μιλάμε για πραγματικές ασκήσεις φαντασίας. Η κυρίαρχη άποψη είναι πάντως ότι ακόμα και όταν θα «φύγει» ο Ερντογάν, στην Αγκυρα θα λειτουργούν όπως λειτουργεί τώρα το ίδιο το Βερολίνο. Δεν θα προχωρήσουν δηλαδή σε κάποια εντυπωσιακή στροφή στην πολιτική τους. Δεν αναμένεται δηλαδή κάποια πολύ πιο ήπια ή μετριοπαθής στάση απέναντι στην Αθήνα. Είναι και αυτό μια μορφή συνέπειας, θα έλεγε ένας ψυχρός ρεαλιστής διπλωμάτης.
Πηγή: politicus.gr