Τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία έχουν ισχυρούς λόγους να φοβούνται μία ριζοσπαστική εκδοχή αναγέννησης της ρωσικής αυτοκρατορίας. Αυτόν τον ισχυρισμό προσπαθεί να αποδείξει ο αρθρογράφος του Bloomberg, Leonid Bershidsky, με αφορμή τη δολοφονία της κόρης του Αλεξάντερ Ντούγκιν, που έφερε στο προσκήνιο τους ρώσους εθνικιστές. Εξετάζει τις σχέσεις αυτών των κύκλων με το Κρεμλίνο, το κατά πόσο η ρητορική τους για την αναβίωση της ρωσικής αυτοκρατορίας ταυτίζεται με τις απόψεις του Πούτιν και γιατί ο τελευταίος δεν εμπιστεύεται τον ριζοσπαστισμό των υπερεθνικιστών. Ακόμα αναφέρεται στους λόγους που η ουκρανική πλευρά μπορεί να στρέψει τα πυρά της – κυριολεκτικά ή μεταφορικά – στους ρώσους εθνικιστές.
Πέρα από γραφικότητες
«Ο Ντούγκιν, που έχει περιγραφεί πολλές φορές ως «το μυαλό του Πούτιν» και ως «ναζιστικός κλόουν», δεν ταιριάζει σε κανένα από τα δύο κλισέ», αναφέρει ο αρθρογράφος. «Στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι Ρώσοι διανοούμενοι και οι δυτικοί οπαδοί τους αρέσκονταν να κοροϊδεύουν τους περιθωριοποιημένους υπερεθνικιστές που εξέφραζαν τις ακραίες πεποιθήσεις τους σε σκοτεινές ιστοσελίδες, φαινομενικά χωρίς καμία ελπίδα για χρήματα, εξουσία ή επιρροή.
Στη συνέχεια, μετά την κατάληψη της Κριμαίας το 2014 -μια κίνηση που υποστήριζε ο Ντούγκιν και οι σύμμαχοί του από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης- έγινε της μόδας η αναζήτηση των απαρχών της ιμπεριαλιστικής στροφής του Πούτιν στα γραπτά των εθνικιστών φιλοσόφων. Η παρανοϊκή περίοδος Τραμπ-Ρωσίας μετά το 2016 ενίσχυσε την τάση αυτή, όπως και η σύνδεση του πολύγλωσσου Ντούγκιν με εθνικιστές σε όλη την Ευρώπη, καθώς και οι δεσμοί του με κόμματα που το Κρεμλίνο φαινόταν να προετοιμάζει ως πέμπτη φάλαγγα στη Δύση, ήταν στοιχεία που άρχισαν να φαίνονται απειλητικά».
Το όραμα για μία ευρασιατική αυτοκρατορία
«Ακόμη και πέρα από αυτούς τους δεσμούς και τη μακροχρόνια στρατηγική του για μια αναγεννημένη ευρασιατική αυτοκρατορία με τη Ρωσία στο κέντρο της, υπάρχει καλός λόγος να μην απορρίψουμε τον Ντούγκιν ως κλόουν ή τρελό. Πίσω στο 2000, αμέσως μετά την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία – ακόμα ως σχετικά φιλελεύθερου κληρονόμου του προέδρου Μπόρις Γέλτσιν, ενός φιλοδυτικού πολιτικού που επεδίωκε να γίνει φίλος με τις ΗΠΑ και να διαπραγματευτεί την ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ – ο Ντούγκιν έγραψε στην εθνικιστική εφημερίδα Zavtra ότι η άνοδος του αξιωματικού της KGB Πούτιν σήμαινε ότι η Ρωσία θα κυβερνιόταν από μια νέα KGB και πρότεινε μάλιστα ως μανιφέστο το πρόγραμμα μιας νέας Ευρασιατικής Εποχής.
Οι στόχοι σύμφωνα με τον ακροδεξιό Ντούγκιν για να επιτευχθεί το ευρασιατικό όραμα περιλάμβαναν την προσπάθεια να καμφθεί η αμερικανική ηγεμονία σε όλους του τομείς, την αναδημιουργία ενός νέου Ευρασιατικού Κράτους με κέντρο τη Ρωσία, τη δημιουργία νέων οικονομικών, στρατιωτικών και πολιτικών συμμαχιών με άλλες ευρασιατικές δυνάμεις, την οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας στο πλαίσιο μίας νέας τελωνειακής ένωσης και τη πολιτική σταθερότητα ενός νέου συστήματος.
Η κρύα στάση του Κρεμλίνου
«Αν αφαιρεθούν κάποιες βερμπαλιστικές διατυπώσεις, αυτό είναι το σχέδιο στο οποίο ο Πούτιν κατέφυγε χρόνια αργότερα, αφού απέτυχαν οι προσπάθειές του να ενσωματώσει τη Ρωσία στον δυτικό κόσμο με τους δικούς του όρους» υποστηρίζει ο αρθρογράφος και προσθέτει ότι το βιβλίο του Ντούγκιν του 1997, «Τα θεμέλια της γεωπολιτικής», διαβάζεται σαν μια πιο πολυγραφότατη απόδοση των πρόσφατων ομιλιών του Πούτιν».
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Πούτιν άκουγε τον Ντούγκιν από την αρχή ή ότι θα αναγνώριζε ποτέ οποιοδήποτε πνευματικό χρέος προς τον εθνικιστή φιλόσοφο. Ο Πούτιν δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Ακριβώς όπως υιοθέτησε τη φιλελεύθερη οικονομία και τις φιλελεύθερες αξίες στις αρχές της διακυβέρνησής του, ιδιοποιείται το ρητορικό οπλοστάσιο που δημιούργησαν οι εθνικιστές κατά τα χρόνια της περιθωριοποίησης.
Ακόμη και τώρα που οι προηγούμενες ιδέες του Ντούγκιν -συμπεριλαμβανομένης της αντίληψης ότι η Ουκρανία είναι ένα τεχνητό μη κράτος που δημιουργήθηκε από τους πανούργους «Ατλαντιστές» ως ανάχωμα κατά της Ρωσίας- έχουν ενσωματωθεί από το νέο δόγμα του Πούτιν, ο Ντούγκιν δεν έχει κατακλυστεί από χάρες, θέσεις και χρήματα του Κρεμλίνου.
Εθνικιστικό φρόνημα χωρίς εθνικιστές
Η ιδιότητά του ως πολιτικού αουτσάιντερ μοιάζει με την περιθωριακή θέση του Ιγκόρ Γκίρκιν (Στρέλκοφ), ενός συνταξιούχου συνταγματάρχη που βοήθησε στην έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το 2014 χωρίς να καταφέρει να κερδίσει κανέναν ρόλο στην τρέχουσα «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Ο Στρέλκοφ και πολλοί άλλοι στην εθνικιστική κοινότητα – εκείνοι που προσφέρθηκαν εθελοντικά να πολεμήσουν στην Ουκρανία για ιδεολογικούς λόγους – θεωρούν τον Ντούγκιν σημαντικό Ρώσο στοχαστή, πνευματικό ηγέτη ενός σπουδαίου έθνους στο οποίο ούτε η Σοβιετική Ένωση ούτε η μετασοβιετική Ρωσία έχουν αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη.
Το Κρεμλίνο, ωστόσο, φαίνεται να θέλει εθνικιστικό φρόνημα χωρίς τους ίδιους τους εθνικιστές. Αυτοί – και ο Ντούγκιν πρώτος ανάμεσά τους – υποστηρίζουν μια γενική επιστράτευση, σκληροπυρηνικά αντίποινα κατά των φιλελευθέρων, μικρότερο ρόλο για τις μη ρωσικές εθνότητες στην πολεμική προσπάθεια, μια σχεδιασμένη πολεμική οικονομία. Το να ταυτιστούν μέχρι τέλους μαζί τους θα σήμαινε μη αναστρέψιμες αλλαγές που ο Πούτιν απορρίπτει ως πολύ ριζοσπαστικές.
Η Ντούγκινα προοριζόταν για Μαρίν Λεπέν
Το «πάθος» των εθνικιστών είναι, ωστόσο, μία πεπερασμένη δεξαμενή. Δεν μπορούν να τους εκμεταλλεύονται και να τους έχουν για πάντα στο περιθώριο. Λέγεται συχνά αυτές τις μέρες ότι οι ριζοσπάστες πατριώτες είναι σήμερα πιο επικίνδυνοι για το Κρεμλίνο από ό,τι οι φιλελεύθεροι. Ο Ντούγκιν δεν θα μπορούσε να γίνει δημοφιλής ηγέτης. Αλλά ήταν σαφές ότι προετοίμαζε την Ντάρια, την καλλονή, για το ρόλο μιας ρωσικής Μαρίν Λεπέν.
Η ταυτόχρονη έλξη και απώθηση μεταξύ του Κρεμλίνου και των υπερεθνικιστών θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το Κρεμλίνο θα μπορούσε να επωφεληθεί από ένα έμμεσο χτύπημα εναντίον μιας προσωπικότητας τόσο κεντρικής για την κοινότητα όπως ο Ντούγκιν. Θα στέλνονταν μια προειδοποίηση σε εκείνους τους «πατριώτες» που θα μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα επωφεληθούν πολιτικά από τον πόλεμο του Πούτιν – και ταυτόχρονα, θα μπορούσε να υποδαυλιστεί ο εθνικιστικός οίστρος με την απόδοση της ευθύνης για την τρομοκρατική επίθεση στους Ουκρανούς.
Ο «βολικός» ένοχος
Η FSB, η εγχώρια μυστική αστυνομία της Ρωσίας, έκανε ακριβώς αυτό, αποδίδοντας τη δολοφονία σε μια Ουκρανή γυναίκα, που φέρεται να συνδέεται με το εθνικιστικό τάγμα Azov της Ουκρανίας, η οποία, σύμφωνα με την FSB, διέφυγε στην Εσθονία μετά το θάνατο της Ντούγκινα. Αν και ο ίδιος ο Πούτιν απέφυγε να χρησιμοποιήσει ρητορική για αντίποινα – που ακούστηκε από πλευρές στη Ρωσία – τα επίσημα συλλυπητήρια που έστειλε στον Ντούγκιν και τη σύζυγό του δείχνουν ότι οι χωρίς στοιχεία «αποκαλύψεις» της FSB και η συνακόλουθη ρητορική για εκδίκηση έχουν την έγκρισή του.
Είναι πολιτικά σκόπιμο να βρεθεί ένας λόγος για να κατηγορηθεί η Ουκρανία, και ειδικότερα το τάγμα Αζόφ, για τρομοκρατία: Το Κίεβο ασκεί πιέσεις στις δυτικές κυβερνήσεις για να κηρυχθεί η Ρωσία κράτος τρομοκράτης, ενώ η Μόσχα προετοιμάζει δίκη επίδειξης των αιχμαλώτων στρατιωτών του Αζοφ στην κατεχόμενη Μαριούπολη, ένα σχέδιο που ο Ουκρανός πρόεδρος Volodymyr Zelenskiy έχει πει ότι θα καταστήσει αδύνατες οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν.
Γιατί η Ουκρανία έχουν λόγους να στραφούν ενάντια στους Ρώσους εθνικιστές
Τόσο το τάγμα Αζόφ όσο και η ουκρανική κυβέρνηση έχουν αρνηθεί την εμπλοκή τους στη δολοφονία της Ντούγκινα, λέγοντας ότι ποτέ δεν θα κατέφευγαν σε τρομοκρατικές μεθόδους για να νικήσουν τους εισβολείς. Οι Ουκρανοί προπαγανδιστές, εν τω μεταξύ, έχουν τονίσει ότι ο «τρελός γέρος» Ντούγκιν δεν ήταν αρκετά σημαντικός για να αποτελέσει στόχο – ένα αξιοσημείωτα διαφορετικό επιχείρημα.
Αλλά, όπως και ο μηχανισμός ασφαλείας της Ρωσίας και το φιλοπόλεμο στρατόπεδό της, η ουκρανική κοινωνία δεν είναι ομοιόμορφη στην αντίληψή της για τον αγώνα κατά της Ρωσίας. Δεν είναι εξωφρενικό να υποθέσουμε ότι ορισμένοι Ουκρανοί μπορεί κάλλιστα να προσπαθούν να κυνηγήσουν εξέχοντες Ρώσους εθνικιστές επειδή αυτοί οι εθνικιστές επενδύουν στον πόλεμο ακόμη περισσότερο από τον ίδιο τον Πούτιν.
Η «καρδιά» του πολέμου
Ο Πούτιν διέταξε την εισβολή, αλλά απέφυγε μια γενική κινητοποίηση και μια εκστρατεία μαζικών αντιποίνων. Η Ρωσία, ένας παθητικός γίγαντας, έχει συναινέσει στην επίθεση στην Ουκρανία και φτωχοί, χρεωμένοι και απελπισμένοι άνδρες έχουν προσληφθεί για να πολεμήσουν σε αυτήν. Όμως για τους εθνικιστές -όπως ο Ντούγκιν, ο Γκίρκιν και οι σύμμαχοί τους εντός και εκτός του ρωσικού στρατού και των ειδικών υπηρεσιών- η εισβολή είναι η ευκαιρία της ζωής τους, μια ευκαιρία για την αναβίωση του αυτοκρατορικού ονείρου και ενός «ρωσικού κόσμου», μια ευκαιρία για μια πολιτική επιστροφή.
Είναι η μόνη δύναμη στη Ρωσία που ταιριάζει με τα κίνητρα και την αποφασιστικότητα των Ουκρανών να πολεμήσουν, είναι η καρδιά αυτού του πολέμου. Το γεγονός ότι και τα δύο «επίσημα» μέρη της σύγκρουσης είχαν ισχυρούς λόγους να χτυπήσουν αυτή τη δύναμη είναι ενδεικτικό – ακόμη και αν αποδειχθεί ότι ούτε το Κρεμλίνο ούτε οι Ουκρανοί σκότωσαν την Ντάρια Ντούγκινα.