Βελέζ: Όταν ο Μπάγεβιτς την οδήγησε στις μεγαλύτερες επιτυχίες της

Ο Μπάγεβιτς είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο αντιπάλων

Όταν η κληρωτίδα της UEFA έφερε απέναντι στην ΑΕΚ τον νικητή του ζευγαριού Βελέζ-Κολερέιν στον Β’ προκριματικό γύρο του Europa Conference League, η κυριότερη αντίδραση ήταν πως η κλήρωση ήταν βατή για την «Ένωση».

 

Ισχύει ασφαλώς πως η ομάδα του Βλάνταν Μιλόγεβιτς είναι ανώτερη ποιοτικά από αμφότερες, με τους Βόσνιους να είναι τελικά αυτοί που θα βρεθούν απέναντι στους «κιτρινόμαυρους» με φόντο την επόμενη φάση.
Υπάρχει πάντως κάτι που συνδέει άρρηκτα τις δύο ομάδες, ακόμη κι αν δεν έχουν τεθεί ποτέ ξανά αντιμέτωπες στο παρελθόν – με εξαίρεση το Βαλκανικό Κύπελλο του 1981, όπου μέτρησαν από μία νίκη έκαστη. Είναι ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, που αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες μορφές στην ιστορία και της Βελέζ, και της ΑΕΚ. Κι αν στη Νέα Φιλαδέλφεια κάποιοι του γύρισαν την πλάτη μετά τη διάσημη φυγή του το 1996 για τον Ολυμπιακό, στο Μόσταρ των 113.000 κατοίκων δεν θα ξεχάσουν ποτέ τον «Πρίγκιπα του Νερέτβα».

Η ομάδα της πολυπολιτισμικότητας
Ιδρυθείσα το μακρινό 1922, η Βελέζ πήρε το όνομά της από το ομώνυμο βουνό που στέκει αγέρωχο πάνω από την πόλη του καντονιού Ερζεγοβίνη-Νερέτβα. Ουσιαστικά αποτέλεσε συνέχεια της Ιτιχάντ, που είχε φτιαχτεί το 1906 από ντόπιους μουσουλμάνους. Έτσι δεν προκαλεί εντύπωση που η αντιπαλότητα με τη συντοπίτισσα, Ζρίνσκι, είχε και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Η μεν Βελέζ εκπροσωπούσε την Αριστερά και την πολυπολιτισμικότητα, η δε Ζρίνσκι τους δεξιούς και εθνικιστές Κροάτες.
Όταν η Γιουγκοσλαβία έγινε σοσιαλιστικό κράτος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ομάδα των Κροατών σβήστηκε από τον χάρτη και η Βελέζ συμμετείχε για πρώτη φορά στην Α’ κατηγορία το 1952 αλλά για την επόμενη μιάμιση δεκαετία κινήθηκε στη μετριότητα, μετρώντας και έναν υποβιβασμό. Το 1966 κατετάγη τρίτη όμως η ομάδα ήταν γερασμένη και οι ιθύνοντες του συλλόγου έψαξαν για τον άνθρωπο που θα έφερνε τον αέρα της αλλαγής.

Ο Ρέμπακ και το BMV
Τον βρήκαν στο πρόσωπο του άλλοτε θρύλου του συλλόγου, Σουλεϊμάν Ρέμπακ, που ανέλαβε το 1968 και μέσα σε λίγα χρόνια δημιούργησε ένα πανίσχυρο σύνολο, εκμεταλλευόμενος τις ακαδημίες της ομάδας. Ανάμεσα στα νεαρά αστέρια του, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, που ήδη από το 1966 είχε κάνει την εμφάνισή του στην πρώτη ομάδα. Μαζί του, ο τερματοφύλακας Ενβέρ Μάριτς και ο αμυντικός Φράνιο Βλάντιτς, που πέρασε και από ΑΕΚ και Παναχαϊκή την περίοδο 1979-1981. Επρόκειτο για το θρυλικό τρίδυμο BMV (Bajevic-Maric-Vladic).

Ο «Ντούσκο» έδειξε τι ήταν ικανός να κάνει τη σεζόν 1967/68, όταν σκόραρε 12 φορές. Έκτοτε, τα νούμερα πήγαν μονάχα προς τα πάνω. Το 1969 σταμάτησε στα 18, ενώ το 1970 μοιράστηκε την κορυφή των σκόρερ με τον θρυλικό Σλόμπονταν Σάντρατς της ΟΦΚ, με τη Βελέζ να σκαρφαλώνει στην 3η θέση της βαθμολογίας.
Τα 17 τέρματά του την επόμενη χρονιά δεν βοήθησαν την ομάδα του να αποφύγει την 8η θέση, ενώ το 1971 σταμάτησε στα 20, με τη Βελέζ να τερματίζει 6η. Παράλληλα, εμφανίστηκαν στην ομάδα και οι αδερφοί Χαλίλχοτζιτς, Σάλεμ και Βαχίντ, με τον τελευταίο να γίνεται στη συνέχεια επιτυχημένος προπονητής στη Γαλλία και όχι μόνο.

Η Βελέζ είχε γίνει πλέον υπολογίσιμο μέγεθος στο πρωτάθλημα της Γιουγκοσλαβίας και τη σεζόν 1972/73 έκανε την έκπληξη, τερματίζοντας στη 2η θέση και παίρνοντας έτσι το εισιτήριο για το Κύπελλο UEFA. Κάτι λιγότερο από τα μισά τέρματα της ομάδας ήταν του Μπάγεβιτς (21 από τα 48).
Η επιτυχία αυτή επαναλήφθηκε την επόμενη χρονιά, με τον τίτλο να χάνεται στην ισοβαθμία από τη Χάιντουκ Σπλιτ και τον «Ντούσκο» να μένει στο -1 από τον αρχισκόρερ Ντανίλο Ποπιβόντα (17 έναντι 16).
Τη σεζόν 1974/75, μπορεί το πρωτάθλημα να ήταν απογοητευτικό, με την ομάδα του Μόσταρ να τερματίζει 4η και εκτός Ευρώπης, όπως στο Κύπελλο UEFA έφτασε μέχρι τα προημιτελικά, σε μια πορεία που παραμένει η καλύτερη στην ιστορία του συλλόγου. Σπαρτάκ Μόσχας, Ραπίντ Βιέννης και Ντέρμπι Κάουντι υπέκυψαν, προτού χαλάσει τη δουλειά η μετέπειτα φιναλίστ, Τβέντε (1-0, 0-2), με τον Μπάγεβιτς να σκοράρει δύο φορές.
ΑΕΚ, η πρώτη φορά
Τίτλοι πάντως, δεν έρχονταν στο Μόσταρ. Το 1976, ο Ρέμπακ έφυγε για να αναλάβει τη Ζελέζνιτσαρ και εν συνεχεία να αποσυρθεί, ενώ ο Μπάγεβιτς, που είχε τελειώσει στο μεταξύ και την στρατιωτική του θητεία, αποχώρησε το 1977 για την ΑΕΚ. Εκεί όπου λατρεύτηκε από τους οπαδούς της «Ένωσης» και κατέκτησε επιτέλους τίτλους.

Δύο πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο δεν ήταν διόλου άσχημος απολογισμός για μια τετραετία, καθώς το 1981, μετά από 65 τέρματα σε 106 συμμετοχές, αποφάσισε να επιστρέψει στο Μόσταρ. Είχε προλάβει βέβαια να βγει και δύο φορές πρώτος σκόρερ της Α’ Εθνικής, δημιουργώντας ένα… τρομακτικό δίδυμο μαζί με τον Θωμά Μαύρο.
Η Βελέζ, όπου γύρισε ο 33χρονος πλέον «Ντούσκο, είχε μόλις κατακτήσει το πρώτο της τρόπαιο, νικώντας με 3-2 τη Ζελέζνιτσαρ στον τελικό του Κυπέλλου Γιουγκοσλαβίας. Δύο χρονιές έπαιξε ακόμα ο Μπάγεβιτς, που το 1983, σε ηλικία 35 ετών, αποσύρθηκε έχοντας τουλάχιστον 400 ματς και 170 γκολ στο ενεργητικό του.

Το ιστορικό ’86 και η επιστροφή
Ασφαλώς, η πορεία του στο καμάρι του ποταμού του Νερέτβα δεν τελείωσε εκεί – τι Πρίγκιπας ήταν, άλλωστε; Με το που κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ανέλαβε να καθοδηγήσει την ομάδα μετά τον Μοχάμεντ Μούγιτς. Έμεινε στον πάγκο για τέσσερα χρόνια, προτού τον διαδεχτεί ο άλλοτε συμπαίκτης του, Ενβέρ Μάριτς. Το 1986, κατέκτησε τον πρώτο και τελευταίο του τίτλο με τα χρώματα της Βελέζ, καθώς την οδήγησε στο Κύπελλο χάρη στο 3-1 επί της Ντινάμο Ζάγκρεμπ στον τελικό.
Αποχώρησε το 1987, έχοντας βγάλει τη Βελέζ στο Κύπελλο UEFA ως 2η και έχοντας χάσει τον τίτλο για έναν βαθμό πίσω από την Ντινάμο. Έναν χρόνο αργότερα, ο Μπάγεβιτς ανέλαβε την ΑΕΚ και τη μετέτρεψε σε μία από τις πιο δυνατές ομάδες στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος. Τα υπόλοιπα είναι ασφαλώς ιστορία, με αλλεπάλληλες μετακινήσεις από ομάδα σε ομάδα, δίχως να γίνει ποτέ η μεγάλη επιστροφή στο Μόσταρ.
Οι παλαιότεροι της περιοχής ωστόσο, θα θυμούνται για πάντα τον δικό τους Πρίγκιπα. Όσο για τα άλλα μέλη του BMV; ο Μάριτς πέρασε όλη την καριέρα του στο Μόσταρ με εξαίρεση μια διετία στη Σάλκε, ενώ ο Βλάντιτς έκλεισε την πορεία του στο άθλημα του στη Βελέζ το 1985, έχοντας περάσει και από Ελλάδα, Παρτίζαν.

Πηγή: sport-fm.gr