Ίβιτσα Όσιμ: Ποιος ήταν ο «καθηγητής» που πέρασε και από τον Παναθηναϊκό

Οι ατάκες του Όσιμ που «έγραψαν» 

Ο Ίβιτσα Όσιμ είδε το πρώτο φως της ζωής στις 6 Μαΐου 1941, στη γειτονιά Χράσνο στο Σαράγεβο, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

 

 

Ακριβώς ένα μήνα μετά την εισβολή των ναζί στη Γιουγκοσλαβία, δεν λες δα πως είναι και η ιδανική περίοδος για να έρθει ένα παιδί στον κόσμο. Από οικογένεια της εργατικής τάξης, μεγαλώνει μεταξύ των τριών κοινοτήτων, Σέρβων, Κροατών και μουσουλμάνων.

Η καταγωγή του

Γιος ενός Σλοβενογερμανού και μιας Πολωνοτσέχας, ο ίδιος περιέγραφε τον εαυτό του ως Γιουγκοσλάβο, αν και μετά τη διάσπαση θεωρούνταν Βόσνιος. Ο Ίβιτσα Όσιμ, που έφυγε από τη ζωή την Πρωτομαγιά βυθίζοντας στο πένθος το χώρο του ποδοσφαίρου, δε θα έλεγε κανείς πως ήταν γεννημένος μόνο για να κάνει αυτό το οποίο εντέλει τον έκανε διάσημο σε όλο τον κόσμο.

Στα μαθητικά χρόνια ο Όσιμ υπήρξε μεγάλο μαθηματικό μυαλό με διακρίσεις και πολλές εξαιρετικές προοπτικές.

Αφού τελείωσε το Λύκειο γράφτηκε στη Μαθηματική σχολή του Σαράγεβο, και σύμφωνα με ανθρώπους που τον γνώριζαν εκείνα τα χρόνια, θα μπορούσε να φθάσει πολύ ψηλά, αν δεν τον κέρδιζε το ποδόσφαιρο, στο οποίο άρχισε σταδιακά να δίνει περισσότερο χώρο, και όπως αποδείχτηκε δεν έκανε κι άσχημα.

Ο «Στράους από την Γκρμπάβιτσα»

Ο Όσιμ ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι στο χώρο του ποδοσφαίρου το 1954, όταν γράφτηκε στις ακαδημίες της Ζελέζνιτσαρ, με την οποία μάλιστα έκανε και το ντεμπούτο του στα 18 του χρόνια, το 1959. Ξανθός, επιβλητικός, τεχνίτης και βιρτουόζος της μπάλας, πήρε το παρατσούκλι «Στράους από την Γκρμπάβιτσα», που παρέπεμπε στο σπουδαίο αυστριακό συνθέτη Γιόχαν Στράους.

Στη Ζελέζνιτσαρ έμεινε μέχρι το 1968, όταν έφυγε για την Ολλανδία και την Τσβόλε, στην οποία έμεινε μόλις τρεις μήνες, και στη συνέχεια επέστρεψε στην ομάδα της πατρίδας του.

Κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας φόρεσε επίσης τις φανέλες των Στρασμπούρ, Σεντάν και Βαλενσιέν, ενώ ήταν διεθνής με την εθνική Γιουγκοσλαβίας, με την οποία μάλιστα έφθασε μέχρι και τον τελικό του Euro 1968, χάνοντας από την Ιταλία με 1-0.

Το 1978 κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, αλλά δεν ήταν δυνατόν να μείνει μακριά από το άθλημα. Έτσι, άλλαξε πόστο και πέρασε σε εκείνο του προπονητή. Το ξεκίνημά του δε θα μπορούσε να είναι αλλού από την αγαπημένη του Ζελέζνιτσαρ. Εκεί μεγάλωσε προπονητικά, μαζί με την ομάδα.

Ο «καθηγητής» Όσιμ

Ποντάροντας κατά βάση στην ανάδειξη νεαρών παικτών, ο Όσιμ κατάφερε σταδιακά να εξελίξει την ομάδα και τη σεζόν 1984-85 την έφθασε ένα βήμα από τον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, αλλά αποκλείστηκε στις λεπτομέρειες από τη Βιντεοτόν και έχασε την ευκαιρία για ένα ιστορικό ραντεβού με τη Ρεάλ Μαδρίτης.

Τη διετία 1982-84 υπήρξε παράλληλα και βοηθός προπονητή στην εθνική Γιουγκοσλαβίας, την οποία ανέλαβε ως πρώτος το 1986, με την αποχώρησή του από τη Ζελέζνιτσαρ, έχοντας μάλιστα αρχικά για βοηθό του τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. Με την -κατά πολλούς- καλύτερη γενιά του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου, φθάνει στα προημιτελικά του Μουντιάλ της Ιταλίας το 1990, όπου μένει εκτός στα πέναλτι από την Αργεντινή του Ντιέγκο Μαραντόνα.

Το 1991-2 βρέθηκε στον πάγκο της Παρτιζάν με την οποία κατέκτησε το Κύπελλο, και τη διετία 1992-4 ήρθε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού με τον οποίον, έχοντας αρχίσει πια να εξελίσσεται σε καθηγητή του ποδοσφαίρου, πανηγύρισε το Κύπελλο Ελλάδας το 1993, αλλά και το Super Cup την ίδια χρονιά.

Τη μεγαλύτερη επιτυχία του ως προπονητής τη γνώρισε στην Αυστρία όπου επί οκτώ χρόνια (1994-2002) έμεινε στον πάγκο της Στουρμ Γκρατς κατακτώντας δύο πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα και τρία Σούπερ Καπ. Από το 2003 μέχρι το 2006 πήγε στην Ιαπωνία για λογαριασμό της Τσίμπα Γιουνάιτεντ, ενώ το 2006-7 ήταν στον πάγκο της εθνικής ομάδας της ασιατικής χώρας.

Τα πρώτα σοβαρά προβλήματα με την υγεία του ξεκίνησαν το 2007, καθώς το Νοέμβριο εκείνου του έτους υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο τον κράτησε σε κώμα δέκα ημέρες.

Οι ατάκες του Όσιμ που «έγραψαν» 

Στην Ελλάδα βέβαια όλοι τον θυμούνται κυρίως για το πέρασμά του από τον Παναθηναϊκό, όπου, πέρα από όσα πέτυχε, έμεινε στην ιστορία και για τις ατάκες του. Χαρακτηριστικότερη όλων, αυτή με την «πόρνη μπάλα». Ήταν 5 Σεπτεμβρίου 1993, όταν ο Παναθηναϊκός αντιμετώπιζε τον Ηρακλή εκτός έδρας και κατάφερε να πάρει τη νίκη με 3-2, αν και έχανε με 0-2.

Οι πολλές ευκαιρίες των Πράσινων και ο τρόπος που ήρθε τελικά η νίκη, με σκόρερ τον Μαυρίδη στην πρώτη του επαφή με την μπάλα, έφεραν αυτή την επική ατάκα, που έμελλε να γίνει… viral, όπως λέμε και στις μέρες μας. Σε συνέντευξή του χρόνια αργότερα, μάλιστα, ο Όσιμ δήλωσε πως η άποψή του δεν αλλάζει, καθώς «η πόρνη είναι και παραμένει πάντα πόρνη».

Δεν ήταν όμως μόνο αυτή η ατάκα που έμεινε. «Όταν εμείς έχουμε Μίνι Κούπερ, πώς να προσπεράσουμε τη Μερσέντες» είχε πει εκείνη την εποχή. Όπου Μίνι Κούπερ ο Παναθηναϊκός, κι όπου Μερσέντες, η ΑΕΚ του γνώριμου σε αυτόν Μπάγεβιτς, την οποία θεωρούσε πως δεν μπορεί να κοντράρει.

Κάποτε το όνομά του είχε ακουστεί για τη Ρεάλ Μαδρίτης. Η απάντησή του σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν αληθεύει πως απέρριψε τη Βασίλισσα ήταν αφοπλιστική: «Και τι θα μπορούσα εγώ να τους διδάξω;»

Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ιταλίας είχε γραφτεί πως σε μία νύχτα είχε πιει 12 μπουκάλια ουίσκι. Ο ίδιος δεν είχε κρύψει ποτέ την αδυναμία του στο αλκοόλ, ωστόσο τα έβαλε με τους δημοσιογράφους υποστηρίζοντας πως έγραψαν ψέματα για να χαλάσουν την εικόνα του. «Δεν είναι ωραίο να αποκτάς ταμπέλα μεθυσμένου στο Παγκόσμιο Κύπελλο» τόνισε εκνευρισμένος.

Ο Όσιμ δε δίσταζε να τοποθετηθεί για την πολιτική, αλλά και γενικά για όλα τα ζητήματα της επικαιρότητας. Σε κουβέντα για τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ο αείμνηστος πια προπονητής είχε πει: «Αν οι ποδοσφαιριστές ήταν στην εξουσία αντί για τους πολιτικούς, αυτό που συνέβη στη Γιουγκοσλαβία δε θα είχε συμβεί ποτέ».

Ο Ίβιτσα Όσιμ έφυγε, αλλά είναι σίγουρο πως όσα αφήνει πίσω του δε θα ξεχαστούν ποτέ.