Οι δύτες μιας αρχαιολογικής αποστολής ανακάλυψαν ένα αρχαίο στρατιωτικό σκάφος στη βυθισμένη αιγυπτιακή πόλη Ηράκλειον ή Θώνις που ήταν το μεγαλύτερο μεσογειακό λιμάνι της Αιγύπτου.
Το Ηράκλειον ή Θώνις, κατά τους αρχαίους Αιγύπτιους, ήταν παραθαλάσσια πόλη με λιμάνι πλησίον της κώμης Μένουθις, που ήταν κυριότερος ναυτικός κόμβος της αρχαίας Αιγύπτου με την Ελλάδα. Άνθισε για δύο αιώνες, από το 550 π.Χ. ως το 331 π.Χ. Την αναφέρουν ο Ηρόδοτος και ο Στράβων.
Το όνομα της πόλης ανάγεται στον περίφημο ναό που ήταν φημισμένος σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο και ήταν αφιερωμένος στον ημίθεο Ηρακλή. Εκεί λένε ότι κατέφυγε ο Πάρις με την Ελένη για να ξεφύγουν από τον οργισμένο Μενέλαο, πριν ξεσπάσει ο Τρωικός Πόλεμος.
Ο ναός αυτός είχε μαντείο και, αρχικά, ήταν αφιερωμένος στον Αιγύπτιο θεό της ιατρικής Χονς, τον οποίο οι Έλληνες ταύτισαν με τον Ηρακλή. Αργότερα, το ιερό αφιερώθηκε στον Αιγύπτιο θεό Άμωνα, πατέρα του Χονς. Ο ίδιος ο ναός καταστράφηκε περίπου το 140 π.Χ. Πολύ αργότερα, τον όγδοο αιώνα μ.Χ., ολόκληρη η πόλη, μαζί με τη γειτονική κοινότητα του Canopus, βυθίστηκε μετά από μια σειρά σεισμών και παλιρροϊκών κυμάτων.
Στον βυθό της αρχαίας πόλης μια γαλλοαιγυπτιακή αποστολή βρήκε το πλοίο μήκους 80 ποδιών κάτω από περίπου 16 πόδια σκληρού πηλού. Βρίσκεται ακριβώς στη θέση του αιγυπτιακού κόλπου Abū Qīr και χρονολογείται στον δεύτερο αιώνα π.Χ. Το πλοίο αγκυροβόλησε δίπλα στον Ναό του Amun της πόλης, όταν το κτήριο κατέρρευσε, βυθίζοντας το σκάφος κάτω από το βάρος των μεγάλων τετραγώνων της κατασκευής, όπως αναφέρει το Daily News Egypt.
Ο σχεδιασμός του πλοίου αντικατοπτρίζει ένα μείγμα αρχαίων αιγυπτιακών και ελληνικών τεχνικών. Η κατασκευή του σκάφος εν μέρει από επαναχρησιμοποιημένο ξύλο, υποδηλώνει ότι κατασκευάστηκε στην Αίγυπτο. Το πλοίο είχε κουπιά όσο και μεγάλο πανί. Είχε επίπεδο πυθμένα και καρίνα, που θα του επέτρεπε να πλοηγηθεί στον Νείλο και στο δέλτα, όπου ο ποταμός συναντά τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Είναι πολύ σπάνιο να βρεθούν σε υποβρύχιες ανασκαφές ανέπαφα υπολείμματα αρχαίων, γρήγορων πλοίων. Το μόνο συγκρίσιμο που έχει βρεθεί είναι το Marsala, με ημερομηνία 235 π.Χ., το οποίο οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν στη δυτική Σικελία, το 1971. Προηγούμενες υποβρύχιες ανασκαφές στην περιοχή έχουν αποκαλύψει τελετουργικά αντικείμενα, κεραμικά και χάλκινα νομίσματα της εποχής του Πτολεμαίου ΙΙ (285 έως 246 π.Χ.).