Μόλις ο ρωσικός στρατός εισέβαλε στην Ουκρανία, Ρώσοι αξιωματούχοι άρχισαν να κάνουν αναφορές για πιθανή χρήση πυρηνικών όπλων, εγείροντας ανησυχία για Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι αρχικές προειδοποιήσεις του Ρώσου προέδρου
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν προειδοποίησε τις τρίτες χώρες να μη σταθούν εμπόδιο στην «ειδική στρατιωτική επιχείρησή» του, απειλώντας τις με πρωτοφανείς συνέπειες. Αρκετές ημέρες αργότερα, διέταξε να τεθεί το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας σε κατάσταση ύψιστου συναγερμού.
Στα τέλη Μαρτίου, ο εκπρόσωπος του Πούτιν, Ντμίτρι Πεσκόφ, υιοθέτησε μια κάπως πιο ήπια στάση, αρνούμενος ότι ο Πούτιν είχε απειλήσει να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα σε περίπτωση εμπλοκής τρίτου μέρους.
Τι ανέφερε ο Μεντβέντεφ
Ωστόσο, πιο πρόσφατα, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, δήλωσε ότι «υπό ορισμένες συνθήκες» οι διεθνείς κυρώσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «πράξη επίθεσης». Σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τον Μεντβέντεφ, η Ρωσία θα μπορούσε να κάνει χρήση του δικαιώματος της «ατομικής και συλλογικής αυτοάμυνας».
Ποιες είναι, όμως, αυτές οι «περιστάσεις» και τι κρύβεται πίσω από όλες αυτές τις αντιφατικές δηλώσεις;
Η πυρηνική μπλόφα της Μόσχας: Μια τακτική εξωτερικής πολιτικής
Πολλοί δυτικοί αξιωματούχοι είναι «ευαίσθητοι» στην πολεμική ρητορική του Κρεμλίνου, φοβούμενοι, όπως και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ότι η αντιπαράθεση μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας θα μπορούσε να ωθήσει τον κόσμο στα πρόθυρα του πυρηνικού αφανισμού.
Αλλά η Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση. Η Σοβιετική Ένωση φαινόταν πιο επιρρεπής σε επικίνδυνες «περιπέτειες», πρόθυμη να αποδείξει πόσο μακριά ήταν έτοιμη να φτάσει σε μια αντιπαράθεση με τη Δύση.
Κατά τη διάρκεια τόσο της κρίσης του Σουέζ όσο και της κρίσης της Κούβας, ο Νικίτα Χρουστσόφ και ο υπουργός Άμυνας του Νικολάι Μπουλγκάνιν απείλησαν με πυρηνική επίθεση. Αν και οι απειλές τους ήταν πιο ευθείες από εκείνες του Πούτιν, δεν τις έκαναν πράξη, καθώς ήταν απολύτως βέβαιοι για μαζική πυρηνική απάντηση από τη Δύση.
Από την εποχή της «περεστρόικα», οι δυτικές ελίτ εξέφραζαν φόβο ότι το Κρεμλίνο, που θα έχανε τον κεντρικό έλεγχο των πυρηνικών του δυνατοτήτων, θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για τη δική τους ύπαρξη.
Το πέρασμα στη Ρωσία
Όταν η σοβιετική αυτοκρατορία άρχισε να διαλύεται, βοήθησαν με κάθε τρόπο τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να διατηρήσει τον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης. Ακόμα κι έτσι, η Δύση δεν μπορούσε να βρει απάντηση στο ερώτημα πώς να αντιμετωπίσει τη διάλυση μιας χώρας με μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και με πυρηνικά όπλα.
Με άλλα λόγια, το σημαντικό πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας κατέστησε τη Δύση όμηρο της πολιτικής και οικονομικής αφερεγγυότητας του Κρεμλίνου.
Από την πλευρά της, η Μόσχα εκμεταλλευόταν αυτόν τον φόβο, κάνοντας συχνά – πυκνά λόγο για απειλή μεγάλο πυρηνικό πόλεμο.
Τι άλλαξε ο Πούτιν;
Ο Πούτιν έμαθε καλά από τους προκατόχους του. Αντιλαμβάνεται ότι το πυρηνικό καθεστώς της Ρωσίας αποτελεί μεγάλο «όπλο» στα χέρια του απέναντι στη Δύση. Για παράδειγμα, τον Αύγουστο του 2014, στο αποκορύφωμα των εχθροπραξιών κοντά στο Ιλοβάισκ, η δυτική κοινότητα εξέταζε το ενδεχόμενο να αυξήσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας. Ο Πούτιν έπαιξε το «δυνατό χαρτί» της εξωτερικής του πολιτικής, υπενθυμίζοντας στη Δύση ότι είναι προτιμότερο να μην τα βάζει με τη Ρωσία, «μία από τις ισχυρότερες πυρηνικές δυνάμεις» στον κόσμο.
Τα λόγια του είχαν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Παρά την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας, τη φερόμενη κατάρριψη της πτήσης MH-17 της Malaysia Airlines από τη Ρωσία και την ανάφλεξη του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία, η Δύση επέβαλε κυρώσεις μόνο σε έναν πολύ περιορισμένο αριθμό χαμηλόβαθμων Ρώσων αξιωματούχων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κατάλογος των κυρώσεων που επέβαλαν οι Βρυξέλλες ήταν πολύ μικρότερος από εκείνον της Ουάσινγκτον, επιτρέποντας σε ορισμένους στενούς συνεργάτες του Πούτιν -όπως ο πρώην επικεφαλής των ρωσικών σιδηροδρόμων Βλαντίμιρ Γιακούνιν– να συνεχίσουν να αισθάνονται άνετα στην ΕΕ.
Ο ρόλος των κυρώσεων
Οι κυρώσεις για συνεργασία με τη Ρωσία στους τομείς της άμυνας και της ενέργειας δημιούργησαν ορισμένες δυσκολίες για τις ρωσικές οντότητες, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις οι περιορισμοί αυτοί παρακάμφθηκαν.
Στη συνέχεια, ακόμη και όταν τα γεγονότα έδειχναν απερίφραστα τη Μόσχα ως υπεύθυνη για εγκλήματα όπως η δηλητηρίαση των Σκριπάλ ή οι εκρήξεις στο Βρμπέτιτσε, πολλές δυτικές χώρες εξακολουθούσαν να κάνουν τα στραβά μάτια στις κακόβουλες δραστηριότητες του Κρεμλίνου και να αντιστέκονται στην επιβολή αυστηρότερων περιορισμών.
Η σημερινή ρωσική ελίτ έχει πολύ περισσότερα να χάσει. Ρώσοι ολιγάρχες έχουν αποκτήσει διαμερίσματα στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, στέλνουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στα καλύτερα δυτικά πανεπιστήμια και προτιμούν να περνούν τις διακοπές τους στις βίλες τους στη Γαλλική Ριβιέρα και στη λίμνη Κόμο.
Μέχρι στιγμής, τόσο η ΕΕ όσο και η Ουάσινγκτον έχουν αποφύγει να στοχοποιήσουν ένα από τα πιο ευάλωτα σημεία του καθεστώτος Πούτιν – τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν όχι μόνο στους συνεργάτες και τους ολιγάρχες του Πούτιν, αλλά και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους πρώην συζύγους τους. Δεν είναι μυστικό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι περιουσίες των ρώσων ολιγαρχών είναι καταχωρημένες με άλλα ονόματα – η στοχοποίησή τους, μαζί με την επιβολή εμπάργκο πετρελαίου και φυσικού αερίου θα ήταν πιθανώς ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να σταματήσει η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η «κόκκινη» γραμμή
Έχοντας εξαπολύσει πόλεμο πλήρους κλίμακας, ο Πούτιν αφήνει το χέρι του να… αιωρείται πάνω από το «πυρηνικό κουμπί» για να τρομάξει τις δυτικές κυβερνήσεις ώστε να περιορίσουν την οικονομική και στρατιωτική τους βοήθεια προς την Ουκρανία.
Μέχρι προσφάτως, αυτό λειτουργούσε άψογα. Οι δυτικές κυβερνήσεις, προκειμένου να μην «προκαλέσουν τον Πούτιν», αρνήθηκαν να βοηθήσουν για την εξουδετέρωση του πλεονεκτήματος της ρωσικής πολεμικής αεροπορίας στον ουρανό της Ουκρανίας και ήταν απρόθυμες να συζητήσουν ακόμη και την προμήθεια επιθετικών όπλων στο Κίεβο.
Ωστόσο, ο βομβαρδισμός των ουκρανικών πόλεων, η σφαγή της Μπούκα και η θαρραλέα αντίσταση του ουκρανικού στρατού προκάλεσαν τεκτονικές αλλαγές στην προσέγγιση της Δύσης στον πόλεμο. Τα μέλη του ΝΑΤΟ άρχισαν να εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο προμήθειας βαρέων όπλων στην Ουκρανία.
Η προτεραιότητα του Πούτιν
Για τον Πούτιν, το πιο σημαντικό είναι να αποτρέψει τη διάσπαση της ρωσικής ελίτ. Η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων εναντίον της Ουκρανίας -ακόμη και σε έδαφος μακριά από κατοικημένες περιοχές- θα αύξανε σημαντικά τους κινδύνους για το καθεστώς του. Ένα πυρηνικό χτύπημα σαφώς δεν θα ταίριαζε στο αφήγημα της «ειδικής επιχείρησης» και θα μπορούσε να οξύνει τη διαίρεση εντός της ρωσικής κοινωνίας.
Ήταν ήδη προφανές κατά τη διάρκεια της περιβόητης ανοικτής συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας ότι δεν ήταν όλοι οι συμμετέχοντες ενθουσιασμένοι με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των λεγόμενων «λαϊκών δημοκρατιών». Ο Πούτιν δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι όλοι οι συνεργάτες του θα ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη για ενδεχόμενη πυρηνική επίθεση. Επιπλέον, η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία -χώρες που είναι σημαντικές για τη Ρωσία ούτως ώστε να παρακάμπτει τις διεθνείς κυρώσεις- σίγουρα θα αποστασιοποιούνταν.
Υπάρχει απειλή;
Ως εκ τούτου, οι δηλώσεις του Κρεμλίνου συχνά δεν ακολουθούνται από πράξεις. Για παράδειγμα, ο υπουργός Σεργκέι Λαβρόφ και οι αναπληρωτές του έχουν απειλήσει ότι θα επιτεθούν στους διαδρόμους προμήθειας δυτικών όπλων στην Ουκρανία, αλλά οι αποστολές συνεχίζονται και ούτε μία ρωσική σφαίρα δεν έχει πλήξει τις αυτοκινητοπομπές.
Η εξωτερική πολιτική του Πούτιν είναι προκλητική, αλλά εξακολουθεί να φαίνεται ότι βασίζεται σε ορθολογικούς υπολογισμούς κόστους και οφέλους. Η απροθυμία της Δύσης να αντιδράσει αποφασιστικά εκλαμβάνεται από το Κρεμλίνο ως αδυναμία και μπορεί να «ενθαρρύνει» τη ρωσική απερισκεψία. Αντίθετα, η αυστηρή τήρηση των διακηρυγμένων δυτικών αρχών, η σθεναρή δράση και η χάραξη -και κυρίως η τήρηση- των «κόκκινων γραμμών» μπορούν να περιορίσουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Πηγή: International Centre for Defence and Security