Μεταγωγικό αεροσκάφος A400M της γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας προσγειώθηκε στην Καμπούλ για να συνεχιστεί η επιχείρηση εκκένωσης γερμανών πολιτών και αφγανών υπαλλήλων γερμανικών κρατικών θεσμών, μεταδίδει το Γερμανικό Πρακτορείο επικαλούμενο πηγές προσκείμενες στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις.
Εξαιτίας του χάους που επικρατούσε χθες στο αεροδρόμιο, η άφιξή του καθυστέρησε. Εκατοντάδες Αφγανοί, που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να φύγουν από τη χώρα, κατέκλυσαν τον διάδρομο και ορισμένοι προσπάθησαν να μπουν σε αμερικανικά αεροσκάφη προτού απωθηθούν.
Μερικοί γραπώθηκαν από τους τροχούς αεροσκαφών που απογειώνονταν – βρήκαν τραγικό θάνατο πέφτοντας από ύψος εκατοντάδων μέτρων μερικά λεπτά αργότερα.
Ο αμερικανικός στρατός ανέφερε πως Πεζοναύτες πυροβόλησαν και σκότωσαν δύο άνδρες που κράδαιναν όπλα εν μέσω του πλήθους.
Το γερμανικό μεταγωγικό έκανε κύκλους γύρω από το αεροδρόμιο για πέντε ώρες· τα καύσιμα στις δεξαμενές του είχαν σχεδόν εξαντληθεί όταν του δόθηκε άδεια να προσγειωθεί, σημείωσαν οι πηγές του dpa.
Στο αεροσκάφος επέβαιναν αλεξιπτωτιστές της δύναμης ταχείας αντίδρασης του Μπούντεσβερ, του γερμανικού στρατού, με αποστολή να βοηθήσουν τους κάπου 3.000 αμερικανούς στρατιωτικούς στο αεροδρόμιο να εγγυηθούν την ασφάλεια ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα η εκκένωση διπλωματών και άλλων. Οι στρατιωτικοί των ΗΠΑ αναμένεται να αυξηθούν σε περίπου 6.000 σήμερα.
Νωρίτερα χθες, άλλο μεταγωγικό της γερμανικής ΠΑ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσέγγιση στην Καμπούλ και να χαράξει πορεία προς την Τασκένδη, την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, για ανεφοδιασμό.
Η Τασκένδη αποτελεί κόμβο της γερμανικής επιχείρησης εκκένωσης. Οι πτήσεις από την Καμπούλ θα προσγειώνονται εκεί, τα πρόσωπα που μεταφέρουν κατόπιν θα μετεπιβιβάζονται σε επιβατικές πτήσεις προς τη Γερμανία.
Εκτός από το γερμανικό διπλωματικό προσωπικό και γερμανούς πολίτες, το Βερολίνο υπόσχεται να βοηθήσει χιλιάδες Αφγανούς που εργάστηκαν για το γερμανικό δημόσιο ή τον γερμανικό στρατό και κινδυνεύουν τώρα να υποστούν διωγμό αν όχι να εξοντωθούν από τους Ταλιμπάν.
Σύμφωνα με την γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, κάπου 10.000 Αφγανοί, ανάμεσά τους υπάλληλοι της γερμανικής κυβέρνησης, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικηγόροι και οι οικογένειές τους, θα μεταφερθούν εκτός της χώρας στο πλαίσιο της γερμανικής επιχείρησης.
Η κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν την Κυριακή προκάλεσε πανικό και το χάος στο αεροδρόμιο χθες Δευτέρα.
Πάντως μέρος του προσωπικού της γερμανικής πρεσβείας στην Καμπούλ έφθασε χθες το πρωί στη Ντόχα με αμερικανικό μεταγωγικό. Επρόκειτο για 40 εργαζόμενους στην πρεσβεία. Στο αεροσκάφος επέβαιναν επίσης τα τέσσερα μέλη της διπλωματικής αντιπροσωπείας της Ελβετίας στην Καμπούλ.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, ο Χάικο Μάας, παραδέχθηκε χθες ότι «η γερμανική κυβέρνηση, οι υπηρεσίες πληροφοριών και η διεθνής κοινότητα» έκαναν «λαθεμένη αποτίμηση της κατάστασης» στο Αφγανιστάν.
Η κυρία Μέρκελ χαρακτήρισε «πικρή, δραματική και τρομακτική» την κατάσταση στο Αφγανιστάν, την επομένη της πτώσης της υποστηριζόμενης από τη Δύση κυβέρνησης στην Καμπούλ και την επικράτηση των φονταμενταλιστών ισλαμιστών Ταλιμπάν.
Πρόκειται για «φρικτή εξέλιξη για τα εκατομμύρια των Αφγανών που θέλουν πιο ελεύθερη κοινωνία», πρόσθεσε.
Η γερμανίδα καγκελάριος αναφέρθηκε επίσης στη γερμανική στρατιωτική αποστολή στο Αφγανιστάν, που άρχισε λίγο καιρό μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο και τερματίστηκε τον Ιούνιο.
Πέρα από τον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας, η αποστολή αποδείχθηκε ότι «δεν ήταν τόσο επιτυχής» και «δεν πήγε όπως σχεδιάζαμε», αναγνώρισε.
Από την πλευρά της, η Διεθνής Αμνηστία κάλεσε τη γερμανική κυβέρνηση να διευρύνει τις προσπάθειές της να βοηθήσει Αφγανούς που κινδυνεύουν να φύγουν.
«Η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να πάει πιο πέρα από ό,τι υπόσχεται μέχρι στιγμής», υπογράμμισε ο Μάρκους Μπίκο, ο γενικός γραμματέας του γερμανικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.
Δημοσιογράφοι, υπερασπίστριες των δικαιωμάτων των γυναικών και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων «που εκτίθενται σε ιδιαίτερο κίνδυνο» πρέπει να «προστατευθούν», «να απομακρυνθούν με όσο λιγότερη γραφειοκρατία γίνεται», εξήγησε.