Ευθύς, παθιασμένος με το ποδόσφαιρο και τη ζωή και αποφασισμένος να πετύχει με την Εθνική Ελλάδας αλλά πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος πολυταξιδεμένος και με καριέρα που ούτε ο ίδιος περίμενε πως θα έκανε.
Αυτός είναι ο Γκουστάβο Πογιέτ που άνοιξε την καρδιά του στο Gazzetta και μίλησε για την πορεία του στο ποδόσφαιρο, τη ζωή του, την οικογένειά του και φυσικά για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα!
Ο 54χρονος πλέον Γκουστάβο Πογιέτ δεν είναι δημοσιογράφος, όμως με τα χρόνια έχει γίνει blogger στον ελεύθερό του χρόνο. Εάν ψάξει κανείς την ιστοσελίδα του θα δει αρκετές ιστορίες.
Άλλωστε έχοντας εργαστεί και ως σχολιαστής στο beIN SPORTS, έχει πάρει μία… γεύση από το τι εστί δημοσιογραφία. Ευθύς, ειλικρινής, παθιασμένος και με μία ιστορία που δεν περνάει απαρατήρητη από κανέναν.
Απεχθάνεται τους ανθρώπους που λένε σε όλα «ναι» και θέλουν να φανούν αρεστοί, μισεί την υποκρισία και δεν έχει θέμα ακόμα και να τσακωθεί με τον γιο του σε επίπεδο δουλειάς, εάν κάτι δεν του αρέσει ή δεν πηγαίνει καλά σε μία προπόνηση και όχι μόνο.
Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε ως προπονητή της ΑΕΚ για διάστημα λίγων μηνών και τώρα τον έχουμε ξανά ως προπονητή της Εθνικής μας ομάδας. Ο Πογιέτ όμως κάτι περισσότερο από όλα αυτά. Ένα παιδί που ξεκίνησε να ασχολείται με το ποδόσφαιρο από τα πέντε χρόνια του, που είχε το αθλητικό μέγεθος του μπαμπά Πογιέτ (ο πατέρας του δεν ζει πια), αρχηγού της Εθνικής Ουρουγουάης στο μπάσκετ σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες και που το μεγάλο του ποδοσφαιρικό… σχολείο υπήρξε η Αγγλία και η Premier League.
Μία συζήτηση περίπου 1.5 ώρας (με μία μίνι διακοπή από μία Ιταλίδα φαν του και ενώ στη διάρκεια της φωτογράφισης υπήρχαν φίλαθλοι που τον συνεχάρησαν και ήθελαν να βγουν φωτογραφίες μαζί του) με καταγραφές και ανέκδοτες ιστορίες από έναν κόουτς που κουβαλά την ωραία «τρέλα» του…
Αρχικά, θα ήθελα ξεκινήσω με ερώτηση για την καριέρα σας. Εάν γράφατε βιβλίο πως θα ήταν; Είστε γεμάτος απ’ όσα πετύχατε ως παίκτης; Είστε χαρούμενος;
«Δεν προσπαθώ να είμαι ταπεινός. Θα προσπαθήσω να είμαι ειλικρινής. Ως παίκτης αγωνίστηκα στην Ευρώπη για περισσότερα από 14 χρόνια. Ήθελα να παίξω στην Ευρώπη και πέτυχα περισσότερα απ’ όσα περίμενα. Ήμουν σε ομάδες που χωρίς να είναι η Μπαρτσελόνα ή η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, είχαν την δυνατότητα να νικούν. Με τη Σαραγόσα πετύχαμε σπουδαία πράγματα όπως είναι η κατάκτηση του Κυπέλλου και του UEFA, κάτι που είναι απίστευτο.
Ήμουν πολύ τυχερός που το έζησα αυτό. Το μόνο πράγμα που μου λείπει είναι ότι δεν έζησα την εμπειρία ενός Μουντιάλ. Κατέκτησα όμως το Copa America. Έτσι είναι η ζωή! Η περίοδος που έπαιξα στην Εθνική δεν ήταν μεγάλη, αλλά στη θέση μου υπήρχαν καλύτεροι παίκτες. Είμαι ρεαλιστής. Δεν έλεγα ‘γιατί δεν παίζω στην Εθνική’. Μπορεί να έπαιζα στην Τσέλσι, αλλά ο παίκτης που ήταν βασικός ήταν καλύτερος από εμένα. Ήταν πραγματικά καλός και αυτός ήταν ο λόγος. Αν δεν ήταν καλός ο παίκτης που ήταν μπροστά από εμένα, τότε θα παραπονιόμουν. Ίσως να μην ήταν τέλειο το δικό μου timing με την Εθνική ομάδα από πλευράς θέσης, αλλά αυτό αρκούσε για να κερδίσω το Copa America. Είμαι χαρούμενος γι’ αυτό».
Είχατε όμως θητεία σε ομάδες όπως οι Τσέλσι και Τότεναμ. Δυνατά brand names του ποδοσφαίρου.
«Η Τσέλσι ήταν ένα plus για την καριέρα μου. Ήταν μία αλλαγή και μια πρόκληση. Ήμουν 29 ετών: είχα τα πάντα στη Σαραγόσα, είχα την πιθανότητα και τη δυνατότητα να ανανεώσω το συμβόλαιό μου και να μείνω εκεί για πάντα αλλά κάτι μέσα μου μού έλεγε να πάω στην Αγγλία κι ότι το ποδόσφαιρο εκεί θα είναι τέλειο για εμένα. Πήραμε αυτήν την απόφαση μαζί με τη γυναίκα μου και τελικά μας βγήκε σε καλό.
Τώρα η Αγγλία είναι το σπίτι μου. Ο κόσμος πιστεύει ότι το σπίτι μου είναι στην Ισπανία ή στην Ουρουγουάη, αλλά είναι στο Λονδίνο. Νομίζω ότι η ποδοσφαιρική ζωή, η ποδοσφαιρική κοινωνία και όλα όσα έχουν να κάνουν με το ποδόσφαιρο, ειδικά στο Λονδίνο, είναι τέλεια για εμένα ως προσωπικότητα. Εχω βρει εκεί όλα όσα θέλω. Κάθε μέρα υπάρχει κάτι καινούριο εκεί και δεν αναφέρομαι μόνο στην προπονητική. Έχει να κάνει και με μένα ως προσωπικότητα το πως συνδέθηκα. Είναι η ενέργεια που σου δίνει να κινείσαι, να γνωρίζεις ανθρώπους, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, η προπονητική κι όλες αυτές οι προοπτικές που υπάρχουν. Χάρις σε αυτήν την απόφαση που πήρα το 1997 άλλαξε όλη μου η ζωή».
Τι είναι αυτό που σας συνδέει περισσότερο με την Αγγλία; Το πάθος ή κάτι άλλο;
«Στην Ισπανία, παρόλο που ήμουν τυχερός και έπαιξα στη Σαραγόσα, το γήπεδο γέμιζε όταν παίζαμε με τη Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ Μαδρίτης και όταν παίξαμε στον ημιτελικό. Πήγα στην Αγγλία το 1997 και θυμάμαι τον πρώτο αγώνα Κυπέλλου στο Carling Cup, που το λέγαμε τότε Coca Cola Cup. Παίζαμε με την Γουόλσολ ή την Όλνταμ και το γήπεδο ήταν γεμάτο σε ένα ματς Κυπέλλου. Είπα από μέσα μου ‘ουάου’. Σκέφτηκα ότι ίσως το κάνουν επειδή παίζαμε εκτός έδρας και ήθελαν να μας στηρίξουν. Μετά παίζαμε εντός έδρας και το γήπεδο ήταν και πάλι γεμάτο.
Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο συναίσθημα για έναν παίκτη, το να βλέπει κάτι τέτοιο. Είναι εντυπωσιακή όλη αυτή η ατμόσφαιρα. Όταν πανηγυρίζεις μία νίκη μαζί με τους οπαδούς της ομάδας, η σύνδεση που υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών είναι τρομερή. Η σύνδεση των οπαδών με την ομάδα τους στην Αγγλία είναι σε τρομερό επίπεδο».
Από πλευράς καριέρας η κατάκτηση του Copa America ήταν η κορυφαία σας στιγμή;
«Από πλευράς συναισθημάτων, ναι, η κατάκτηση του Copa America με την Εθνική ομάδα ήταν η κορυφαία μου στιγμή. Δεν μπορώ να το εξηγήσω επακριβώς αλλά το να νικάς με την Εθνική ομάδα της χώρας σου είναι πάνω από κάθε άλλο συναίσθημα που μπορείς να έχεις σε οποιοδήποτε άθλημα. Όταν παίζεις σε έναν σύλλογο, κάνεις περήφανη την οικογένειά σου και τους δικούς σου αλλά και τους οπαδούς της ομάδας. Η Εθνική ομάδα είναι σαν την παράδοση και την κληρονομιά της χώρας. Έχω πολύ καλούς φίλους από το σχολείο, είμαστε ακόμη φίλοι και έχουμε ακόμα και το δικό μας γκρουπ στο Whatsapp. Tη Δευτέρα πήγαν στη δουλειά τους μετά την κατάκτηση του Copa America και ήταν περήφανοι!
Πήραμε το Copa America, ένιωθαν τέτοια αυτοπεποίθηση που πίστευαν ότι τίποτα δεν ήταν ικανό να τους λυγίσει. Εκπροσωπείς τόσο πολύ κόσμο σε μια τόσο μικρή χώρα όπως είναι η Ουρουγουάη. Εχεις αυτήν τη νύχτα. Σας το λέω: Οι πανηγυρισμοί εκείνη τη νύχτα ήταν το κάτι άλλο. Το έχω πει ξανά, εκείνη τη νύχτα οι λογαριασμοί πήγαν περίπατο. Κανείς δεν σκεφτόταν τις υποχρεώσεις που έπρεπε να πληρώσει. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα για τη ζωή και τη δουλειά. Όλοι ξεχνούν τα πάντα! Το μόνο που κάνεις είναι να πανηγυρίζεις γιατί έχει να κάνει με τη χώρα σου. Αυτό το πράγμα που νιώθεις μέσα σου σε συνεπαίρνει. Φαντάζομαι όλοι θυμάστε πού ήσασταν όταν η Εθνική Ελλάδας πήρε το Euro το 2004 – ε, έτσι ήταν και για εμάς.
Δεν λέω κάτι μη ρεαλιστικό, θέλουμε να επαναφέρουμε αυτό το πάθος στην Εθνική. Νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, διότι θεωρώ ότι κατά κάποιο τρόπο η Ελλάδα με την Ουρουγουάη μοιάζουν. Έχουν ομοιότητες. Όμως πέρα απ’ αυτό, για εμένα ήταν η κορυφαία στιγμή το να πάρω το Copa America με την Ουρουγουάη».
Πριν όμως από όλη αυτήν την καριέρα και την πορεία σας στο ποδόσφαιρο πώς ξεκινήσατε;
«Ξεκίνησα το ποδόσφαιρο σε ηλικία πέντε ετών σε μια μικρή ομάδα, στην Ουρουγουάη λέγεται ‘Baby Football’. Εχει ηλικιακές βαθμίδες και είναι πιθανότητα ο μεγαλύτερος ποδοσφαιρικός οργανισμός σε αυτό το κομμάτι. Μετά είχα τον πατέρα μου – ήταν ένας πολύ διάσημος αθλητής. Μέχρι τη στιγμή που κατέκτησα το Copa America ήμουν ο γιος του. Ήμουν ο γιος του Ουάσινγκτον Πογιέτ. Αφότου πήρα το Copa America έγινα ο Γκουστάβο Πογιέτ. Ελεγαν: “Εντάξει, τώρα μπορούμε να σε ξεχωρίσουμε από τον πατέρα σου”.
Ο πατέρας μου ήταν ο αρχηγός της Εθνικής ομάδας μπάσκετ της χώρας σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες και τον είχαν αναγνωρίσει ως τον πιο παθιασμένο και τρελό παίκτη της ομάδας. Ήταν της λογικής ‘θα κάνω τα πάντα για να νικήσω’. Επρεπε να μαρκάρει έναν Ρώσο ύψους 2.12 κι ο πατέρας μου είχε ύψος 1.96.
Ήταν όμως ο πιο ψηλός στην ομάδα και έπρεπε να τον μαρκάρει. Πώς θα γινόταν αυτό; Κι όμως βρήκε τον τρόπο! Προφανώς και… ενάντια στους κανονισμούς. Ήμουν 9 ετών και γύρισε και μου είπε όταν παίζαμε με μια ομάδα από την Αργεντινή, λίγο πριν φύγω από το σπίτι: ‘Εδώ στην Ουρουγουάη δεν χάνουμε ποτέ από τους Αργεντίνους, δεν είναι αποδεκτό’. Και ήμουν μόλις 9 ετών.
Το ξέρω ήταν μεγάλη πίεση για ένα παιδί. Καταλαβαίνω ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να υπάρχει σε ένα παιδί. Μεγάλωσα με αυτόν τον τρόπο και δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Ξέρω ότι υπάρχουν ματς που πρέπει να τα νικήσεις, όπως είναι τα ντέρμπι ή οι τελικοί.
Ο αδερφός μου ήταν επίσης παίκτης μπάσκετ και έπαιζε στην πρώτη κατηγορία της Ουρουγουάης. Για να είμαι ειλικρινής το μπάσκετ είναι το δεύτερό μου άθλημα. Λατρεύω το μπάσκετ, το αγαπώ.
Στη δική μου εποχή το μπάσκετ παιζόταν σε υπαίθρια γήπεδα. Τώρα αυτό έχει αλλάξει, παίζουν σε κλειστά γήπεδα και έχει γίνει πιο επαγγελματικό. Όμως έπαιζα στο σχολείο μπάσκετ και πραγματικά μ’ αρέσει αυτό το άθλημα. Είναι με διαφορά το δεύτερο πιο αγαπημένο μου άθλημα».
Άρα ήσασταν μία αθλητική οικογένεια. Η οικογένειά σας πόσο σας στήριξε ώστε να ακολουθήσετε το ποδόσφαιρο;
«Ο πατέρας μου ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής αλλά δεν μπόρεσε. Και μία μέρα, περνούσε από μία ομάδα και έτσι ασχολήθηκε με το μπάσκετ. Το ποδόσφαιρο του άρεσε πάντα. Ήταν μεγάλος φαν του και πήγαινε στο γήπεδο για να δει την αγαπημένη του ομάδα, την Πενιαρόλ. Με έπαιρνε μαζί του και πάντα μου έδινε την ώθηση για να γίνω ποδοσφαιριστής.
Μου μιλούσε και συζητούσαμε για τους στόχους μου. Κατέγραφε τις επιδόσεις μου και ήταν μεγάλος λάτρης του ποδοσφαίρου».
Άρα είχατε καλά παιδικά χρόνια;
«Ναι, είχα δύο περιόδους στην Ουρουγουάη. Στην πρώτη ήμασταν υπό καθεστώς δικτατορίας και ήταν πολύ αυστηρά τα πράγματα αλλά είχα πολύ καλή ζωή.
Παίζαμε ποδόσφαιρο στους δρόμους. Ήμουν αρκετά τυχερός για να πάω σε ένα πολύ καλό σχολείο, το Σάντα Μαρία. Από την ηλικία των 6 ετών μέχρι τα 17 μου ήμουν εκεί. Ακόμη νιώθω πράγματα και έχω ωραία συναισθήματα για το σχολείο μου, όταν γυρίζω στην Ουρουγουάη πηγαίνω να το δω. Είναι το σχολείο μου.
Δεν έχω κανένα παράπονο. Ήμασταν μία μεσαίας τάξης οικογένεια. Στην Ουρουγουάη σήμαινε αυτό τη δεκαετία του ’70 και του ’80 ότι δεν είχες αυτοκίνητο και ότι έπρεπε να χρησιμοποιείς τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Ότι θα πήγαινες με το λεωφορείο. Έπαιζα στην πρώτη κατηγορία της Ουρουγουάης και χρησιμοποιούσα το λεωφορείο – ήταν κάτι φυσιολογικό για εμένα. Το πρώτο μου αυτοκίνητο το πήρα στη Γαλλία: μου το έδωσαν το 1988.
Ήταν σε μια περίοπτη θέση μίας έκθεσης. Σε ένα σημείο όπου έπρεπε να το κατεβάσουν. Μου έδωσαν τα κλειδιά για να το κατεβάσω εγώ και τους είπα ‘αποκλείεται, εσείς θα μου το φέρετε ως το δρόμο’ (γέλια). Φοβόμουν μήπως αναποδογυρίσει. Εζησα, λοιπόν, όλη τη διαδικασία της εξέλιξης. Από το λεωφορείο στην Ουρουγουάη μέχρι το να οδηγώ αμάξι και να παίζω μπάλα στη Γαλλία.
Το ξεκίνημα της καριέρας μου στην Ουρουγουάη ήταν πολύ καλό, αλλά στη Γαλλία με… έριξαν κάτω, γιατί πολύ απλά δεν ήμουν τόσο καλός. Έπρεπε να ξεκινήσω πάλι από την αρχή κι αυτό νομίζω ότι σε κάνει καλύτερο».
Μιλήσαμε για τον πατέρα σας. Για τη μητέρα σας τι έχετε να μας πείτε;
«Η μητέρα μου ζει ακόμη. Είναι 84 ετών και είναι δυνατή. Είναι δίπλα σε όλους μας. Έχει δουλέψει πολύ και όταν ήταν νέα εργαζόταν σκληρά μαζί με τον πατέρα μου. Έκαναν διαφορετικές δουλειές. Η μητέρα μου δούλευε σε μια ιδιωτική εταιρία, στον τομέα της υγείας, για όλη της τη ζωή.
Από την άλλη, ο πατέρας μου, όταν τελείωσε το μπάσκετ έγινε προπονητής για ένα διάστημα. Ο πατέρας μου ήταν πιο τρελός από εμένα. Με διαφορά πιο τρελός από εμένα (γέλια). Τον έβλεπα να θέλει να σταματήσει τόσες πολλές φορές το παιχνίδι στο μπάσκετ, τα παιχνίδια του, για να διαμαρτυρηθεί. Του έλεγα ‘σταμάτα, θα χάσεις το ματς’. Ήταν, όμως, το πάθος του. Είχε μεγάλο πάθος για αυτό».
Μιλώντας για πάθος. Το πάθος που έχετε, σας έχει οδηγήσει σε σωστές αποφάσεις ή σας παρασέρνει και σε λάθη; Ή γενικά σας επηρεάζει;
«Μπορεί να υπάρξουν στιγμές που σε βάζει σε λάθος δρόμους χωρίς αμφιβολία. Όμως, εγώ ακολουθώ τα συναισθήματά μου και το ένστικτό μου. Έχω σταθεί πολύ τυχερός ακολουθώντας το ένστικτό μου.
Όταν πήγα στην ΑΕΚ είχα μια πολύ μεγάλη οικονομική πρόταση από τη Σαουδική Αραβία, αλλά το ένστικτό μου μού είπε: ‘Πήγαινε στην ΑΕΚ, εκεί θα νικήσεις’. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε να κάνει με τα χρήματα η απόφασή μου αλλά με το τι ένιωθα εγώ. Ήρθα εδώ και ήταν καταπληκτικά. Υπάρχει το πάθος και η ειλικρίνεια. Εγώ είμαι πάντα ειλικρινής, όμως η ειλικρίνεια κι η αλήθεια δεν αρέσουν πάντα στον κόσμο. Σου λένε πως την θέλουν, αλλά στην πραγματικότητα δεν την θέλουν».
Μιλώντας για ιστορίες ποια είναι η πιο ξεχωριστή ή… τρελή ιστορία που μπορείτε να μας περιγράψετε από Ουρουγουάη, Ισπανία ή Αγγλία; Άλλωστε αν και δεν γράφετε βιβλίο, γράφετε blog…
«Δεν γράφω βιβλίο, αλλά κάποιες φορές γράφω στο blog μου… Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που δεν μπορώ να τις πω. Υπάρχουν καλές και κακές ιστορίες. θα σας πω μία που συνέβη το 1997.
Έχουμε πάρει το Κύπελλο UEFA με την Σαραγόσα, σήμερα είναι τα γενέθλια ενός παίκτη από εκείνη την ομάδα.
Έχουμε το δικό μας γκρουπ και είμαστε ακόμη σε επαφή όλοι μας και αυτό δείχνει πως μια ομάδα που δεν ήταν τόσο μεγάλη, βρέθηκε σε θέση να κατακτήσει ένα μεγάλο τουρνουά, διότι ήμασταν ένα σύνολο παικτών όπως ακριβώς έπρεπε. Είχαμε εντελώς φυσικά ένα τρομερά δυνατό δεσμό μεταξύ μας.
Ήταν απίστευτο! Δεν χωρίσαμε ποτέ. Στις 10 Μαΐου είναι σαν να έχουμε γενέθλια, γιορτάζουμε όλοι μαζί. Σήμερα ο Μπέλμαν, ο τρίτος τερματοφύλακας εκείνης της ομάδας έχει τα γενέθλιά του και όλοι του ευχηθήκαμε. Όλοι ευχηθήκαμε στον Πέπε.
Αυτό δείχνει στον κόσμο του αθλητισμού τη σημασία του συνόλου και τη σημασία ενός δυνατού γκρουπ παικτών. Δεν υπάρχει κάτι άλλο πιο δυνατό απ’ αυτό. Ξέρω ότι μιλάμε για τακτικές, για τα τρεξίματα μέσα στο παιχνίδι, για τα τάκλιν, τις κίτρινες κι όλα αυτά, αλλά όταν το σύνολο είναι τόσο δυνατό, είσαι πάντα ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα πιο ψηλά.
Είσαι πάντα σε καλύτερη θέση για να παίρνεις νίκες. Όλο αυτό είναι κάτι που θέλω να το περνάω στις ομάδες μου. Η πιο τρελή ιστορία που έχω να πω είναι από ένα ματς της Τσέλσι με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Μόλις είχα φτάσει στην Αγγλία, όλα ήταν καλά και στο ημίχρονο υπήρξε μεγάλο πρόβλημα στη φυσούνα. Μιλάμε για πολύ μεγάλο πρόβλημα. Ύστερα από ένα κόρνερ στο Ολντ Τράφορντ υπήρξε καβγάς. Πηγαίνω και ‘αρπάζω’ έναν μέσα στην ένταση. Προφανώς κανείς δεν θέλει να τον κρατάει ο άλλος τόσο σφιχτά και μετά το έκανα ξανά.
Τη δεύτερη φορά κατάλαβα ότι ήταν αστυνομικός. Απλά προσπαθούσε να χωρίσει αυτούς που ήταν στον καβγά. Ήθελαν να με συλλάβουν στο ημίχρονο. Επειδή ακόμη δεν μιλούσα αγγλικά, κάποιος μου εξήγησε στα γαλλικά ότι πρέπει να ηρεμήσω γιατί είναι η αστυνομία. ‘Δεν μπορείς να ακουμπάς τον αστυνομικό’, μου είπαν. Εγώ είπα ότι δεν τον ακούμπησα και ότι εκείνος με άρπαξε. ‘Τώρα θα σε συλλάβουν’, μου είπαν. Η αντίδρασή μου – κοίτα – ήταν: ‘Είναι το ημίχρονο, δεν μπορούν να με συλλάβουν τώρα. Ίσως μετά τον αγώνα. Πώς είναι δυνατόν να με συλλάβουν τώρα;’.
Στο τέλος δεν έγινε κάτι. Με πήγαν στα αποδυτήρια και έπαιξα στο δεύτερο ημίχρονο. Όμως, το αστείο ήταν με εμένα που αναρωτιόμουν για το αν γίνεται να με συλλάβουν στο ημίχρονο. Ήταν τρελό! Εγώ απλά ήθελα να με αφήσουν να παίξω στο δεύτερο ημίχρονο».
Από την καριέρα σας έχετε αγαπημένους συμπαίκτες ή πιο δύσκολους αντιπάλους;
«Προέρχομαι από μία εποχή που οι παίκτες έμεναν δύο – δύο στα δωμάτια. Στην Τσέλσι ήταν ο Πετρέσκου από τη Ρουμανία. Είμαστε σαν αδέρφια. Αδέρφια για μια ολόκληρη ζωή.
Εχω πάει στο γάμο του στη Ρουμανία, πήγα στα 50ά γενέθλιά του στο Ντουμπάι και είμαστε αδέρφια. Μετά στην καριέρα μου, είχα τον Μαουρίτσιο Ταρίκο. Έγινε μετά ο βοηθός μου, παίξαμε μαζί στην Τότεναμ και είναι σαν μέλος της οικογένειάς μου. Με τον Νταν Πετρέσκου είναι πιο προσωπικό, με τον Ταρίκο είναι σαν να είμαστε οικογένεια για μια ζωή.
Ο πιο δύσκολος αντίπαλος με διαφορά ήταν ο Ρόι Κιν. Κάθε ματς απέναντι στον Ρόι Κιν απαιτούσε μια ειδική προετοιμασία για εμένα. Πνευματική και σωματική προετοιμασία. Ήταν μια πρόκληση και το απολάμβανα αλλά ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ήταν ένας τοπ ποδοσφαιριστής, ένας απόλυτα κορυφαίος παίκτης, πολύ σκληρός. Είχα κάποια αμφίρροπες μονομαχίες μαζί του. Τον συνάντησα μετά σε ένα πάνελ στην τηλεόραση και ήταν ένας πολύ διαφορετικός άνθρωπος».
Οι καλύτεροι παίκτες όμως με τους οποίους έχετε συνυπάρξει;
«Πρέπει να αναφέρω δύο: Το έχω εξηγήσει πολλές φορές, γιατί μπορεί να είναι και άδικο σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι δύο κορυφαίοι παίκτες που έχω παίξει μαζί τους είναι ο Φραντσέσκολι και ο Τζόλα. Τώρα γιατί βάζω τον Τζόλα πιο ψηλά από τον Φραντσέσκολι: Με τον Φραντσέσκολι έπαιξα μόνο 8 ή 10 ματς και κάναμε μαζί 20 προπονήσεις.
Απόλαυσα τη συνεργασία μαζί του, αλλά κράτησε για λίγο. Όμως μιλάμε για τοπ ποδοσφαιριστή, άλλη κλάση κι άλλο επίπεδο. Άλλη κλάση ως παίκτης, ως αρχηγός, σε όλα του.
Τον Τζόλα τον είχα συμπαίκτη τέσσερα χρόνια.
Κάθε μέρα ήμασταν μαζί και έχω δει απίστευτα πράγματα απ’ αυτόν. Το πιστεύω ότι στην Τσέλσι έγινα καλύτερος παίκτης εξαιτίας του. Συνεπώς, θα πρέπει να τον βάλω σε μια ξεχωριστή θέση και σίγουρα πιο ψηλά απ’ όλους».
Κορυφαίος προπονητής ή πιο καλοί προπονητές υπήρξαν για εσάς στην καριέρα σας;
«Ποτέ δεν είχα τον τέλειο προπονητή. ‘Επαιρνα πάντα πράγματα απ’ όλους, πάντα κάτι λίγο και κάποιες συμβουλές ή κάποια άλλα πράγματα και βέβαια το πιο σημαντικό είναι το τι δεν πρέπει να κάνω. Αυτό συνέβη εξαιτίας πραγμάτων που είδα και δεν μου άρεσαν σε πολλούς προπονητές. Όταν βλέπεις πράγματα που δεν σου αρέσουν λες: ‘Εγώ αυτό δεν θα το κάνω’. Δεν έχω αγαπημένο προπονητή».
Ως προπονητής έχετε παίκτες σας που να ξεχωρίζετε;
«Ναι, είναι φυσικό. Στη Μπράιτον είχαμε ένα πολύ καλό σύνολο παικτών, που ήξεραν τι πρέπει να κάνουν αλλά οι καλύτεροι παίκτες στις ομάδες που έχω δουλέψει ήταν οι κεντρικοί χαφ. Ήταν πολύ σημαντικοί και ήταν το ‘κλειδί’.
Στη Μπράιτον ήταν ο Λίαμ Μπρίνκατ. Στη Σάντερλαντ, στην κορυφαία της… έκδοση με εμένα, ήταν ο Λι Κάτερμολ, με τον οποίο είχαμε φοβερές συζητήσεις για το ποδόσφαιρο. Όταν ήρθα εδώ στην Ελλάδα, στην ΑΕΚ, ήταν ο Σιμόες. Στη Μπορντό ήταν ο Πλάσιλ από την Τσεχία σε ηλικία 35 ετών.
Όλοι μου έλεγαν για την ηλικία του και εγώ έλεγα ότι είναι ο καλύτερος στη θέση του. Αυτοί οι παίκτες με βοήθησαν στο να έχω καλύτερη οργάνωση στις ομάδες μου. Στην Εθνική ομάδα είναι διαφορετικά, όμως θα δείτε στο μέλλον πως και σε επίπεδο Εθνικής θα υπάρχουν πάικτες – κλειδιά».
Πως νιώθετε για τον Τσουαμενί που αναδείχθηκε μαζί σας μέσω της Μπορντό και έγραψε ιστορία με τη μεταγραφή του στη Ρεάλ Μαδρίτης;
«Θα σας πω μια ιστορία για τον Ορελιέν γιατί έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Μίλησα στον ισπανικό Τύπο γιατί ήμουν ο προπονητής με τον οποίο έκανε ντεμπούτο. Του έδωσα τη δυνατότητα να κάνει ντεμπούτο διότι απλά ήταν απίστευτος. Ήταν 18 ετών αλλά δεν έμοιαζε και δεν έδειχνε 18.
Ήταν ένας παίκτης που δεν ήξερε κανείς και όλοι μου έλεγαν μπράβο για την επιλογή μου να τον βάλω να παίξει. Είχε κάνει προπονήσεις μαζί μου στην προετοιμασία και ήταν απίστευτος.
Τρομερός από πλευράς φυσικής κατάστασης και με πολύ καλές ικανότητες. Είχαμε και πολύ καλή σχέση, ήταν σε μια περίοδο που η ομάδα δεν μπορούσε να κάνει πωλήσεις, πήγε πολύ καλά στο Europa League, σκόραρε στην Ουκρανία και άρχισε να μεγαλώνει ποδοσφαιρικά. Κάναμε και κάποιες προσωπικές συζητήσεις και είχαμε καλή σύνδεση ως παίκτης με προπονητή. Μετά εγώ έφυγα και έναν χρόνο μετά πήγε στη Μονακό για 10 εκατ. ευρώ. Ήταν έκπληξη για εμένα αυτά τα 10 εκατ. ευρώ; Όχι, δεν ήταν. Τώρα πήγε στη Ρεάλ Μαδρίτης και είναι εντυπωσιακό. Είμαι χαρούμενος γι’ αυτόν και ήδη του έχω στείλει μήνυμα. Μιλήσαμε και νομίζω ότι είναι ένα πολύ καλό βήμα γι’ αυτόν. Είναι επικεντρωμένος σε αυτό που κάνει, πολύ αφοσιωμένος και πολύ έξυπνος.
Ποτέ δεν σταμάτησε να μαθαίνει από τότε που ήταν με εμένα στη Μπορντό και την αξίζει αυτήν την ευκαιρία. Πηγαίνει στη Ρεάλ σε μια πολύ σημαντική στιγμή της καριέρας του. Δεν χρειάζεται να μπει και να αποδώσει ή να παίξει με το ‘καλημέρα’. Υπάρχουν οι Κασεμίρο, Κρόος, Μόντριτς, Καμαβινγκά και Βαλβέρδε. Έχει τη δυνατότητα να πάρει το χρόνο του για να προσαρμοστεί. Φυσικά ο Αντσελότι θα αποφασίσει. Αυτός ξέρει καλύτερα από εμένα. Αυτό που εννοώ είναι ότι όταν υπογράφεις έναν παίκτη, δεν σημαίνει και ότι από την πρώτη στιγμή θα πρέπει να παίζει και να σκοράρει. Νομίζω ότι έχει να δώσει στη Ρεάλ αρκετά ή πολλά χρόνια καλό ποδόσφαιρο. Έχει όλο το ‘πακέτο’ ως παίκτης. Εγώ προτιμούσα να παίζει στη θέση Νο 8. Αυτός προτιμούσε να αγωνίζεται στη θέση Νο 6 και τα κατάφερε. Μπορεί να καλύψει και τις δύο θέσεις, οπότε είναι σίγουρα ενδιαφέρον. Είναι ένα μεγάλο επίτευγμα».
Μιλώντας για το ποδόσφαιρο του σήμερα ποιές είναι οι βασικές διαφορές με το ποδόσφαιρο που έχετε βιώσει εσείς ως παίκτης;
«Η ταχύτητα. Η ταχύτητα είναι τρομερή στις μέρες μας. Οι παίκτες δεν θέλουν να αμύνονται. Δεν υπάρχουν τόσοι πολλοί αμυντικοί ανά τον κόσμο. Στην εποχή μου όλοι ήθελαν να παίζουν άμυνα. Ναι, τώρα όλοι θέλουν να κάνουν επίθεση! Άκου… Η κορυφαία ομάδα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, με διαφορά η πιο καλή ομάδα, είναι η Μπαρτσελόνα του Πεπ Γκουαρντιόλα. Με διαφορά.
Για μένα έτσι; Λόγω αυτής της ομάδας εκατομμύρια προπονητές σε επίπεδο Ακαδημιών σε όλον τον κόσμο ξέχασαν την άμυνα. Όλοι κοιτάνε την κατοχή της μπάλας. Μπάλα, μπάλα, κρατήστε τη μπάλα. Στις προπονήσεις. Παντού στον κόσμο.
Μιλάς με έναν αμυντικό 15 ετών με κάθε σεβασμό στη Μαλαισία και τον ρωτάς ‘γιατί πηγαίνεις καλά’ και σου λέει ‘γιατί πασάρω καλά’. Δεν θα σου πει ποτέ αμύνομαι. Διότι δεν υπάρχει άμυνα. Οπότε θα πρέπει να το προσέξουμε αυτό. Να υπάρχει ισορροπία. Θέλω να παίξω επιθετικό ποδόσφαιρο; Ναι. Να κοιτάξουμε να βάλουμε πολλά γκολ;
Ναι. Όμως πρέπει και να αμυνόμαστε. Και έχω πει ότι παίρνεις το βιβλίο των κανόνων των FIFA και UEFA. Λέει 11 παίκτες και τα λοιπά. Μετά λέει θα πρέπει να προσπαθήσεις να σκοράρεις και να μην δεχθείς γκολ. Αυτός είναι ο κανόνας του ποδοσφαίρου. Γιατί το έχουμε ξεχάσει αυτό;
Θα σας πω μία από τις κορυφαίες στιγμές σε αυτά τα τέσσερα παιχνίδια της Εθνικής ομάδας. Θα το μοιραστώ μαζί σας και μπορείτε να το μοιραστείτε με τον κόσμο διότι δεν το έχω πει ξανά. Είναι η τελευταία μπαλιά του Κοσόβου στο εκτός έδρας ματς που βγήκε ο Βλαχοδήμος και μάζεψε τη μπάλα και που ο Σιώπης πήγε από πάνω του και του είπε ‘σε ευχαριστώ πολύ’. Αυτή ήταν μία καθοριστική στιγμή για εμάς. Διότι όσο σημαντικό κι αν είναι το να σκοράρεις ένα γκολ άλλο τόσο σημαντικό είναι να μαζέψεις αυτή τη μπαλιά. Διότι μία δεύτερη μπαλιά ή ένα ριμπάουντ μπορεί να σου φέρει το 1-1.
Οπότε, όπως είπα, ισορροπία! Μπορώ εγώ να κάθομαι να λέω πως είμαι επιθετικογενής προπονητής, κρατάμε τη μπάλα και έχουμε 60% κατοχή. Μπλα, μπλα, μπλα. Η πραγματικότητα έχει να κάνει με τη νίκη. Σε αυτά τα τέσσερα παιχνίδια νικήσαμε και είχαμε και κατοχή αλλά και επιθετικότητα.
Οκ, δίκαιο. Δεν θα είναι πάντα έτσι. Έχω δει μία πολύ καλή Ελλάδα απέναντι στην Ισπανία. Δύο χρόνια πριν, στο 1-1, χωρίς να κρατάει μπάλα. Είναι μέρος του παιχνιδιού. Το έχουμε χάσει λίγο αυτό το κομμάτι. Οι αμυντικοί μας μας βοηθούσαν στο προωθητικό παιχνίδι. Επίσης οι μέσοι και οι επιθετικοί έπρεπε να πρεσάρουν ψηλά. Έτσι σκοράραμε κιόλας. Οπότε, δουλειά»!
Σε σχέση με τη δική σας πορεία νιώθετε πως αφήσατε κάτι στη μέση από το προηγούμενο πέρασμά σας από την Ελλάδα;
«Ήταν τόσο ωραία. Ήταν τόσο καλά, που ήταν δύσκολο και σκληρό όταν έφυγα. Η λογική λέει πως φεύγεις από ένα μέρος όταν δεν πηγαίνεις καλά. Ας πούμε ότι πηγαίνεις σε μία ομάδα, πηγαίνεις καλά και μένεις δύο χρόνια.
Μετά θες να προχωρήσεις και αποχωρείς. Η λογική λέει πως θα βρεις ένα club στην ίδια χώρα. Διότι έχεις πάει καλά. Οπότε για μένα το να μην έχω την ευκαιρία αυτή ήταν σε φάση… ‘τι έγινε, τι έκανα λάθος’; ΟΚ, είχα κάποια τηλεφωνήματα στα επόμενα χρόνια από την ΑΕΚ όμως δεν ήταν ποτέ το σωστό timing. Ναι, μετά το 2016 ήταν. Ήταν το 2019. Το timing δεν ήταν το σωστό. Όμως γιατί; Και μετά όλα έγιναν από σύμπτωση! Ήρθα στην Ελλάδα για προσωπικούς λόγους. Είχε λήξει η πιστωτική κάρτα μου και ήρθα να πάρω νέα κάρτα. Οπότε είπα το Σαββατοκύριακο να δω την ΑΕΚ να παίζει με τον ΠΑΟΚ, όμως το ματς δεν έγινε. Πόσο τυχερός ήμουν… Ήρθα για πέντε μέρες και το ματς δεν έγινε.
Και μετά ήρθα σε επαφή με κάποιους ανθρώπους. Γνώρισα κάποιους ανθρώπους. Είχα ένα τηλεφώνημα με τον Κώστα Κωνσταντινίδη και μετά συναντηθήκαμε ξανά. Έγινε απλά με το να είμαι εκεί. Όπως είπα και πριν, είναι θέμα timing. Το timing είναι τα πάντα στη ζωή. Σκέφτονταν τότε στην Ελλάδα να βρουν έναν νέο προπονητή. Έψαχναν προπονητή διότι ο προηγούμενος είχε φύγει και υπήρχαν τα φιλικά. Έρχονταν κάποια φιλικά. Υπήρχαν και κάποιες άλλες επιλογές, από τη Γερμανία εάν δεν κάνω λάθος. Ήμουν εδώ από σύμπτωση την κατάλληλη στιγμή και… μπουμ, ήρθε αυτό».
Πόσο σημαντικό ήταν το προηγούμενο πέρασμά σας από την Ελλάδα για εσάς;
«Ναι,ήταν σημαντικό για μένα. Με κάθε σεβασμό, σε κάθε χώρα για να δεχθείς να αναλάβεις μία Εθνική πρέπει να έχεις μελετήσει πολύ. Να είσαι πολύ… διαβασμένος. Πολύ. Ναι εδώ ήταν πιο εύκολο για εμένα. Εκτός από τους πολύ νέους σε ηλικία παίκτες ήξερα όλους τους άλλους ποδοσφαιριστές».
Ποια η σύνδεσή σας με τη χώρα μας;
«Είναι το πάθος. Οι Ελληνες φίλαθλοι είναι παθιασμένοι. Και εγώ είμαι έτσι και δεν χρειάζεται να προσποιείσαι ή να παίζεις κάποιον ρόλο. Εγώ έτσι είμαι. Με έχουν δει με την ΑΕΚ. Με βλέπουν και τώρα. Όταν είμαι στο παιχνίδι είναι σαν να παίζω το παιχνίδι. Είμαι εκεί. Είμαι σωματικά εκεί. Δεν έχω τη μπάλα αλλά είναι σαν παίζω. Έτσι είμαι εγώ. Έτσι ήμουν ως παίκτης και έτσι είμαι ως προπονητής. Και νομίζω πως στην Ελλάδα υπάρχουν ομοιότητες με μένα κατά κάποιον τρόπο στους ανθρώπους».
Πηγή: gazzeta