Πλησιάζει όλο και πιο πολύ η Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη που ξεκινά στις 15:10 ώρα Ελλάδος στη γερμανική πρωτεύουσα.
Στη Διάσκεψη του Βερολίνου θα συμμετέχουν και οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές – ο στρατάρχης Χαφτάρ και ο επικεφαλής της κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας Φαγέζ αλ Σάρατζ, αλλά και εκπροσώπων των κρατών που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται στον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων.
Αναλυτές, ωστόσο, κρατούν μικρά καλάθια για την κρίσιμη διάσκεψη της Λιβύης παρά τη συμμετοχή τόσων υψηλών προσκεκλημένων, αφού οι αδύναμοι, όπως εμφανίζονται μέχρι τώρα, Ευρωπαίοι απέτυχαν στις διάφορες μεσολαβητικές τους προσπάθειες τον περασμένο χρόνο, όπως και η ρωσοτουρκική πρωτοβουλία στη Μόσχα.
Η οικοδέσποινα Άνγκελα Μέρκελ έχει στρέψει το ενδιαφέρον της κυρίως στους διεθνείς υποστηρικτές του στρατάρχη Χαφτάρ και του πρωθυπουργού αλ Σάρατζ, επιδιώκοντας να τους υποχρεώσει να δεσμευτούν ότι θα σεβαστούν το εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ στη Λιβύη, αλλά και να τα βρουν τα αντίπαλα στρατόπεδα για μια μόνιμη εκεχειρία.
Γαλλία, Βρετανία και ΗΠΑ είχαν συμβάλει με τις αεροπορικές επιθέσεις πριν από εννιά χρόνια στην ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη, χωρίς ωστόσο να έχουν ένα έτοιμο σχέδιο για την μετά-Καντάφι εποχή. Επί σειράν ετών οι Ευρωπαίοι έβλεπαν τη Λιβύη υπό το πρίσμα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της αποτροπής του διάπλου της Μεσογείου από αλλεπάλληλα κύματα μεταναστών. Η Ουάσιγκτον από την πλευρά της έχασε το ενδιαφέρον της για τη Λιβύη μετά την επίθεση στην αμερικανική πρεσβεία στη Βεγγάζη το 2012, όταν σκοτώθηκαν ο πρεσβευτής των ΗΠΑ και άλλα τρία άτομα. Οι ωμές παραβιάσεις του εμπάργκο όπλων, η στοχοθέτηση αμάχων κι η κλιμάκωση του πολέμου αντιμετωπίστηκαν με σχετική σιωπή από Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον.
Το κενό αυτό επέτρεψε τα επόμενα χρόνια σε ολοένα και περισσότερους εξωτερικούς παράγοντες να εμπλακούν στον εμφύλιο της Λιβύης για να εξυπηρετήσουν δικά τους συμφέροντα με αποτέλεσμα η πλουσιότερη σε -διαπιστωμένα – κοιτάσματα πετρελαίου αφρικανική χώρα να γίνει θέατρο ενός εντεινόμενου πολέμου δι’ αντιπροσώπων. Πάνω από δώδεκα χώρες εφοδιάζουν με όπλα τις αντίπαλες παρατάξεις ή εμπλέκονται ενεργά στις μάχες.
Η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία και η Γαλλία στηρίζουν κατά τον ένα ή άλλο τρόπο τον στρατάρχη Χαφτάρ, ενώ Τουρκία και Κατάρ παρέχουν στρατιωτική υποστήριξη στον πρωθυπουργό αλ Σάρατζ, Για την ΕΕ η Λιβύη είναι ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και σταθμός διέλευσης για μετανάστες από την Αφρική που αναζητούν μια καλύτερη τύχη στην Ευρώπη μακριά από τους μαχητές του ISIS και άλλους ισλαμιστές εξτρεμιστές. Η ΕΕ, ως εκ τούτου, έχει ένα ζωτικό ενδιαφέρον να επικρατήσει σταθερότητα στη Λιβύη, που απέχει μόλις 300 χλμ από τα νοτιότερα σύνορά της, χωρίς, ωστόσο να έχει επιδείξει την απαιτούμενη ενεργητικότητα περιοριζόμενη κυρίως σε ρόλο θεατή των εξελίξεων.
Η απουσία ΕΕ και ΗΠΑ επέτρεψε, όπως και σε άλλα σημεία του πλανήτη, στον Βλαντίμιρ Πούτιν να εξαπλώσει τη ρωσική σφαίρα επιρροής και στη Λιβύη με στρατιωτική εμπλοκή αρχικά και διαμεσολαβητική προσπάθεια στη συνέχεια. Ο στρατός των μισθοφόρων της ρωσικής Wagner, που φέρεται να έχει στενές σχέσεις με το Κρεμλίνο, στηρίζει τον στρατάρχη Χαφτάρ δίνοντας νέα ώθηση στην επίθεση των δυνάμεών του κατά εκείνων που υποστηρίζουν την κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας του αλ Σάρατζ.
Βασικός αντίπαλος αναδείχθηκε σ’ αυτό το μπρα ντε φερ ο Tαγίπ Ερντογάν, που ξεκίνησε την αποστολή στρατευμάτων στη Λιβύη αλλά και Σύρων μισθοφόρων για να κάνουν τη «βρώμικη δουλειά», δηλαδή να μετέχουν στις μάχες για την Τρίπολη. Οι δύο ηγέτες επιδιώκουν στη Λιβύη όχι μόνον την εξυπηρέτηση γεωπολιτικών αλλά και οικονομικών συμφερόντων, με τη διεύρυνση των ζωνών επιρροής τους στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, αλλά και συμβόλαια δισεκατομμυρίων για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου και την ανοικοδόμηση της χώρας.
Αλλά όπως και στη Συρία, Ρωσία και Τουρκία ακολουθούν μια ρεαλιστική προσέγγιση στη Λιβύη για μια συμφωνία που θα εξυπηρετεί τα αμοιβαία συμφέροντά τους, εξ ου και η έκκληση για κατάπαυση του πυρός και η μεσολαβητική πρωτοβουλία στη Μόσχα, που μπορεί να απέτυχε, αλλά έβαλε στο παιχνίδι τις δύο χώρες, ώστε να διεκδικήσουν σημαντικό ρόλο σε περίπτωση πολιτικής διευθέτησης της κρίσης.
Στην Ουάσιγκτον εντείνεται η ανησυχία για τον εντεινόμενο ρόλο της Ρωσίας στη Λιβύη, περιλαμβανομένης και της παρουσίας των Ρώσων μισθοφόρων που βοηθούν με υπερσύγχρονο εξοπλισμό, εξελιγμένες τακτικές πολέμου και πληροφορίες τις δυνάμεις του Χαφτάρ.
Στην ΕΕ από την άλλη ανησυχούν για την Τουρκία, που υποστηρίζει με στρατεύματα, όπλα και drones την κυβέρνηση αλ Σάρατζ, με την οποία ο Ερντογάν υπέγραψε τα δύο μνημόνια τον περασμένο Νοέμβριο. «Όλα αυτά άνοιξαν ένα νέο τσουβάλι με φίδια όσον αφορά στις προερχόμενες από τη Λιβύη απειλές για την Ευρώπη, και λιγότερο ίσως για τις ΗΠΑ, μολονότι η παρουσία Ρώσων τόσο κοντά σε μια νατοϊκή βάση στη Σικελία πιθανώς πυροδοτεί ανησυχίες», εκτιμά ο Ταρέκ Μεγκερίζι, αναλυτής σε θέματα που αφορούν στη Λιβύη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων. «Είδαμε τις ΗΠΑ να εμπλέκονται πιο ενεργά στη Λιβύη, αφού είδαν Ρώσους στα μέτωπα των συρράξεων», πρόσθεσε.
Η σαφέστερη ίσως ένδειξη ότι οι Ευρωπαίοι βλέπουν την Τουρκία και τη Ρωσία ως νέες απειλές στα νότια σύνορά τους είναι τα πρόσφατα ενόψει της Διάσκεψης του Βερολίνου σχόλια του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Zοζέπ Μπορέλ, για τους κινδύνους μιας τουρκικής στρατιωτικής εμπλοκής στη Λιβύη αν οι Ευρωπαίοι δεν δράσουν αποφασιστικά. «Ουδείς θα είναι ευτυχισμένος αν δημιουργηθούν στρατιωτικές βάσεις στις ακτές της Λιβύης και εμφανιστούν το Ρωσικό και το Τουρκικό πολεμικό ναυτικό μπροστά στις ιταλικές ακτές», είπε μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στην ευρωβουλή.
Την ίδια ώρα τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα στη Λιβύη δείχνουν ελάχιστη διάθεση για μια συμφωνία όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη. Η τουρκική στρατιωτική βοήθεια -ειδικά τα συστήματα αεράμυνας – έχει ενισχύσει την αυτοπεποίθηση της κυβέρνησης αλ Σάρατζ και των πολιτοφυλακών που την υποστηρίζουν συμφωνούν αναλυτές. Την ίδια ώρα πληροφορίες αναφέρουν ότι καταφθάνουν φορτία όπλων στα προπύργια του στρατάρχη Χαφτάρ στην ανατολική Λιβύη. «Όλα αυτά καθιστούν ακόμη πιο αβέβαια την έκβαση της Διάσκεψης του Βερολίνου», εκτιμά η Κλαούντια Γκαττσίνι, αναλύτρια του International Crisis Group. «Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό οι συμμετέχοντες θα δεσμευτούν στην πράξη να εφαρμόσουν αυτό που θα υπογράψουν, ή κατά πόσον – όπως έχουν κάνει και στο παρελθόν – θα περιοριστούν σε υποσχέσεις, ενώ θα δίνουν ώθηση στους ανέμους του πολέμου στη Λιβύη».
Υπ’ αυτές τις συνθήκες το ερώτημα είναι τι μπορεί να περιμένει κανείς από τη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη. Θα υπάρξουν απτά αποτελέσματα ή απλώς κάποιες δεσμεύσεις και μια απρόθυμη χειραψία μεταξύ του στρατάρχη Χαφτάρ και του αλ Σάρατζ; Διεθνή ΜΜΕ συμφωνούν ότι οι εντατικές διπλωματικές πρωτοβουλίες της τελευταίας στιγμής μάλλον δεν θα είναι αρκετές για να λυθεί το πρόβλημα στη Λιβύη. Αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να πετύχουν μια μόνιμη κατάπαυση του πυρός και τον σεβασμό του εμπάργκο όπλων, σημειώνουν μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες, θα πρέπει να ασκήσουν πολύ μεγαλύτερη πίεση στους διεθνείς υποστηρικτές των αντίπαλων στρατοπέδων, να δημιουργήσουν ένα σύστημα εντατικού ελέγχου για την τήρηση του εμπάργκο και να στείλουν στρατεύματα στο πλαίσιο μιας αποστολής επιτήρησης των συμφωνηθέντων. Δηλαδή, να μιλήσουν επιτέλους τη «γλώσσα της δύναμης», όπως ζήτησε ο Χοσέπ Μπορέλ. Κατά πόσον τώρα αυτό είναι εφικτό, λένε αναλυτές, είναι άλλο θέμα…