Η θερμοκρασία στα νερά του Αιγαίου έφθασε το καλοκαίρι σε «σημείο βρασμού» με την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα ενός πολέμου, αναφέρει η Wall Street Journal σε ένα άρθρο γνώμης με τίτλο «Αναμέτρηση στη Μεσόγειο», που καλεί ΗΠΑ και ΕΕ να δώσουν μια ενιαία απάντηση στην πολεμοχαρή ρητορική και τις απειλές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η διαμάχη για τις διεκδικήσεις στη θάλασσα θα μπορούσε να λυθεί διά της διπλωματικής οδού, αλλά το ερώτημα είναι, σημειώνει η WSJ, κατά πόσον ο Ερντογάν θέλει να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή απλώς να κάνει επίδειξη της τουρκικής ισχύος.
«Κόντρες για εδάφη γύρω από τις τουρκικές ακτές και μερικά κοντινά νησιά υπήρχαν πολύ πριν αναλάβει ο κ. Ερντογάν την εξουσία, αλλά τον τελευταίο γύρο της έντασης προκάλεσε η εντεινόμενη επιθετικότητα του Τούρκου ηγέτη, που διεκδικεί μονομερώς για τη χώρα του μεγάλα κομμάτια εδάφους και κλιμάκωσε στέλνοντας ερευνητικά σκάφη σε διαφιλονικούμενες περιοχές με την υποστήριξη του Πολεμικού Ναυτικού. Και οι δύο πλευρές έχουν νόμιμα επιχειρήματα, αλλά η Άγκυρα δικαιολογεί την κακή συμπεριφορά της με εθνικιστική ρητορεία», υπογραμμίζει η αμερικανική εφημερίδα θυμίζοντας τις πρόσφατες απειλές του Ερντογάν και επισημαίνοντας ότι «ενώ τέτοια γλώσσα χρησιμοποιούν συνήθως οι ηγέτες για εχθρούς, ο κ. Ερντογάν απειλεί μια σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, που μάταια ήλπιζε ότι με την ένταξη των δύο χωρών στη συμμαχία το 1952 θα βελτιώνονταν οι σχέσεις τους, αφού από τη δεκαετία του 1970 έφθασαν τρεις φορές στο χείλος του πολέμου και οι εντάσεις κλιμακώθηκαν με την ανακάλυψη κοιτασμάτων αερίου τα τελευταία χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο».
Η WSJ σημειώνει ότι, αν και απίθανος, ο κίνδυνος μιας στρατιωτικής σύρραξης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας παραμένει υπαρκτός παρά τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες του ΝΑΤΟ. Η δημοτικότητα του Ερντογάν, που θεωρεί ότι η κόντρα αυτή αφορά σε κάτι παραπάνω από αβέβαια ενεργειακά αποθέματα, έχει πέσει εν μέσω των οικονομικών προβλημάτων στην Τουρκία, αλλά «η σκληρή του στάση στην Ανατολική Μεσόγειο προκαλεί την υποστήριξη απ’ όλο το πολιτικό φάσμα της Τουρκίας. Η Άγκυρα έχει επενδύσει στις ναυτικές της φιλοδοξίες κι ένα ελαφρύ αεροπλανοφόρο ετοιμάζεται να καθελκυστεί του χρόνου, ενώ ναυπηγούνται κι άλλες φρεγάτες. Η Ελλάδα ανακοίνωσε νέα εξοπλιστικά προγράμματα, αλλά θα περάσουν χρόνια για να έχουν αποτέλεσμα».
Το άρθρο επισημαίνει ότι ΗΠΑ και Ευρώπη έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν για τη διαχείριση εντάσεων στην περιοχή. Η Ουάσιγκτον απηύθυνε αυτή τη φορά έκκληση για διάλογο, αλλά παρέπεμψε το θέμα στην ΕΕ, που παραμένει διχασμένη με τη Γαλλία να κλιμακώνει σε συμβολικό επίπεδο κατά της Τουρκίας και τη Γερμανία να προσπαθεί να παίξει τον δίκαιο μεσολαβητή, αλλά οι προσπάθειές της δεν θα σημάνουν και πολλά χωρίς το οικονομικό και στρατιωτικό βάρος των ΗΠΑ. Και καταλήγει: «Η Τουρκία υπό τον Ερντογάν έχει επωφεληθεί από τις σχέσεις της με τη Δύση, προσεγγίζοντας παράλληλα τη Ρωσία. Η Τουρκία είναι ένα στρατηγικά σημαντικά μέλος του ΝΑΤΟ, ειδικά στη Μαύρη Θάλασσα και αξίζει τον κόπο η προσπάθεια διάσωσης της σχέσης. Αλλά ένας τέτοιος εκφοβισμός άλλου συμμάχου απαιτεί απάντηση. Αν ο κ. Ερντογάν χρησιμοποιήσει δύναμη ή απειλεί να ανοίξει τις πύλες στους πρόσφυγες για την Ευρώπη, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες θα χρειαστούν μια ενιαία απάντηση. Και μπορεί οι αναρτήσεις του Ντόναλντ Τραμπ στο Twitter και ο τρόπος που προσεγγίζει τις διεθνείς σχέσεις υπό το πρίσμα των συναλλαγών να προσελκύει όλη την προσοχή των ΜΜΕ, αλλά το NATO, όπως το γνωρίζει η υφήλιος, μπορεί να καταρρεύσει στην Ανατολική Μεσόγειο».