Quantcast

Θεσσαλονίκη: Τάση αποκλιμάκωσης του ιικού φορτίου στα λύματα

Σύμφωνα με την Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ

Ανακόπηκε η αυξητική πορεία έπειτα από εννέα μέρες ανοδικής τάσης.

 

 

Μικρή μείωση της συγκέντρωσης του SARS-CoV-2 στα αστικά απόβλητα της Θεσσαλονίκης καταγράφεται από την περασμένη Παρασκευή στις καθημερινές μετρήσεις για την έρευνα που διεξάγει η Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ με την ΕΥΑΘ, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και στο πλαίσιο του Εθνικού Δικτύου του ΕΟΔΥ.

 

 

Έπειτα από εννιά ημέρες ανοδικών τάσεων -από τις 5 έως τις 13 Μαΐου– από τη μέτρηση της 14ης Μαΐου και μετά διαφαίνεται τάση σταθεροποίησης ή και αποκλιμάκωσης του ιικού φορτίου των λυμάτων προς τα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί την τρέχουσα περίοδο της πανδημίας στην πόλη.

 

Συγκεκριμένα, στα δείγματα που λαμβάνονται καθημερινά στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκης, αναφορικά με τις εξορθολογισμένες τιμές σχετικής έκκρισης ιικού φορτίου, η μέση τιμή των δύο πιο πρόσφατων μετρήσεων, δηλαδή της Δευτέρας 17/05 και της Τρίτης 18/05 είναι:

 

Μειωμένη κατά 21% σε σχέση με τη μέση τιμή των δύο αμέσως προηγούμενων μετρήσεων της Παρασκευής 14/05 και της Κυριακής 16/05.

Μειωμένη κατά 22% σε σχέση με την μέση τιμή της προηγούμενης Δευτέρας 10/05 και Τρίτης 11/05.

 

«Η σταδιακή μείωση στις τιμές του σχετικού ιικού φορτίου που μετράμε από την Παρασκευή 14 Μαΐου και έπειτα αποτελεί ενθαρρυντικό σημάδι, ώστε να πούμε -σε πρώτη φάση- πως ανακόπτεται η ανοδική τάση των προηγούμενων ημερών. Η περαιτέρω αποκλιμάκωση, που θα σημάνει μείωση της διασποράς του ιού στην κοινότητα, είναι το ζητούμενο. Καθώς οι συνθήκες -καιρικές και σε επίπεδο ανάπτυξης του εμβολιαστικού προγράμματος- γίνονται προοδευτικά πιο ευνοϊκές, η συναίσθηση της προσωπικής ευθύνης για την τήρηση των ελάχιστων μέτρων αυτοπροστασίας από τον ιό, τα οποία όλοι γνωρίζουμε, θα κρίνουν την πορεία και το πόσο ομαλά θα εξελίσσεται η μετάβαση στη νέα κανονικότητα», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικά υπεύθυνος του ερευνητικού έργου, καθηγητής Νίκος Παπαϊωάννου.