«Θέλω απλώς ο κόσμος να μάθει ότι λυπάμαι, γι’ αυτό που έκανε ο γιος μου».
Ο πατέρας του μακελάρη του Τέξας, Σαλβαδόρ Ράμος, μίλησε για το μακελειό στο δημοτικό σχολείο επισημαίνοντας ότι αντί ο γιος του να «βάψει» το δημοτικό σχολείο Ρομπ με το αίμα 19 μαθητών και δύο δασκάλων, θα μπορούσε να είχε σκοτώσει τον ίδιο.
Σε συνέντευξή που παραχώρησε στην εφημερίδα «Daily Beast», ο πατέρας του νεαρού που αιματοκύλισε το δημοτικό σχολείο στην κοινότητα Ουβάλντε του Τέξας ένιωσε την ανάγκη να εκφράσει τη λύπη του για τις πράξεις του 18χρονου, και να ζητήσει συγγνώμη για το έγκλημα που διέπραξε από τις οικογένειες των θυμάτων.
Υποστήριξε επίσης ότι, αντί να σκοτώσει εν ψυχρώ τους μαθητές και τις δύο εκπαιδευτικούς, θα μπορούσε απλά να είχε σκοτώσει τον ίδιο.
Ο 42χρονος πατέρας του δράστη του μακελειού, που έχει το ίδιο όνομα με τον γιο του, Σαλβαδόρ, είπε χαρακτηριστικά στην «Daily Beast»: «Λυπάμαι για τις πράξεις του γιου μου».
«Ποτέ δεν περίμενα ότι ο γιος μου να κάνει κάτι τέτοιο», είπε ο πατέρας. «Έπρεπε να με είχε σκοτώσει, αντί να κάνει κάτι τέτοιο». Παραδέχθηκε επίσης ότι τους τελευταίους μήνες δεν είχε πολλές επαφές με τον γιο του καθώς η δουλειά του ήταν μακριά από την κοινότητα Ουβάλντε.
Οι γονείς του Ράμος είχαν χωρίσει. Ο πατέρας του υποστήριξε επίσης στη συνέντευξή του ότι, λόγω της πανδημίας της νόσου Covid, οι δύο τους είχαν απομακρυνθεί και οι σχέσεις τους δεν ήταν καλές.
Την τελευταία φορά που επικοινώνησε με τον γιο του, ήταν πριν από ένα μήνα. «Ο γιος μου ήταν καλός άνθρωπος», όπως λέει στην εφημερίδα. «Ήταν ένα ήσυχο άτομο, απομονωμένο στον εαυτό του. Δεν ενόχλησε κανέναν. Οι άνθρωποι πάντα τον ενοχλούσαν», πρόσθεσε επισημαίνοντας ότι ο Ράμος παράτησε το γυμνάσιο επειδή δεχόταν bullying για τα ρούχα του.
Ο 18χρονος δεν είχε καλές σχέσεις και με τη μητέρα του, η οποία φέρεται να κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών, και σύμφωνα με πληροφορίες, τον είχε διώξει από το σπίτι. Η ίδια πάντως αρνήθηκε ότι οι σχέσεις τους δεν ήταν καλές παρά το γεγονός ότι ο παππούς του Σαλβαδόρ Ράμος δήλωσε στο δίκτυο ABC News ότι ο έφηβος ζούσε μαζί του και με τη σύζυγό του επειδή «είχε προβλήματα» με τη μητέρα του.