Μετάφραση: Αντώνης Χρυσουλάκης
Τα νέα στοιχεία που ανακοίνωσε ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών Süleyman Soylu σχετικά με τους συλληφθέντες υπόπτους του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και τη Συρία (ISIS) δείχνουν ότι η επιείκεια που επέδειξε η τουρκική δικαιοσύνη απέναντι στους τζιχαντιστές μαχητές στο παρελθόν συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του το Nordic Monitor, με δήλωση του Soylu στις 2 Φεβρουαρίου, οι τουρκικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου διεξήγαγαν 1.042 επιχειρήσεις πέρυσι, συλλαμβάνοντας 1.981 άτομα για ύποπτους δεσμούς με το ISIS. Πάνω από 600 από αυτούς συνελήφθησαν επίσημα, ενώ οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι. Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει ότι δύο στους τρεις υπόπτους για το ISIS αφέθηκαν ελεύθεροι από την αστυνομία, τους εισαγγελείς ή τα δικαστήρια μετά από σύντομες κρατήσεις.
Μέχρι στιγμής φέτος έχουν διεξαχθεί 60 επιχειρήσεις κατά του ISIS, με αποτέλεσμα τη σύλληψη 95 ατόμων. Δεν έδωσε στοιχεία για το πόσοι από αυτούς συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν πραγματικά.
Ο Soylu αποκάλυψε επίσης ότι η κυβέρνηση έχει στείλει 1.126 μαχητές του ISIS ευρωπαϊκής καταγωγής πίσω στην Ευρώπη τα τελευταία πέντε χρόνια.
Οι αριθμοί σχετικά με τις συλλήψεις και τις προσαγωγές λένε μόνο μια μερική ιστορία στην εκστρατεία της Τουρκίας κατά του ISIS, καθώς η ισλαμιστική κυβέρνηση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει συχνά ακολουθήσει μια επιεική γραμμή όταν πρόκειται για την πάταξη των βίαιων τζιχαντιστικών ομάδων.
Οι τουρκικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου συλλαμβάνουν περιοδικά υπόπτους για το ISIS, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς αφήνονται ελεύθεροι, είτε κατά την απαγγελία κατηγοριών είτε κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, ενώ ελάχιστοι καταδικάζονται. Ακόμη και πολλοί από αυτούς που καταδικάστηκαν από τα ποινικά δικαστήρια αθωώθηκαν όταν οι αποφάσεις ανατράπηκαν από τα εφετεία.
Η συνεχόμενη αποτυχία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να πατάξει το δίκτυο του ISIS πιστεύεται ότι αποτελεί μέρος μιας κυβερνητικής πολιτικής που δίνει οδηγίες στα μέλη του δικαστικού σώματος να είναι επιεικείς με τους υπόπτους του ISIS και να χρησιμοποιούν κάθε διαδικαστικό ελάττωμα για να υπονομεύουν τις υποθέσεις που οδηγούνται στα δικαστήρια. Τα πράγματα επιδεινώνονται ακόμη περισσότερο από την έλλειψη εστίασης του δικαστικού σώματος σε τέτοιες υποθέσεις, καθώς αντ’ αυτού επικεντρώνεται στην καταστολή της διαφωνίας και στην τιμωρία των επικριτών και των αντιπάλων της κυβέρνησης Ερντογάν μέσω της κατάχρησης της ποινικής διαδικασίας.
Η τελευταία φορά που το τουρκικό κοινό ενημερώθηκε για τον αριθμό των μαχητών του ISIS που βρίσκονται στη φυλακή, έχουν καταδικαστεί ή εξακολουθούν να δικάζονται ως ύποπτοι, ήταν στις 21 Ιουλίου 2020, όταν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Abdülhamit Gül δήλωσε ότι υπήρχαν 1.195 συλληφθέντες και καταδικασθέντες του ISIS στη φυλακή στις 16 Δεκεμβρίου 2019. Από αυτούς οι 791 ήταν ξένοι υπήκοοι, είχε προσθέσει.
Έκτοτε, η κυβέρνηση δεν έχει κοινοποιήσει κανένα στοιχείο σχετικά με τους μαχητές του ISIS που βρίσκονται στη φυλακή και έχει υιοθετήσει μια νέα πολιτική που δεν απαντά ούτε σε κοινοβουλευτικές ερωτήσεις που υποβάλλονται από βουλευτές της αντιπολίτευσης σύμφωνα με την καθιερωμένη διαδικασία ούτε σε πολίτες που ασκούν τα δικαιώματά τους βάσει του νόμου περί δικαιώματος στην πληροφόρηση. Οι προτάσεις που κατέθεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης για τη σύσταση επιτροπής έρευνας για τη διερεύνηση του δικτύου του ISIS στην Τουρκία θάφτηκαν λόγω της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Τον Μάιο του 2022, μια αίτηση πολιτών που ζητούσε στατιστικά στοιχεία για το ISIS, η οποία κατατέθηκε στο Κέντρο Επικοινωνιών του Προέδρου (CİMER) βάσει του νόμου περί δικαιώματος στην πληροφόρηση, δεν έλαβε την επιθυμητή απάντηση από την κυβέρνηση, η οποία επικαλέστηκε εξαιρέσεις του νόμου που αφορούν την εθνική ασφάλεια. Η αναφορά παραπέμφθηκε στην αντιτρομοκρατική υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας (Emniyet), η οποία παρακολουθεί τους πυρήνες του ISIS στην Τουρκία. Όμως το γραφείο αρνήθηκε να μοιραστεί οποιαδήποτε στοιχεία για τους τρομοκράτες του ISIS που βρίσκονται στη φυλακή, λέγοντας ουσιαστικά ότι το θέμα έχει σημασία για την εθνική ασφάλεια και ότι το κοινό δεν έχει δικαίωμα να γνωρίζει για τους φυλακισμένους μαχητές του ISIS.
Πίσω από αυτό το πέπλο μυστικότητας κρύβεται το κίνητρο να αποκρύψει η κυβέρνηση Ερντογάν την γενικότερη «γραμμή» που έχει δοθεί στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Οι εισαγγελείς και οι δικαστές λαμβάνουν τις οδηγίες τους από το γραφείο του Ερντογάν σχετικά με το πώς να γίνουν μαλακοί απέναντι σε ριζοσπαστικές ομάδες που αποτελούν μέρος του σκληρού πυρήνα της βάσης του κυβερνώντος ΑΚΡ.
Ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση αυτής της πολιτικής είναι ο προσωπικός δικηγόρος του Ερντογάν, Mustafa Doğan İnal, ο οποίος στο παρελθόν εκπροσώπησε διαβόητους υπόπτους της Αλ Κάιντα, συμπεριλαμβανομένου του Yasin al-Qadi. Με την πολιτική υποστήριξη του Ερντογάν, ο İnal ενορχήστρωσε επίσης την αθώωση και των 52 υπόπτων στην υπόθεση του Tahşiyeciler, μιας τρομοκρατικής ομάδας στην Τουρκία που συνδέεται με την Αλ Κάιντα και της οποίας ηγείται ο ριζοσπάστης κληρικός Mehmet Doğan (γνωστός και ως Μουλάς Μοχάμεντ), ο οποίος δήλωσε ανοιχτά τον θαυμασμό του για τον Οσάμα Μπιν Λάντεν και κάλεσε σε ένοπλη τζιχάντ στην Τουρκία.
Η έρευνα αποκάλυψε ότι η τρομοκρατική ομάδα είχε στείλει σχεδόν 100 άτομα στο Αφγανιστάν για εκπαίδευση σε όπλα. Σε κατασχεθείσες μαγνητοφωνήσεις, ο Doğan ακούστηκε να καλεί σε βίαιο τζιχάντ, λέγοντας: «Σας λέω να πάρετε τα όπλα σας και να τους σκοτώσετε». Ζήτησε επίσης από τους οπαδούς του να φτιάξουν βόμβες και όλμους στα σπίτια τους και προέτρεπε στον αποκεφαλισμό Αμερικανών, υποστηρίζοντας ότι η θρησκεία επιτρέπει τέτοιες πρακτικές. “«Αν δεν χρησιμοποιηθεί το σπαθί, τότε αυτό δεν είναι Ισλάμ», είχε πει. Σύμφωνα με τον Doğan, όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν υποχρεωμένοι να ανταποκριθούν στον ένοπλο αγώνα του τότε ηγέτη της Αλ Κάιντα, Μπιν Λάντεν.
Προκειμένου να αποσείσει τη διεθνή κριτική για την έλλειψη συγκεκριμένων μέτρων για την πάταξη των τζιχαντιστικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένου του ISIS, η κυβέρνηση Ερντογάν καταφεύγει στην τακτική της διόγκωσης των αριθμών των αστυνομικών κρατήσεων, οι οποίες δεν μεταφράζονται σε επιτυχείς καταδίκες και συχνά καταλήγουν σε γρήγορες απελευθερώσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα στοιχεία σχετικά με τις καταδίκες υπόπτων για το ISIS αντιμετωπίζονται ως κρατικό μυστικό στην Τουρκία.
Ορισμένοι από τους πυρήνες του ISIS στην Τουρκία και τη Συρία βρίσκονται υπό τον έλεγχο της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών MIT, η οποία χρηματοδοτήθηκε, εξοπλίστηκε και κατευθύνθηκε για να διεξάγει επιχειρήσεις που προωθούν τους πολιτικούς στόχους της κυβέρνησης Ερντογάν στην Τουρκία και στο εξωτερικό.
Σε μια έκθεση των μυστικών υπηρεσιών που δημοσιεύθηκε νωρίτερα από το Nordic Monitor, αποκαλύφθηκε ότι ο İlhami Balı, ο εγκέφαλος πίσω από μια σειρά θανατηφόρων τρομοκρατικών επιθέσεων το 2015 που αποδόθηκαν στο ISIS, εργαζόταν στην πραγματικότητα για την MIT. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις βοήθησαν τον Ερντογάν να διατηρήσει το καθεστώς του και να ανακτήσει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο που είχε χάσει για λίγο στις εκλογές του καλοκαιριού του 2015.
Το 2015 ήταν μια τρομακτική χρονιά για την Τουρκία όσον αφορά τις αλλεπάλληλες τρομοκρατικές επιθέσεις που έπληξαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία αναγκάστηκαν να ακυρώσουν προεκλογικές συγκεντρώσεις υπό την απειλή του θανάτου. Στις 20 Ιουλίου 2015, 33 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας στην περιοχή Suruç της επαρχίας Şanlıurfa. Στις 10 Οκτωβρίου 2015, 103 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε βομβιστική επίθεση εναντίον πλήθους που είχε συγκεντρωθεί μπροστά από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Άγκυρας. Και για τις δύο επιθέσεις κατηγορήθηκε το ISIS, αν και η τρομοκρατική οργάνωση δεν ανέλαβε ποτέ επίσημα την ευθύνη για καμία από τις δύο.
Η έκθεση των μυστικών υπηρεσιών έδειξε ότι ο Balı έμεινε σε ξενοδοχείο υπό τον έλεγχο της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών MIT στην Άγκυρα στις 25-27 Μαΐου 2016. Η σύνδεσή του με την MIT υποδηλώνει ότι οι ενέργειες του Balı καθοδηγούνταν από την υπηρεσία, η οποία συντόνιζε μυστικές επιχειρήσεις εντός του ISIS για να βοηθήσει τον πρόεδρο Ερντογάν στις εκλογές.
Ο Balı, ο οποίος γεννήθηκε στο Reyhanlı της τουρκικής συνοριακής επαρχίας Hatay στις 17 Μαρτίου 1982, δρούσε σε πυρήνα της Αλ Κάιντα πριν ενταχθεί στο Μέτωπο Αλ Νούσρα κατά τα πρώτα χρόνια της σύγκρουσης στη Συρία. Η αλ-Νούσρα υποστηριζόταν από το καθεστώς Ερντογάν, το οποίο ήλπιζε να εκδιώξει την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Δαμασκό και να την αντικαταστήσει με ένα ισλαμιστικό καθεστώς-μαριονέτα.
Σημειώνεται ότι ένα τουρκικό δικαστήριο είχε προηγουμένως καταδικάσει τον Balı -σε μια έρευνα που προηγήθηκε της συριακής κρίσης του 2011- με την κατηγορία της συμμετοχής στην Αλ Κάιντα και τον καταδίκασε σε τριετή φυλάκιση. Ο Balı μετεγκαταστάθηκε στη Συρία το 2012. Αργότερα μεταπήδησε στο ISIS, το οποίο του ανέθεσε να υπηρετεί ως επικεφαλής των συνόρων (εμίρης) του ISIS, υπεύθυνος για τη λαθραία διακίνηση τζιχαντιστών και υλικοτεχνικών προμηθειών και τη μεταφορά στην Τουρκία τραυματισμένων μαχητών κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων.
Στις γενικές εκλογές της 7ης Ιουνίου 2015, το κυβερνών ΑΚΡ έχασε την πλειοψηφία του και δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση μόνο του για πρώτη φορά από το 2003. Ενώ είχε προβλεφθεί ότι θα σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού, ο Ερντογάν προκήρυξε νέες εκλογές την 1η Νοεμβρίου 2015, όπως επιτρέπει το σύνταγμα, υπονομεύοντας τις διαπραγματεύσεις για τον συνασπισμό. Από τις 7 Ιουνίου έως τον Νοέμβριο 1.862 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων αξιωματικοί ασφαλείας, πολίτες και μαχητές του εκτός νόμου Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), έχασαν τη ζωή τους στην Τουρκία.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Nordic Monitor