Quantcast

Λαγκάρντ: Ο πόλεμος στην Ουκρανία αυξάνει τον πληθωρισμό και επιβραδύνει την ανάπτυξη

 Mιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

H Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με επιβράδυνση της ανάπτυξης και υψηλότερο πληθωρισμό, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία μειώνει την εμπιστοσύνη και ωθεί ανοδικά τις τιμές, δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.

 

«Θα αντιμετωπίσουμε, βραχυπρόθεσμα, υψηλότερο πληθωρισμό και βραδύτερη ανάπτυξη. Όσο περισσότερο διαρκέσει ο πόλεμος, τόσο υψηλότερο θα είναι το οικονομικό κόστος και τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε δυσμενέστερα σενάρια», είπε η Λαγκάρντ.

Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου αποτυπώνονται καλύτερα σε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς», η οποία ωθεί τον πληθωρισμό προς τα πάνω και ταυτόχρονα περιορίζει την ανάπτυξη, σημείωσε.

Τρεις, είπε, είναι οι βασικοί παράγοντες που πιθανόν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη άνοδο του πληθωρισμού.

Πρώτον, οι τιμές της ενέργειας αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και, πράγματι, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 52% από την αρχή του έτους και οι τιμές του πετρελαίου κατά 64%.

Δεύτερον, οι πιέσεις στον πληθωρισμό των τιμών των τροφίμων είναι πιθανόν να αυξηθούν. Η Ρωσία και η Ουκρανία εξάγουν σχεδόν το 30% των σιτηρών παγκοσμίως, ενώ η Λευκορωσία και η Ρωσία κατέχουν περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής ποτάσας, βασικού συστατικού για την παραγωγή λιπασμάτων, πράγμα που μεγεθύνει τις ελλείψεις στην προσφορά.

Τρίτον, τα παγκόσμια φαινόμενα στενότητας στον τομέα της μεταποίησης είναι πιθανόν να επιμείνουν σε ορισμένους τομείς. Για παράδειγμα, η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παλλαδίου, που είναι το βασικό στοιχείο για την παραγωγή καταλυτών, ενώ η Ουκρανία διαθέτει περίπου το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων του αερίου νέον, που είναι απολύτως απαραίτητο για την κατασκευή ημιαγωγών.

 

Ο πόλεμος, συνέχισε η επικεφαλής της ΕΚΤ, αρχίζει να μειώνει την εμπιστοσύνη με δύο τουλάχιστον τρόπους:

Πρώτον, τα νοικοκυριά γίνονται πιο απαισιόδοξα και θα μπορούσαν να μειώσουν τις δαπάνες τους. H εμπιστοσύνη των καταναλωτών υποχώρησε αυτόν τον μήνα στο χαμηλότερο επίπεδό της από τον Μάιο του 2020 και διαμορφώνεται πολύ χαμηλότερα από τον μακροχρόνιο μέσο όρο της.

Σύμφωνα με έρευνες σε εθνικό επίπεδο, οι προσδοκίες των νοικοκυριών για την ανάπτυξη έχουν επιδεινωθεί, ενώ οι προσδοκίες τους για τον πληθωρισμό έχουν αυξηθεί.

Αυτό υποδηλώνει ότι ο κόσμος αναμένει συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματός του (δηλαδή του εισοδήματός του μετά τον πληθωρισμό). Τα νοικοκυριά είναι πιθανόν να αποταμιεύουν λιγότερο κι αυτό θα μπορούσε να απορροφήσει μέρος της διαταραχής. Έχουν όμως αναθεωρήσει προς τα κάτω και τις δαπάνες που προγραμματίζουν.

Δεύτερον, είναι πιθανό να επηρεαστούν οι επιχειρηματικές επενδύσεις. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία ερευνών, η επιχειρηματική δραστηριότητα διατηρήθηκε σε σχετικά καλά επίπεδα τον Μάρτιο, όμως οι προσδοκίες των επιχειρήσεων σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους υποχώρησαν απότομα.

Επίσης, επιδεινώθηκαν ξανά οι χρόνοι παράδοσης των προμηθευτών, αντανακλώντας τις διαταράξεις από την πλευρά της προσφοράς στον τομέα της μεταποίησης.