Βασίλης Βρανάς
Αντιδράσεις προκαλεί σε διεθνές επίπεδο το κύμα ακρίβειας του ηλεκτρικού ρεύματος, με τους καταναλωτές να βλέπουν «φουσκωμένους» τους λογαριασμούς τους.
Λίγο η αυξημένη ζήτηση για ρεύμα (στη μετά lockdown περίοδο) λίγο οι δυσκολίες στην τροφοδοσία φυσικού αερίου και η αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων αερίων του θερμοκηπίου, φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Επιπλέον, η μετάβαση στις λεγόμενες «πράσινες» μορφές ενέργειας καθυστερεί και αυτό επιβαρύνει τα τιμολόγια.
Ειδικότερα, όσον αφορά τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) σύμφωνα με μελέτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, χωρίς τις ΑΠΕ η μέση τιμή στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας τον Δεκέμβριο θα έφτανε στην Ελλάδα τα 315 ευρώ/MWh, αντί 235 ευρώ/MWh που διαμορφώθηκε στην πραγματικότητα.
Η ευεργετική επίδραση των ΑΠΕ είναι παραπάνω από εμφανής και στη μελέτη της εταιρείας iWind Renewables, που εκπονήθηκε για την Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ). Σύμφωνα με δηλώσεις του πρόεδρου της Ένωσης, κ. Π. Λαδακάκου, από την έρευνα προκύπτει πως «χάρη στις ΑΠΕ, η συνολική εξοικονόμηση καταβολών από τους προμηθευτές προς τη χονδρική είναι 2,5 δις ευρώ, με τη θεώρηση ότι η ενέργεια που δεν θα είχε παραχθεί από ΑΠΕ θα είχε καλυφθεί από φυσικό αέριο».
Κάπου εδώ, αρχίζει να καταρρίπτεται ο μύθος που θέλει την τιμή χονδρεμπορικής να πέφτει (θεωρητικά) από τους λιγνίτες. Όσοι πιστεύουν το αντίθετο, αγνοούν είτε τις έρευνες που δείχνουν ότι οι ΑΠΕ «βάζουν πλάτη» στη δύσκολη αυτή διεθνή συγκυρία είτε τον λόγο που κλείνουν τα εργοστάσια λιγνίτη στη χώρα.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε ότι για την ΔΕΗ το να κλείσει εργοστάσια λιγνίτη ήταν μονόδρομος δεδομένου ότι κοστίζει ακριβά η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη, εξαιτίας των περιβαλλοντικών περιορισμών που ισχύουν.
Να το δούμε αυτό σε αριθμούς;
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι λιγνιτικές μονάδες που έκλεισαν ζημίωναν οικονομικά την ΔΕΗ περίπου 400 εκατ. ευρώ τον χρόνο (σ.σ. μολονότι έχουν κλείσει κάποιες μονάδες, από αυτές που έχουν μείνει η ΔΕΗ ζημιώνεται κατά 200 εκατ. ευρώ τον χρόνο).
Ας δούμε όμως και μια άλλη πτυχή. Οι μονάδες που έκλεισαν είχαν συμπληρώσει τις ώρες λειτουργίας που προβλέπονταν, ώστε να είναι ασφαλής η λειτουργία τους. Κι αν ακόμα θέλαμε να τις συντηρήσουμε το ποσό που θα έπρεπε να δαπανηθεί θα ήταν τεράστιο και θα επιβάρυνε τους καταναλωτές.
Είναι σαφές ότι ο λόγος που η κυβέρνηση πήρε την πολιτική απόφαση της απολιγνιτοποίησης δεν είναι άλλος από το ακριβό κόστος παραγωγής ρεύματος με λιγνίτη σε συνδυασμό, βέβαια, με το φαινόμενο της κλιματικής κρίσης, που μας οδηγεί στην ενίσχυση της παρουσίας των «πράσινων» μορφών ενέργειας.
Ως εκ τούτου, η ισχυροποίηση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας είναι παραπάνω από
επιτακτική. Σύμφωνα, μάλιστα, με πρόσφατες δηλώσεις της Γ.Γ. Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, κας Αλ. Σδούκου, τις επόμενες μέρες θα βγει σε διαβούλευση νομοσχέδιο που θα επιταχύνει τις διαδικασίες αδειοδότησης των έργων ΑΠΕ.
Το τί ποσά θα καλούνταν να πληρώσουν οι καταναλωτές για το ρεύμα, αν δεν ήταν οι Ανανεώσιμες Πηγές, μεσούσης της διεθνούς αυτής συγκυρίας που σφυροκοπά χιλιάδες νοικοκυριά, καλύτερα να μην το μάθουμε. Το σίγουρο είναι πως η διείσδυση των ΑΠΕ θα ενδυναμώσει την ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας μας και θα μας αναβαθμίσει στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη.
Αν αναλογιστούμε τον ήλιο και τον αέρα -που έχουμε άφθονα στην Ελλάδα- και συνυπολογίσουμε ότι ήδη το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει έτοιμο νομοθετικό πλαίσιο, που θα δώσει τη δυνατότητα έργων αποθήκευσης ενέργειας, παραγόμενης από ΑΠΕ, τότε μπορεί να καταλάβει κανείς ότι η χώρα μας μπορεί να αναδειχτεί σε μεγάλο γεωπολιτικό παίκτη.