Η σοκαριστική είδηση του θανάτου του Μίνο Ραϊόλα, η οποία ήρθε στη δημοσιότητα το μεσημέρι της Πέμπτης, πάγωσε τους πάντες.
Το ίδιο συνέβη περίπου μία ώρα αργότερα, όταν αποδείχθηκε τρανταχτή περίπτωση fake news. Ο ίδιος ο Ιταλο-ολλανδός φρόντισε με (σπάνιο καθ’ όλα) ποστάρισμά του στο twitter να ξεκαθαρίσει πως το μόνο πρόβλημα υγείας που έχει είναι η… τσαντίλα του, επειδή δεύτερη φορά μέσα σε τέσσερις μήνες κοινώς τον πέθαναν.
Και όπως συνηθίζει, φρόντισε με τον εγωκεντρικό του χαρακτήρα να τρολάρει τους πάντες λέγοντας πως είναι ικανός μέχρι και να αναστηθεί.
Και όμως, όλο αυτό το σκηνικό που δημιουργήθηκε το μεσημέρι της Πέμπτης είναι απόλυτα ταιριαστό. Με το πικάντικο, το τελείως αιρετικό και αντισυμβατικό που αποτυπώνεται ως συλλογικά αποδεκτό στάτους του κορυφαίου ατζέντη.
Από την πιτσαρία στην κορυφή του κόσμου
Γιος ενός ιταλού μετανάστη, που ταξίδεψε με την οικογένειά του από το Σαλέρνο στο Χάαρλεμ της Ολλανδίας το 1968, ένα χρόνο μετά τη γέννηση του Μίνο. Άνοιξε πιτσαρία. Στην αρχή ένα κατάστημα, στη συνέχεια έγιναν 25.
Ο Καρμίνε, όπως είναι το όνομά του, ήταν το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, προσπάθησε να παίξει ποδόσφαιρο στα νιάτα του, ασχολήθηκε λίγο με το πινγκ πονγκ, σπούδασε νομική (χωρίς να πάρει πτυχίο) και ανέλαβε να… τρέχει την αλυσίδα με το διόλου πρωτότυπο όνομα Napoli. Βασικά έκανε τα πάντα στο μαγαζί. Εκτός από το να ψήνει πίτσες. Έτσι κι αλλιώς ο πατέρας και η μητέρα του είχαν τη μυστική συνταγή που είχε ξετρελάνει τους Ολλανδούς. Δεν είχε λόγο να ανακατευτεί (και) σε αυτό.
«Επειδή ο πατέρας μου δούλευε 18 και 20 ώρες, πήγαινα στο μαγαζί για να είμαι μαζί του και να τον μάθω καλύτερα. Έμπαινα μαζί του στην κουζίνα και μου άρεσε πιο πολύ να πλένω τα πιάτα. Είναι κάτι που ακόμα μου αρέσει να κάνω. Μου προσφέρει γαλήνη να καθαρίζω για να απολαμβάνω καλύτερα το αποτέλεσμα της δουλειάς μου».
Σε ηλικία 19 χρονών προσελήφθη (χωρίς να πληρώνεται) ως αθλητικός διευθυντής της τοπικής ομάδας του Χάαρλεμ. Καθώς το είχε με το «μπλα μπλα», έπεισε τον πρόεδρο της ομάδας ότι μπορεί να τον βοηθήσει χάρη στα «κονέ» που είχε στη Νάπολη,
Άρχισε να δείχνει το τι αξίζει όταν προσελήφθη το 1996 σε μεγάλο γραφείο ατζέντηδων στην Ολλανδία.
Χάρη στο γεγονός πως μιλούσε τόσο την ολλανδική όσο και την ιταλική γλώσσα κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του γραφείο. Και μετά το Euro 1996 άρχισε να φτιάχνει το πελατολόγιό του.
Πήγε τον Πάβελ Νέντβεντ στη Λάτσιο, στην πρώτη μεγάλη προσωπική επιτυχία του, ενώ στη συνέχεια αποφάσισε να πλησιάσει τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς.
Ο Ιμπραΐμοβιτς δεν «ψήθηκε» και φήμες που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν αναφέρουν ότι η αντίδραση του Ραϊόλα ήταν να πει στον Ζλάταν να πάει να γαμ@@@@. Ο Ραϊόλα δεν το έβαλε κάτω και χρησιμοποίησε το μεγαλύτερο όπλο του: το «μπλα μπλα». Ο Ιμπραΐμοβιτς πείστηκε να συναντηθεί μαζί του. Ο ίδιος εμφανίστηκε στο ραντεβού σε πολυτελές εστιατόριο μοντελάκι και οδηγώντας Πόρσε. Ο Ραϊολα προτίμησε ένα μπλουζάκι και ένα τζιν παντελόνι.
«Όταν ήρθε η ώρα να παραγγείλουμε τι νομίζετε ότι μας έφεραν; Μερικές φέτες από σούσι με αβοκάντο και γαρίδες; Όχι, μας έφεραν φαγητό ικανό να χορτάσει πέντε ανθρώπους και εκείνος άρχισε να το καταβροχθίζει μόνος του» θα γράψει μία δεκαετία αργότερα στη βιογραφία του ο Ιμπραΐμοβιτς.
Στο τέλος του δείπνου ο Σουηδός είχε δώσει τα «κλειδιά» στον Ιταλό, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να σχεδιάζει τη μεταγραφή του στη Γιουβέντους, και αργότερα στην Ίντερ, στη Μίλαν, στην Παρί Σεν Ζερμέν κ.λπ.
Στη συνέχεια πήρε τον Μάριο Μπαλοτέλι, τον Ρομπίνιο, μετά τον Πολ Πογκμπά. Πιο πρόσφατα τον Ματάις Ντε Λιχτ, τον Τζιανλουίτζι Ντοναρούμα και τον Έρλινγκ Χάαλαντ.
«Δεν ψάχνω εγώ τους παίκτες, αλλά εκείνοι με βρίσκουν. Ποτέ δε ζήτησα από κάποιον ποδοσφαιριστή να έρθει και να δουλέψει μαζί μου και ποτέ δε θα συμβεί. Ο παίκτης είναι εκείνος που μου ζητά να γίνω ο εκπρόσωπός του. Έπειτα πρέπει να υπάρχει η σωστή χημεία για να προχωρήσουμε» τονίζει ο ίδιος.
Αληθινός, ντόμπρος, δε διστάζει ποτέ να πει αυτό που πιστεύει, ακόμη και αν αυτό φέρει συγκρούσεις, όπως με τον Πεπ Γκουαρντιόλα, για τον οποίον είπε ότι πρέπει να μπει σε ψυχιατρική κλινική («Αν πει κάτι ο Γκουαρντιόλα ή ο Πάπας, όλοι το θεωρούν σωστό. Είναι επικίνδυνο αυτό») , ενώ τον Μισέλ Πλατινί τον χαρακτήρισε κατά το παρελθόν ανίκανο.
Κατοικεί σε μια μια πολυτελέστατη βίλα στο Μόντε Κάρλο μαζί με τη σύζυγο και τα δύο παιδιά τους. Ο ίδιος ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο 365 ημέρες το χρόνο, προκειμένου να βλέπει τους πελάτες του.
Εξακολουθεί να κάνει τα ραντεβού του με εκπροσώπους των μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων φορώντας τζιν και μπλουζάκια. Γενικά κυκλοφορεί με φόρμες. Και εννοείται ότι δεν τον νοιάζει. «Είμαι σε αυτόν τον κόσμο όχι για να με αγαπούν, αλλά για να κάνω το σωστό για τους παίκτες μου. Είμαι στην υπηρεσία τους» λέει.
Ο Ιταλός δίνει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή, θέλοντας να απολαύσει ξανά μια βουτιά στην πισίνα η ένα γεύμα με τους μοναδικούς του φίλους, στο οποίο θα παραγγείλουν πολλά για να φάει τα περισσότερα μόνος του…