Οι εκπομπές ρύπων διοξειδίου του άνθρακα ανά κάτοικο εξακολουθούν να αυξάνονται στις χώρες της G20, σύμφωνα με έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το think tank Ember που ειδικεύεται στο κλίμα και την ενέργεια.
Οι χώρες της G20, οι ηγέτες των οποίων συναντώνται το Σαββατοκύριακο στο Νέο Δελχί, ευθύνονται για το 80% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που προέρχονται από την ενέργεια.
Τον Ιούλιο οι υπουργοί Περιβάλλοντος της G20 δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία για την επιβολή πλαφόν στις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου ως το 2025, ώστε να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή.
Από το 2015 ως το 2022 οι εκπομπές ρύπων διοξειδίου του άνθρακα ανά κάτοικο στις χώρες της G20 αυξήθηκε κατά 9%, σημείωσε η Ember.
Ωστόσο δώδεκα χώρες μέλη της G20, ανάμεσά τους η Βρετανία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ, κατάφεραν να μειώσουν σημαντικά τις εκπομπές τους ανά κάτοικο. Όμως άλλες, όπως η Ινδία, η Ινδονησία και η Κίνα, τις αύξησαν.
Στην Ινδονησία οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά κάτοικο έχουν αυξηθεί κατά 56% από το 2015. Ομάδα πλούσιων χωρών και διεθνών οργανισμών δεσμεύθηκε πέρυσι να καταβάλει στη χώρα αυτή 20 δισεκ. δολάρια προκειμένου να περιορίσει την εξάρτησή της από τον άνθρακα.
Η Αυστραλία και η Νότια Κορέα είναι οι δύο χώρες που εκλύουν τις μεγαλύτερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα ανά κάτοικο.
«Η Κίνα και η Ινδία κατηγορούνται συχνά ότι είναι οι μεγαλύτεροι παγκόσμιοι ρυπαντές. Αλλά αναλογικά με τον αριθμό των κατοίκων τους, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία ήταν οι μεγαλύτεροι ρυπαντές το 2022», επεσήμανε ο Ντέιβ Τζόουνς, στέλεχος του Ember.
Εξάλλου ο Τζόουνς πρόσθεσε ότι οι δύο αυτές χώρες, με δεδομένο ότι διαθέτουν «ώριμες οικονομίες, θα έπρεπε να αυξάνουν τη χρήση ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας (…) ώστε να μπορέσουν να απεξαρτηθούν από τον άνθρακα ως το 2030».
Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν με άνθρακα και δεν διαθέτουν τεχνολογία δέσμευσης, χρήσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCUS), θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 70% με 90% τα επόμενα οκτώ χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά πολλές χώρες της G20 δεν έχουν παρουσιάσει ακόμη στρατηγική για να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, σημείωσε η Ember.
«Η ανάπτυξη της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών ρύπων ανά κάτοικο σε πολλές χώρες, αλλά ακόμη η ενέργεια αυτή δεν επαρκεί για να απαντήσει στην αυξανόμενη ζήτηση σε ηλεκτρική ενέργεια στις περισσότερες αναδυόμενες χώρες», εξήγησε.
Λίγες ημέρες πριν τη σύνοδο της G20, η Ember ζήτησε από τις χώρες μέλη να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο που θα προβλέπει τον τριπλασιασμό της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως το 2030 και τη σταδιακή μείωση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω του άνθρακα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ