Το ψυχολογικό φαινόμενο Τεντόγλου

Ο πρώην αθλητής της ξιφασκίας και του μοντέρνου πεντάθλου και νυν αθλητικός ψυχολόγος Βαγγέλης Βερτόπουλος αναλύει στο «S» τα μεγάλα ατού του παγκόσμιου πρωταθλητή στο μήκος

Καθώς πλέον, δεν νοείται πρωταθλητής χωρίς επιτελείο να φροντίζει για την ψυχολογική ακμή του, ο Μίλτος Τεντόγλου πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο κομμάτι. Θα αποτελούσε προτεραιότητα έτσι κι αλλιώς, πολλώ δε μάλλον τώρα, που χρειάζεται να κάνει και διαχείριση της πίεσης από εξωγενείς παράγοντες, παρόμοια της οποίας (πίεσης) άλλος Ελληνας αθλητής του στίβου δεν έχει γίνει κοινωνός.

Ο Βαγγέλης Βερτόπουλος, αθλητικός ψυχολόγος, έχει στο βιογραφικό του μπόλικες ώρες συνεργασίας με αθλητές ομαδικών παιχνιδιών και ατομικών αγωνισμάτων. Ο ίδιος υπήρξε αθλητής της ξιφασκίας και του μοντέρνου πεντάθλου και διετέλεσε ομοσπονδιακός προπονητής της ξιφασκίας, άρα μέσω της αδρεναλίνης και της τεστοστερόνης… διύλισε εαυτόν, για να δει πού φτάνουν τα όριά του. Αυτή είναι η «μαγική» λέξη που χρειάζεται να αναλύει με τους αθλητές -και τις ομάδεςπου συνεργάζεται. Γι’ αυτόν τον φόβο μπροστά στην αποτυχία, που ο Τεντόγλου -πρωταθλητής Ευρώπης κλειστού στίβου την Κυριακή 5 Μαρτίου, με τα 8,30 μ. που έκανε στην Κωνσταντινούπολη- δεν φαίνεται ότι διαθέτει, μιλάει.

 

ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ

«Υπάρχουν αθλητές που, επειδή έχουν χτίσει μια πολύ υγιή δική τους νοοτροπία, βλέπουν τους αγώνες ως πρόκληση και όχι ως απειλή. Είναι εκείνοι που λένε “είμαι εδώ για να λειτουργήσω όπως θέλω” και εστιάζουν στη διαδικασία της δικής τους προσπάθειας», αναφέρει αρχικά στο «S» ο κ. Βερτόπουλος. Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα έχουν υπάρξει πολλοί ταλαντούχοι άλτες, τόσο στο μήκος όσο και στο τριπλούν. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως ο Τεντόγλου δεν έχει καν το πανελλήνιο ρεκόρ. Αυτό είναι τα 8,66 μ., που ο Λούης Τσάτουμας έκανε στις 2 Ιουνίου 2007 στο μίτινγκ της Καλαμάτας.

Σε αντίθεση με τους προηγούμενους, όμως, ο Τεντόγλου μπαίνει στους αγώνες γνωρίζοντας ότι θα πηδήξει. Η κουβέντα που είπε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ανοιχτού Στίβου στο Μόναχο, εκεί όπου κατέκτησε το χρυσό, είναι χαρακτηριστική: «Είχα πει στα παιδιά ότι, αν κάνω άκυρο πρώτο άλμα, είναι καλό σημάδι». Για το θυμικό και το νοητικό επίπεδο του αθλητή, το άκυρο μπορεί να συνεπάγεται καταρράκωση. Οχι για τον Τεντόγλου, όπως τονίζει ο κ. Βερτόπουλος.

«∆εν το βλέπουν ως απειλή, το βλέπουν ως πρόκληση. Ο ίδιος, βεβαίως, έχει μια αξιοθαύμαστη νοοτροπία, κι αυτό φαίνεται από τις δηλώσεις που κάνει. Τόσο εκείνος όσο και ο προπονητής του, ο Γιώργος Πομάσκι, χαρακτηρίζονται από μια σεμνότητα και πράττουν το ιδεατό: Ασχολούνται με όλα τα πράγματα που είναι στον έλεγχό τους», σχολιάζει και συνεχίζει: «Υπάρχουν αθλητές που ασχολούνται και με περιμετρικές καταστάσεις. Εστιάζοντας σε αυτούς τους τομείς, συνήθως την πληρώνει η συγκέντρωσή τους. Το ιδανικό είναι ο αθλητής να βρίσκεται μόνο συγχρονισμένος στη διαδικασία της προσπάθειάς του. Να την έχει αυτοματοποιήσει στο αγώνισμά του και να εστιάζει μόνο στην εκτέλεση. Η σκέψη του “πόσο θα πηδήξω” δεν τον απασχολεί. Σκέφτονται: “Κοίταξε να δεις, δεν ξέρω πόσο θα πηδήξω” και εστιάζουν στην προσπάθεια, οπότε αυτή είναι μια προσέγγιση που βοηθάει, και σε αυτό δουλεύουμε με τους αθλητές».

 

Επιπλέον, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο το οποίο επισημαίνει ο Β. Βερτόπουλος για τον Τεντόγλου είναι ότι πρόκειται για σταθερό χαρακτήρα. Αυτό επισημαίνεται διότι υπάρχουν αθλητές που, παρότι έχουν βάλει εκατοντάδες ώρες προπόνησης πριν από έναν κρίσιμο αγώνα, δεν έχουν την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται ώστε να ενεργούν ανεξαρτήτως της επίδοσης που θα γράψει το καντράν: «Είναι οι αθλητές που μας λένε “χρειάζομαι ένα καλό άλμα, να ανέβει η ψυχολογία μου”. Χρειάζεται να καταλάβουν ότι “εγώ είμαι αυτός που έχω να βάλω την προσπάθεια, είμαι εγώ ο πρωταγωνιστής που μπορώ να κάνω τα πράγματα που μπορεί να συμβούν”.

Στην περίπτωση του Τεντόγλου, βλέπουμε έναν αθλητή που δεν άγεται και φέρεται, δεν ανεβοκατεβαίνει η ψυχολογία του σαν θερμόμετρο. Η συμπεριφορά του είναι ένα αντικείμενο που συμφέρει τους αθλητές να το χρησιμοποιήσουν και να εστιάσουν σε αυτό».

 

*Του Λευτέρη Ελευθερίου / Δημοσιεύθηκε στο «S» της εφημερίδας ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ το Σάββατο 11/3