Η ζωή του μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο. Από αυτά όμως που δύσκολα σκέφτεται ένας σεναριογράφος, αλλά σκαρώνει η πραγματικότητα. Η πορεία του Αμερικανού -πολιτογραφημένου Αζέρου- του Ολυμπιακού Σακίλ Μακ Κίσικ από τη γέννησή του έως το βράδυ της περασμένης Τρίτης μοιάζει με ένα ταξίδι του αθόρυβου MVP της πορείας προς το Κάουνας από την καταδίκη στη λύτρωση. Αυτή που βρήκε στην πορτοκαλί μπάλα.
Ας αφήσουμε μακριά τα παρκέ και τα στατιστικά και ας δούμε το βλέμμα της Μπέριλ Μακ Κίσικ. Η αγαπημένη του τον βλέπει για τέταρτη χρονιά στον Ολυμπιακό και έχει λόγους να νιώθει τρισευτυχισμένη. Ξέρει όσα κατάφερε να αφήσει πίσω του. Γνωρίζει ότι ο Πειραιάς είναι πλέον ένα λιμάνι για την οικογένειά τους.
Ο Σακίλ Μακ Κίσικ έφτασε στο χείλος του γκρεμού, κατάφερε όμως να σταθεί όρθιος. Ίσως όλα άλλαξαν όταν το 2009, σε ηλικία 19 ετών, στάθηκε μπροστά στον δικαστή. «Νεαρέ μου, τι ακριβώς θέλεις να κάνεις στη ζωή σου;», τον ρώτησε.
Μπλεξίματα
Ο νεαρός Σακίλ έκανε μια παύση. Ίσως για να φέρει στον νου του όσα είχε περάσει και δεν ήταν λίγα. Γεννημένος στις 17 Αυγούστου 1990 στο Έλκχαρτ της Ιντιάνα, δεν γνώρισε τον βιολογικό πατέρα του και σε ηλικία πέντε ετών μετακόμισε με τη μητέρα του, Βίβιαν Τόμας, στο Σιάτλ της Πολιτείας Ουάσινγκτον. Τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του, Ντέιβιντ, έμαθαν νωρίς τι σημαίνει κομμένο ρεύμα, κομμένο νερό και έξωση. Η μητέρα του δούλευε διπλοβάρδιες και τα μπλεξίματα ήρθαν γρήγορα για τον πιτσιρικά. Όταν έκλεισε τα 12, η μητέρα του παντρεύτηκε έναν πάστορα και ο μικρός Σακίλ όπως και ο αδελφός του γνώρισε και την ενδοοικογενειακή βία. Αργότερα είδε τον κολλητό φίλο του να δολοφονείται σε πάρτι. Ακολούθησαν διάφορα. Ένα βράδυ μαζί με δύο φίλους του επιχείρησαν να διαρρήξουν ένα σπίτι στην περιοχή Ρέντον. Τους έπιασαν.
Όλα αυτά προφανώς σκέφτηκε ο Σακίλ εκείνη την ημέρα στο δικαστήριο και απάντησε: «Θα παίξω μπάσκετ στην πρώτη κατηγορία του NCAA». Ο δικαστής τον κοίταξε ειρωνικά, γέλασε και ανακοίνωσε την ποινή. Τρεις μήνες στη φυλακή και μετά το τρίμηνο αποφυλακίστηκε αλλά με διετή επιτήρηση.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Μακ Κίσικ ξέμπλεξε για τα καλά και θυμόταν εκείνη την ημέρα που στάθηκε απέναντι στον δικαστή: «Όταν του είπα για το μπάσκετ, με κοίταξε με ένα βλέμμα που υπονοούσε κάτι σαν “ωραία, καλή τύχη με αυτό, αν και μάλλον θα σε ξαναδώ σύντομα”. Ξέρω ότι εκείνος δεν θα με θυμάται, αλλά τον θυμάμαι εγώ. Δεν ξεχνάω τα λόγια του, τη ματιά του. Ήταν το “σημείο μηδέν” για μένα».
Όταν η μητέρα του αποφάσισε να χωρίσει από τον βίαιο πάστορα, επέστρεψε στην Ιντιάνα. Ο Μακ Κίσικ δεν την ακολούθησε, αλλά έμεινε στην Πολιτεία Ουάσινγκτον. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα, όμως ήταν αποφασισμένος. Έπαιζε μπάσκετ με δανεικά παπούτσια στο κολέγιο Έντμοντς στο Σιάτλ, δεν έβρισκε όμως ούτε σπίτι να νοικιάσει. Με έναν φίλο του έμεινε μέχρι σε μια εγκαταλελειμμένη Cadillac Catera. «Δεν ήταν εύκολο για ένα ψηλό παιδί σαν εμένα να κοιμηθώ σε αυτοκίνητο. Σκεφτόμουν τότε ότι να είσαι άστεγος είναι το χειρότερο, το πιο χαμηλό σημείο… Χειρότερο και από τη φυλακή», έχει πει.
Έψαχνε δουλειά
Όλες οι αιτήσεις του για εργασία απορρίπτονταν. Τελικά τα κατάφερε. Εργάστηκε σε κατάστημα επίπλων και σε ένα εστιατόριο με θαλασσινά. Έκανε τα πάντα. Σέρβιρε, έπλενε πιάτα, ντελίβερι. Νοίκιασε διαμέρισμα και συνέχισε να παίζει μπάσκετ. Στο Έντμοντς μόνταρε βίντεο με τις καλύτερες στιγμές του. Τα έστειλε σε ομάδες και προπονητές. Έτσι βρέθηκε στους Σαν Ντέβιλς του Αριζόνα Στέιτ και από εκεί το 2015 στην ιταλική Πέζαρο. Επόμενος σταθμός η Τσανγκγουόν στην Κίνα και μετά η Αβτοντόρ Σαράτοφ στη Ρωσία. Πήγε στην Τουρκία στις Ουσάκ Σπορτίφ, Γκαζιαντέπ, Μπεσίκτας, πέρασε από την ισπανική Γκραν Κανάρια και ξανά στην Τουρκία για την Μπεσίκτας.
Στις 10 Φεβρουαρίου 2020 υπέγραψε στον Ολυμπιακό. Στο «λιμάνι» του. Άλλωστε το έχει πει ξεκάθαρα: «Με κράτησε ο καιρός! Κάνω πλάκα, αν και είναι αλήθεια ότι λατρεύω να ζω στην Ελλάδα. Πραγματικά δεν θα μπορούσα πλέον να με φανταστώ να παίζω κάπου αλλού αν δεν ήμουν υποχρεωμένος. Όταν μιλάς με άλλους παίκτες, όλοι λένε ότι το ιδανικό είναι να ζεις στην Ελλάδα. Φυσικά έχει να κάνει με τον εκπληκτικό οργανισμό του Ολυμπιακού. Έχω “αγκαλιάσει” την κουλτούρα της χώρας, λατρεύω τους φιλάθλους του Ολυμπιακού και με αγαπούν και εκείνοι. Το ίδιο και την οικογένειά μου. Οπότε αυτό είναι το πιο σημαντικό. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω;».
*Κώστας Μπελιάς/Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Απογευματινή την Πέμπτη 11 Μαΐου