Quantcast

Πολιτική επικοινωνία και ταμπoύ

Σε κάθε περίπτωση, ως χώρα, είμαστε πολύ πίσω στα ζητήματα Πολιτικής Επικοινωνίας την οποία αντιμετωπίζουμε ως πάρεργο της Δημοσιογραφίας και όχι ως μία αυτόνομη επιστήμη

Βασίλης Βρανάς

 

Έλαβα εχθές το εβδομαδιαίο newsletter της βρετανικής έκδοσης του PRWeek, το οποίο ενημερώνει για τις εξελίξεις στον χώρο των Δημοσιών Σχέσεων. Πρώτο θέμα ήταν η ομάδα Επικοινωνίας του νέου Πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου και το άρθρο είχε τίτλο «Rishi Sunak’s comms team takes shape».

 

Σε αυτό υπήρχε μια λεπτομερής αναφορά στην ομάδα Επικοινωνίας που στελεχώνει το βρετανικό πρωθυπουργικό γραφείο. Έμπειροι και καταξιωμένοι άνθρωποι από τον χώρο της Δημοσιογραφίας και της Επικοινωνίας συνασπίστηκαν, σε μία δύσκολη συγκυρία για το Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να σταθούν δίπλα στον Sunak.

Θετική εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι τα ονόματά τους δεν ήταν κάποιο «μυστικό», όπως έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα –ήταν δημοσιοποιημένα και παρουσιάζονταν σαν ζωτικό όργανο της κυβέρνησης. Το αυτό ισχύει, φυσικά, και με τους συμβούλους που βρίσκονται στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης.

Ίδια λογική παρατηρούμε και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου εκεί οι σύμβουλοι Επικοινωνίας και Στρατηγικής των πολιτικών είναι πρόσωπα φανερά και ενίοτε φτάνουν σε επίπεδο celebrity (βλπ. James Carville, Roger Stone κ.ά).

Οι συνεργάτες αυτοί συμμετέχουν ενεργά στην ενημέρωση των πολιτών, με δημόσιες αναρτήσεις στα Social Media και με συμμετοχή σε πολιτικές εκπομπές, όπου εμφανίζονται με την πολιτική τους ιδιότητα. Ο λόγος τους έχει βαρύτητα, ενώ συχνά είναι αυτοί που βγάζουν την καλή είδηση.

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, ο ρόλος των συμβούλων Επικοινωνίας και Στρατηγικής είναι αρκετά υποβαθμισμένος. Οι περισσότεροι σύμβουλοι που είναι κοντά σε πολιτικά πρόσωπα αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν την ιδιότητά τους και κατά κύριο λόγο αποφεύγουν να μιλήσουν δημόσια για τις πολιτικές εξελίξεις, μολονότι από τη θέση τους έχουν γνώση και πληροφόρηση.

Πέρα από τους επικοινωνιολόγους, ακόμα και οι δημοσιογράφοι, προτιμούν να εμφανιστούν δημόσια ως εκπρόσωποι του μέσου στο οποίο δημοσιογραφούν, παρά να εμφανιστούν ως συνεργάτες ενός βουλευτή ή υπουργού.

Ίσως η κουλτούρα της «λάσπης στον ανεμιστήρα» να τους αποτρέπει, καθώς στην Ελλάδα είναι πολύ εύκολο να στοχοποιηθείς, ακόμα και για ένα ατυχές post στα Social Media. Αυτό, ενδεχομένως, να έχει αντίκτυπο στην εικόνα του πολιτικού με τον οποίο συνεργάζεται ένας σύμβουλος και να λειτουργεί αποτρεπτικά.

Ίσως βέβαια να είναι και θέμα ευθυνοφοβίας. Στις χώρες που προανέφερα οι σύμβουλοι Επικοινωνίας στηρίζουν ανοικτά την πολιτική την οποία υπηρετούν και είναι υπόλογοι για αυτήν. Ταυτίζονται με τα καλά και τα άσχημα των πολιτικών αποφάσεων που παίρνουν οι «πελάτες» τους. Για αυτό, όμως, θεωρούνται και αυτοί πολιτικά πρόσω Αυτό σε συνδυασμό με την αφάνεια στην οποία κινούνται οι σύμβουλοι Επικοινωνίας και στρατηγικής, καταλήγει να υποβαθμίζει τον ρόλο τους στη δημόσια σφαίρα.

Έχουμε πολλά ταμπού, αγκυλώσεις και λαϊκίστικες συνήθειες να ξεπεράσουμε, έως ότου φτάσουμε στα επίπεδα της πολιτικής επικοινωνίας του εξωτερικού. Το σίγουρο πάντως είναι πως ο δημόσιος διάλογος στερείται τις φωνές των ανθρώπων που εργάζονται στα μετόπισθεν και έχουν πολύ καλή γνώση του χαρτοφυλακίου πάνω στο οποίο δουλεύουν 10 και 12 ώρες την ημέρα.

Μέχρι να αλλάξει αυτό, οι ημιμαθείς δημοσιολογούντες θα ενημερώνουν τους πολίτες για τις πολιτικές εξελίξεις.

 

*Ο Βασίλης Βρανάς είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας και Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών