Η αυξημένη επιθετικότητα της Άγκυρας στο Αιγαίο δεν αποτελεί μια υπόθεση «ρουτίνας». Ούτε είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία σήμερα η σιωπή της Ε.Ε. απέναντι στις κινήσεις του Ερντογάν, την ώρα που στην Αθήνα οι φιλογερμανοί «ευρωπαϊστές» προσπαθούν πεισματικά να ακυρώσουν ως «αναξιόπιστη» την ασκούμενη εξωτερική και αμυντική πολιτική της κυβέρνησης και ως «ασταθείς» τις συμμαχίες της στην Ανατολική Μεσόγειο.
«Κύκλοι» των Βρυξελλών διαμηνύουν μέσω Αθηναίων φίλων τους ότι στα κοινοτικά παρασκήνια είναι συνεχείς οι επαφές με την Άγκυρα, καθώς η Ε.Ε. έχει πλέον αναγνωρίσει την Τουρκία ως «στρατηγικά πολύτιμη» στην Ευρώπη και επιπλέον εκτιμά ότι οι ΗΠΑ θα κινούνται αναλόγως στο εξής. Στο «κλίμα» αυτό, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ναι μεν, δεν αλλάζει εξωτερική πολιτική, αλλά δεν φαίνεται και να κινείται για να «απαντήσει» στην επιχείρηση φθοράς των κεντρικών επιλογών της από «ταχυδρόμους» των Βρυξελλών και του Βερολίνου.
Αυτοί κινούνται με ασφάλεια σε δραστήρια κέντρα πολιτικής «επιρροής» της Αθήνας, την οποία σπρώχνουν για ελληνοτουρκικό «διάλογο», ενώ σταθερά αντιπαθούν το Κυπριακό από τότε που είδαν να αποδοκιμάζεται με δημοψήφισμα το συνταγματικό έκτρωμα του «Σχεδίου Ανάν», το οποίο αποτελούσε το μυστικό αντάλλαγμα της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.
Η Αθήνα γνωρίζει σήμερα ότι κοινοτικοί κύκλοι, φιλικοί προς την Τουρκία και «ευρωπαϊκά» αντίθετοι με τις στρατηγικές των ΗΠΑ στην περιοχή μας, «ενοχλούνται» ιδιαιτέρως από το γεγονός ότι η Ελλάδα και οι θάλασσές της είναι πλέον ένα σταυροδρόμι μετακίνησης στρατιωτικών δυνάμεων της Γαλλίας, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Το Αιγαίο είναι ένας ελληνικός στρατηγικός χώρος, πολύ πιο σημαντικός για τη Δύση από ό,τι κατά το παρελθόν, γεγονός που «κινητοποιεί» ποικιλότροπα κάποιες δυνάμεις στα διεθνή παρασκήνια και αυξάνει τις «ανησυχίες» της Άγκυρας.
Οι «συνέταιροι»
Η ευθέως επιθετική πολιτική της Τουρκίας προς την Ελλάδα, με στόχευση το Αιγαίο, έχει να κάνει με την επιδίωξή της να καταστεί «συνέταιρος» στον έλεγχο μιας θάλασσας που διαρκώς αναβαθμίζεται στρατηγικά, όχι μόνο από στρατιωτική άποψη, αλλά και ως πεδίο αυξημένης οικονομικής – εμπορικής δραστηριότητας, με μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον. Η Τουρκία ενοχλείται εξαιρετικά με την προοπτική να είναι υπό ελληνικό έλεγχο οι θαλάσσιοι δρόμοι που ενώνουν την Ανατολική Μεσόγειο και την οικονομική ζώνη του Σουέζ με λιμάνια και βάσεις στη Βόρεια Ελλάδα και από εκεί ανοίγουν «γραμμές» προς την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη.
Η Άγκυρα δεν αποφασίζει μια στρατιωτική επιχείρηση σε βάρος της Ελλάδας, χώρας της Ε.Ε., εξίσου με την Τουρκία «στρατηγικά πολύτιμης» στο ΝΑΤΟ και αμυντικά υπολογίσιμης. Γνωρίζει, επίσης, η Άγκυρα ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να δεχθούν να χάσουν τον στρατηγικό έλεγχο της γραμμής Σουέζ – Στενών, όπου είναι στενή η στρατιωτική συνεργασία με την Ελλάδα και ορατό το έντονο ενδιαφέρον της Κίνας γι’ αυτό το «πέρασμα».
Για τούτο και το καθεστώς Ερντογάν, πέρα από επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος, προσπαθεί να προκαλέσει κατά το δυνατόν σε διεθνή κλίμακα ένα κλίμα «αστάθειας» και μια «συρρίκνωση» του ελληνικού ελέγχου στο Αιγαίο, προβάλλοντας και μια σειρά εξωφρενικών «νομικών» επιχειρημάτων για την αμφισβήτηση της κυριαρχίας νησιωτικών εδαφών.
Στην προσπάθειά της αυτή, η Τουρκία έχει την ανοχή της Ε.Ε., χάρη, κυρίως, στην παγίως φιλική και οικονομικά συμφέρουσα διάθεση του Βερολίνου προς το ισλαμικό καθεστώς της Άγκυρας. Η γερμανική στάση συνδυάζεται με την «αντιπάθεια» του Βερολίνου προς τη Γαλλία και τη στενή σχέση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ.
Η ουσία της υπόθεσης
Στο υπουργείο Εξωτερικών, διπλωμάτες υποστηρίζουν ότι η «ευρωπαϊκή» πολιτική της κυβέρνησης στερείται σήμερα δυναμισμού, κυρίως επειδή δεν έχει κινηθεί όπως πρέπει για να φέρει τις πολιτικές ελίτ της Ε.Ε. σε επαφή με την ουσία της επιθετικής πολιτικής που ασκεί η Τουρκία σε βάρος της Ελλάδας. Η Αθήνα, λένε, ακούει τους «ευρωπαϊστές» να μιλούν για την εκτίμηση που έχουν οι εταίροι της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ προς τη «στρατηγικά πολύτιμη» Τουρκία, την οποία δεν θέλουν να «χάσουν», αλλά η ελληνική διπλωματία δεν υπογραμμίζει πόσο «στρατηγικά πολύτιμη» είναι η Ελλάδα και για την Ε.Ε. και για το ΝΑΤΟ και δεν προτάσσει το γεγονός ότι μια τρίτη χώρα αμφισβητεί την κυριαρχία εδαφών χώρας-μέλους της Ένωσης, ούτε η Αθήνα «εξηγεί» τι σημαίνει για την ασφάλεια και την οικονομία των Ευρωπαίων το Αιγαίο και το ενδεχόμενο απόλυτου ελέγχου της Κύπρου από τον αντι-δυτικό τουρκικό ισλαμισμό, που προωθεί στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή η Άγκυρα.
Η διπλωματική αδράνεια της ελληνικής ηγεσίας σε αυτό το πεδίο (και με πάντοτε πλαδαρή έως αδιάφορη την αντιπολίτευση) έχει ενθαρρύνει το «αθηναϊκό λόμπι» των πιστών στο πνεύμα του προσφιλούς τους -νεκρού- «Ελσίνκι» να προτείνει έναν διάλογο με την Τουρκία, και μάλιστα με «πρωτοβουλία» της Αθήνας, στη βάση των όσων ευθέως και κατηγορηματικώς… απορρίπτει η Άγκυρα (άρση του casus belli, συμμόρφωση με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, δέσμευση για παραπομπή στο Δ.Δ. της Χάγης, αν όχι λύσεις μέσω διαπραγματεύσεων).
Η πρόταση γίνεται, μάλιστα, με την απειλή της «υπόγειας» προετοιμασίας της Ε.Ε. για την οργάνωση της νέας «ειδικής σχέσης» της με την Τουρκία και με συστηματική την προπαγάνδα για οπωσδήποτε «αποστάσεις των ΗΠΑ από την Ελλάδα προς χάριν της Τουρκίας».
Σε αυτό το σκηνικό, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι πλέον υποχρεωμένη να αλλάξει την «ευρωπαϊκή» εξωτερική πολιτική της στην Ε.Ε., υποστηρίζουν οι πλέον έμπειροι διπλωμάτες των Αθηνών.
*Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 12/2