Οι πόλεμοι γίνονται με όπλα και πυρομαχικά. Και όταν διαρκούν πολύ σημαίνουν μεγάλη κατανάλωση και πυρομαχικών και όπλων. Αυτό γεννά σοβαρά προβλήματα επιμελητείας για τους εμπόλεμους και τους προσθέτει ακόμη μεγαλύτερο κόστος, που προστίθεται στο κόστος που ούτως ή άλλως προκαλείται από τους βομβαρδισμούς και τις επιχειρήσεις.
Για παράδειγμα η Ρωσία χρησιμοποιεί κάθε μέρα στην Ουκρανία περίπου 20.000 βλήματα πυροβολικού την ημέρα, που οι ΗΠΑ θεωρούν ότι υπερκαλύπτουν τη δυνατότητα παραγωγής που έχει σήμερα η ρωσική πολεμική βιομηχανία.
Αντίστοιχα, υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η ουκρανική πλευρά ρίχνει κάθε μέρα 6000-7000 βλήματα πυροβολικού, που επίσης είναι ένας πολύ μεγάλος αριθμός.
Ενδεικτικά αναφέρεται για να γίνει σύγκριση, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έριχναν πολύ μικρότερες ποσότητες στο Αφγανιστάν, ενώ η ικανότητα παραγωγής τους είναι περίπου 15.000 βλήματα τον μήνα.
Η χρήση του πυροβολικού που κάνουν οι Ουκρανοί είναι τόσο έντονη που το αμερικανικό Πεντάγωνο έχει διαμορφώσει ειδική υποδομή επισκευής στο έδαφος της Πολωνίας ώστε να μπορούν να επισκευάζονται όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ιδίως τα 142 ρυμουλκούμενα οβιδοβόλα M777 που τους έχουν προσφέρει οι ΗΠΑ, μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες βλήματα.
Αυτό σημαίνει ότι οι δύο εμπόλεμες χώρες αναγκάζονται να αναζητούν πυρομαχικά. Η μεν Ρωσία που διαθέτει δική της παραγωγή πυρομαχικών, παράλληλα έχει συνάψει συμφωνίες με τη Βόρεια Κορέα για την αγορά πυρομαχικών.
Η Ουκρανία από τη μεριά της επιμένει να αναζητά όλα και πυρομαχικά από τους δυτικούς συμμάχους της.
Όμως και εκεί υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην ικανότητά τους να ανταποκριθούν.
Οι ελλείψεις της Γερμανίας
Η Γερμανία υποστηρίζει ότι έχει ήδη ελλείψεις σε πυρομαχικά και το υπουργείο Άμυνας της Γερμανίας έχει υποστηρίξει ότι αυτή τη στιγμή, ο όγκος πυρομαχικών που διαθέτει επαρκεί για να πολεμήσει περίπου μία εβδομάδα, με ορισμένους να υποστηρίζουν ότι το πραγματικό όριο είναι μικρότερο.
Επιπλέον στη Γερμανία έχουν πρόβλημα σε σχέση με τις εισαγωγές ινών βαμβακιού από την Κίνα που είναι απαραίτητες για την Παρασκευή βαμβακοπυρίτιδας για το πυροβολικό.
Μέρος του προβλήματος ειδικά στη Γερμανία είναι και το γεγονός ότι παρά την εξαγγελία Σολτς για ένα ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την καλύτερο εξοπλισμό και την αναβάθμιση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, την ίδια στιγμή ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει μόνο 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ για πυρομαχικά.
Έπειτα προκύπτουν και άλλα προβλήματα. Η Γερμανία χάρισε στην Ουκρανία αυτομεταφερόμενα αντιαεροπορικά πυροβόλα Gepard που δεν τα χρησιμοποιούσε, όμως αποδείχτηκαν ιδιαίτερα χρήσιμα για την προστασία απέναντι στους ρωσικούς κατευθυνόμενους πυραύλους και τα ιρανικής κατασκευής ιρανική μη επανδρωμένα αεροσκάφη που χρησιμοποιούν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.
Όμως αυτά ήθελαν και τα πυρομαχικά τους, βλήματα των 35mm. Αυτά τα παρήγαγε η ελβετική εταιρεία Oerlikon-Bührle, που δεν υπάρχει πια και η Γερμανία τα είχε αγοράσει χρόνια πριν. Όμως, η συμφωνία αγοράς των πυρομαχικών από τη Γερμανία είχε σαφή όρο ότι χρειαζόταν άδεια της Ελβετίας για να μεταπωληθούν ή προσφερθούν αλλού τα πυρομαχικά. Μόνο που η Ελβετία διατηρεί μια πολύ ισχυρή νομοθεσία ουδετερότητας που απαγορεύσει τις πωλήσεις όπλων και πυρομαχικών σε περιοχές όπου υπάρχουν πολεμικές συγκρούσεις. Το ίδιο πρόβλημα συνάντησε και η Δανία όταν είδα να της απαγορεύεται από την ελβετική πλευρά να προσφέρει στην Ουκρανία τεθωρακισμένα Piranha III.
Εκτιμάται ότι η Γερμανία χρειάζεται περίπου 20 δισεκατομμύρια ευρώ για να μπορέσει να αναπληρώσει τα αποθέματα πυρομαχικών της. Ωστόσο, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα της υπουργού Άμυνας Κριστίν Λάμπρεχτ που προέρχεται από τους σοσιαλδημοκράτες να υπάρξει επιπλέον χρηματοδότηση για την παραγωγή πυρομαχικών, ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, ηγέτης των Ελεύθερων Δημοκρατών, αντιστέκεται, με αποτέλεσμα το πρόβλημα να συνεχίζεται.
Η Ρωσία αντιμέτωπη με τις κυρώσεις
Και η Ρωσία έχει ανάγκη επιπλέον εξοπλισμών, με το πρόβλημα να εντοπίζεται τόσο στην ικανότητα των ρωσικών πολεμικών βιομηχανιών να ανταπεξέλθουν, όσο – και κυρίως – στο πρόβλημα με τον εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας για τους υπολογιστές, τα συστήματα κατεύθυνσης, τους πυροκροτητές και τους αισθητήρες.
Αρκετά από αυτά η Ρωσία τα αγοράζει από άλλες χώρες. Όμως, αυτές οι προμήθειες υπόκεινται συχνά και στους περιορισμούς των κυρώσεων. Ωστόσο, φαίνεται πως η ρωσική πλευρά έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα ικανή στο να τις παρακάμπτει, όπως διαπιστώθηκε από τον αριθμό των ρωσικών οπλικών συστημάτων που χρησιμοποιούνται στην Ουκρανία και για τα οποία οι ουκρανικές και αμερικανικές αρχές έχουν διαπιστώσει ότι φέρουν δυτικά εξαρτήματα υψηλής τεχνολογίας. Μάλιστα, από την αμερικανική δικαιοσύνη έχουν ασκηθεί διώξεις σε βάρος Ρώσων για την παράκαμψη αυτών των κυρώσεων.
Ελλείψεις και στις ΗΠΑ
Όμως, ελλείψεις αντιμετωπίζουν και οι ΗΠΑ που έχουν προσφέρει στην Ουκρανία πάνω από 19 δισεκατομμύρια δολάρια σε εξοπλιστική βοήθεια. Ήδη σε ορισμένα συστήματα όπως οι φορητοί πύραυλοι Stinger και τα αντιαρματικά συστήματα Javelin, Χρισα καταγράφονται κάποιες ελλείψεις, αν και οι Stinger έβαιναν προς αντικατάσταση. Και εδώ το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι με τα πυρομαχικά, ιδίως τα βλήματα των 155mm για το πυροβολικό. Πρόσφατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν μια συμφωνία για την αγορά 100.000 βλημάτων αυτού του διαμετρήματος με τη Νότια Κορέα, η αμυντική βιομηχανία της οποίας συνεχώς αναπτύσσεται.
Ευκαιρίες για τις πολεμικές βιομηχανίες
Όλα αυτά συνεπάγονται σημαντικές προοπτικές κερδοφορίας για τις αμυντικές βιομηχανίες.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι μιλάμε για μια βιομηχανία όπου οι 100 μεγαλύτερες εταιρείες όπλων και πολεμικών υπηρεσιών είχαν το 2021 πωλήσεις 592 δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.
Τα προβλήματα με τις εφοδιαστικές αλυσίδες εξακολουθούν να υπάρχουν, όμως όλοι εκτιμούν ότι η ζήτηση για οπλικά συστήματα και πυρομαχικά θα αυξηθεί το επόμενο διάστημα. Επομένως και η κερδοφορία τους.