Quantcast

Τα μηνύματα από τη συνάντηση Σολτς και Πούτιν

Η συνάντηση του Γερμανού καγκελάριου και του Ρώσου προέδρου σηματοδότησε μια συνολικότερη στροφή προς την αναζήτηση διπλωματικής λύσης

Μπορεί η εφημερίδα The Sun να επιμένει ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα λάβει χώρα στις 3 τα ξημερώματα (ώρα Ελλάδας) της 16ης Φεβρουαρίου, όμως είναι σαφές ότι αυτό εντάσσεται στη μακρά παράδοση εντυπωσιοθηρίας της συγκεκριμένης εφημερίδας.

Αυτή τη στιγμή έχει δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δυνατότητα να υπάρξει διπλωματική διέξοδος. Αυτό αντανακλά τη συνισταμένη διαφόρων προτεραιοτήτων. Η αμερικανική κυβέρνηση (αν και όχι απαραίτητα το σύνολο όλων χαράσσουν πολιτική άμυνας και ασφάλειας στις ΗΠΑ) δεν επιθυμεί μια ανάφλεξη τώρα που θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες εξελίξεις. Η Ρωσία γνωρίζει ότι παρά την προετοιμασία της μια ανάφλεξη θα έχει μεγάλο κόστος. Η ουκρανική κυβέρνηση γνωρίζει ότι θα πληρώσει μεγάλο τίμημα. Και βέβαια, η Ευρώπη αντιλαμβάνεται ότι θα υποστεί πολύ περισσότερες άμεσες επιπτώσεις από π.χ. τις ΗΠΑ.

Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί τα υπαρκτά ρήγματα ή τις δυναμικές που ωθούν προς τη σύγκρουση αλλά εξηγεί την αναζήτηση και διπλωματικών διεξόδων, έστω και εάν πλευρά θα προσπαθήσει να παρουσιάσει την αποτροπή του πολέμου ως αποτέλεσμα της δικής της αποφασιστικότητας και ετοιμότητας.

Η σημασία της επίσκεψης Σολτς

Ο Όλαφ Σολτς, εξαρχής έπρεπε να χειριστεί τις δυσκολίες της ουκρανικής κρίσης και τον τρόπο που είχε αντανάκλαση στο εσωτερικό της νεοσυσταθείσας κυβέρνησής του. Προέρχεται από ένα κόμμα, στο Σοσιαλδημοκρατικό, που διαμόρφωσε την Ostpolitik, δηλαδή την προσέγγιση πρώτα με την ΕΣΣΔ μετά με τη Ρωσία, πολιτική στην οποία συμφωνούν και οι Χριστιανοδημοκράτες εφόσον αποτρέπει αντιπαραθέσεις που ιστορικά είναι πάρα πολύ τραυματικές και εξασφαλίζει φυσικό αέριο, που είναι απαραίτητο και για την Πράσινη Μετάβαση. Όμως, οι Πράσινοι που συμμετέχουν στην κυβέρνηση είναι πιο «ατλαντιστές» και πιο κοντά στην αμερικανική ρητορική για τη Ρωσία. Την ίδια στιγμή οι αμερικανοί θα ήθελαν πάρα πολύ να μην προχωρούσε ο αγωγός Nord Stream 2, παρότι για την ενεργειακή κάλυψη της Γερμανίας είναι κομβικός, αν και εξασφάλισαν απλώς τη δέσμευση ότι εάν γίνει εισβολή δεν θα προχωρήσει το πρότζεκτ. Πίεση δέχεται η Γερμανία και από τα κράτη-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που θέλουν πιο «αντιρωσική στάση».

Προφανώς επίσης τυχόν πολεμική ανάφλεξη στην Ουκρανία θα έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στη Γερμανία και ως προς το κόστος ενέργειας και ως προς όλα τα άλλα προβλήματα που θα υπάρξουν συνολικά για την Ευρώπη.

Αυτό εξηγεί γιατί η γερμανική κυβέρνηση επιθυμεί να υπάρξει διπλωματική διέξοδος για να αποφύγει όλη την πίεση που δημιουργεί η κατάσταση.

Αυτό αποτυπώθηκε στη διπλωματική πρωτοβουλία Σολτς – για την οποία προφανώς θα ήταν ενήμεροι και οι νατοϊκοί σύμμαχοι – για τη διπλή επίσκεψη σε Κίεβο και Μόσχα.

Ο πυρήνας των συζητήσεων Σολτς

Οι τοποθετήσεις του Σολτς, πέραν της «υποχρεωτικής» διατύπωσης πάγιων δυτικών θέσεων, όπως ότι είναι απειλή η συγκέντρωση ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, επικέντρωσαν ουσιαστικά σε δύο θέσεις: ότι (α) δεν πρέπει να επιταχυνθεί η διαδικασία ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και ότι αυτό θα μπορούσε να παραπεμφθεί σε αυτή τη φάση στις καλένδες προς όφελος της παγκόσμιας ειρήνης και (β) η επιστροφή στο πνεύμα των Συμφωνιών του Μινσκ, στη διατύπωση των οποίων είχε παίξει ρόλο και ο σημερινός πρόεδρος της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ.

Ειδική σημασία έχει το πακέτο μέτρων που είναι γνωστά ως Μινσκ-2 και το οποίο υπογράφηκε από τους εκπροσώπους της Ρωσίας, της Ουκρανίας και του ΟΑΣΕ στις 12 Φεβρουαρίου 2015 ύστερα από μαραθώνιες συνομιλίες μεταξύ των ηγετών της Ρωσίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ουκρανίας (το λεγόμενο «σχήμα της Νορμανδίας).

Το πακέτο αυτό περιλάμβανε την εκεχειρία μεταξύ των ουκρανικών κυβερνητικών δυνάμεων και των ρωσόφονων πολιτοφυλακών, στο αυτοανακηρυχθείσες δημοκρατίες στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, την απόσυρση του βαρέος οπλισμού από τη «γραμμή επαφής» και έναν οδικό χάρτη για μια διαρκή λύση μέσα από αμνηστία, ανταλλαγή κρατουμένων, επανεκκίνηση οικονομικών δεσμών, τοπικές εκλογές και συνταγματική μεταρρύθμιση για να δοθεί μεγαλύτερη αυτονομία στις ανατολικές περιοχές. Η «φόρμουλα του Σταϊνμάιερ» αφορούσε τον τρόπο που ο πρώην υπουργός Εξωτερικών είχε περιγράψει το ειδικό καθεστώς του Ντονμπάς.

Ωστόσο, μέχρι τώρα, με ευθύνη κυρίως της ουκρανικής πλευράς, η εφαρμογή δεν έχει προχωρήσει. Η Ρωσία κατ’ επανάληψη έχει πει ότι η εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ είναι δρόμος για την εκτόνωση της έντασης και αυτό σημαίνει διαπραγμάτευση στο «σχήμα της Νορμανδίας» όπου, όπως αναφέραμε, συμμετέχει και η Γερμανία.

Ο Σολτς, που υπογράμμισε ότι δεν είναι στην ημερήσια διάταξη η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, δήλωσε ότι υπάρχουν δεσμεύσεις Ζελένσκι για προώθηση αυτών μέτρων, ενώ αναγνώρισε ότι πρέπει να υπάρξει διάλογος πάνω στα ερωτήματα ευρωπαϊκής συλλογικής ασφάλειας που θέτει η Ρωσία. Το τελευταίο σημείο απαντούσε στο ρωσικό αίτημα ότι χρειάζεται να υπάρξει συνολική συζήτηση για τη συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη αντί για την διαρκή επέκταση του ΝΑΤΟ.

Ο Πούτιν θύμισε το… πορτοφόλι του Γερμανού καταναλωτή

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν κινήθηκε στον τόνο που έχει επιλέξει τις τελευταίες μέρες η ρωσική κυβέρνησης. Επέμεινε ότι δεν τίθεται θέμα εισβολής, επέμεινε ότι γίνεται «γενοκτονία» στο Ντονμπάς (με τον Σολτς να διαφωνεί) και ζήτησε ν πολύ πιο συγκεκριμένες δεσμεύσεις και για το θέμα του ΝΑΤΟ και για το θέμα της εφαρμογής των συμφωνιών του Μινσκ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που αναφέρθηκε στο ζήτημα της ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία. Αφού αναφέρθηκε στο ότι χάρη στις διμερείς συμφωνίες και τα μακροχρόνια συμβόλαια η Γερμανία προμηθεύεται φυσικό αέριο σε τιμές τρεις, τέσσερις ή ακόμη και πέντε φορές χαμηλότερες από την τιμή αγοράς, υπογράμμισε ότι θα πρέπει να ρωτηθεί ο γερμανός καταναλωτής εάν προτιμά να πληρώνει πέντε φορές παραπάνω το φυσικό αέριο.