Απάντηση στο ερώτημα επιχείρησε να δώσει ο δημοσιογράφος της Corriere della Sera, Αντρέα Γκάλι, που επισκέφτηκε το Αμπιατεγκράσο, μια κωμόπολη μισή ώρα από το Μιλάνο, απ’ όπου κατάγεται ο κατηγορούμενος για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και μίλησε με φίλους και συγχωριανούς του, ακόμη και τον πατέρα του.
Όπως αναφέρει η ιταλική εφημερίδα, αν και οι βελγικές Αρχές εντόπισαν σάκους με χαρτονομίσματα στο σπίτι του και η ιταλική αστυνομία βρήκε κάπου 20.000 σε μετρητά στο σπίτι του στο Αμπιατεγκράσο, στην κωμόπολη του Τζόρτζι δεν προκύπτουν στοιχεία για απληστία του. Άλλωστε κι ο ίδιος στην ανάκρισή του ομολόγησε ότι «δεν είχε ανάγκη τα χρήματα». Αντίθετα, στη γενέτειρά του κάνουν λόγο για «κάποιον που δάνειζε αθόρυβα χρήματα. Υπάρχουν όμως φήμες ότι σκόπευε να αγοράσει άμεσα ένα κότερο από έναν εμίρη για να κάνει μαγευτικά ταξίδια με την Εύα [Καϊλή] και τη μικρή τους κόρη».
Όσον αφορά στα γραφόμενα περί κατάρρευσης του Τζόρτζι κατά την ανάκρισή του με κραυγές και κρίσεις πανικού, «αυτό δείχνει ότι δεν είναι εγκληματίας, ή τουλάχιστον έτσι μας είπαν στη via della Noce», σημειώνει ο απεσταλμένος της Corriere della Sera. «Υποφέρει από αγχώδεις καταστάσεις. Όταν καταλήγει σε μια τέτοια κατάσταση, κάνει τα πάντα για να ξεφύγει, στην ανάγκη θα πατήσει πάνω σε όποιον βρίσκεται μπροστά του ζητώντας βοήθεια», είπε ένας γείτονάς του.
Στην κωμόπολη του Τζόρτζι -κατόχου πτυχίου Πολιτικών Επιστημών, που λατρεύει να γυμνάζει το σώμα του κι έχει εμμονή με το βάρος του- κάνουν λόγο για έναν λάτρη της ταχύτητας και της ιστιοπλοΐας, που ήταν το καμάρι του πατέρα του και προκαλούσε σε κάποιους φθόνο με την ωραία εμφάνισή του, την ευφυΐα και τη φυσική του ικανότητα να γοητεύει τους πάντες γύρω του, έναν άνθρωπο που δεν έδινε καμία εντύπωση εγκληματία με τη συμπεριφορά του. Από τον πατέρα του, εθελοντή στα ασθενοφόρα, και την τοπική ενορία έμαθε από μικρός τη σημασία του εθελοντισμού…
Οι γονείς του Τζόρτζι, Ιόλη και Λουτσιάνο -αμφότεροι εκπαιδευτικοί- ζουν ακόμη στο Αμπιατεγκράσο, σε μια βίλα απέναντι από εκείνη που εγκατέλειψε ο Τζόρτζι τον Οκτώβριο του 2016, όταν μετακόμισε στη Rue de la Tulipe στις Βρυξέλλες. Ο δημοσιογράφος της ιταλικής εφημερίδες πλησίασε τον πατέρα, για να του αποσπάσει κάποιο σχόλιο για τον γιο του, αλλά εκείνος ζήτησε συγγνώμη: «Μου είπαν να σιωπήσω και σε κάθε περίπτωση δεν θα μιλούσα». Στο σκυμμένο κεφάλι του διαγράφηκε ένα πικρό χαμόγελο. Για τον ίδιο και τη γυναίκα του οι κατηγορίες εναντίον του γιου τους, οι χειροπέδες, οι συγχωριανοί που κρίνουν και κατακρίνουν, όλα αυτά είναι χειρότερα από προδοσία, καταλήγει το άρθρο.