Σεξουαλική παρενόχληση από συνάδελφό της, στον χώρο εργασίας της σε τηλεοπτικό σταθμό, κατήγγειλε γυναίκα δημοσιογράφος στην Κύπρο.
Η γυναίκα προχώρησε σε επίσημη καταγγελία στην Αστυνομία, στη Λευκωσία και ήδη έχει ξεκινήσει η διερεύνηση της υπόθεσης. Η δημοσιογράφος, η οποία έχει αποχωρήσει από το κανάλι “Σίγμα”, αποκάλυψε το περιστατικό, αφού πληροφορήθηκε ότι το άτομο το οποίο καταγγέλλει και είχε απομακρυνθεί από τον σταθμό, επαναπροσλήφθηκε πρόσφατα. Ήδη στο πλαίσιο της έρευνας, έχουν κληθεί για κατάθεση άτομα που κατονομάζονται ως γνώστες της υπόθεσης. Τα άτομα αυτά προέρχονται είτε από τον τηλεοπτικό σταθμό είτε από άλλους χώρους.
Το πρωί του Σαββάτου και έπειτα από τις διαστάσεις που έλαβε το θέμα, ο τηλεοπτικός σταθμός Σίγμα, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
”Στο απότοκο πρόσφατης καταγγελίας για σεξουαλική παρενόχληση σε γυναίκα δημοσιογράφο, πρώην υπάλληλο του τηλεοπτικού σταθμού ΣΙΓΜΑ, ο σταθμός δηλώνει τα κάτωθι:
Πριν ενάμιση περίπου χρόνο περιήλθε στην αντίληψη της Διεύθυνσης του σταθμού καταγγελία υπαλλήλου η οποία εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Η καταγγελία αφορούσε αποστολή μηνυμάτων από συνάδελφο της δημοσιογράφο, τα οποία θεωρήθηκε ότι υπερέβαιναν τα όρια της θεμιτής επικοινωνίας εκδηλώνοντας ερωτικό ενδιαφέρον του γράφοντος, κάτι το οποίο ενόχλησε την καταγγέλλουσα. Αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, η Διεύθυνση του σταθμού συγκάλεσε συνάντηση στο γραφείο του Διευθύνοντος Συμβούλου του σταθμού στην οποία παρευρίσκονταν η Διευθύντρια Προσωπικού, η Διευθύντρια Ειδήσεων, ο Σύμβουλος Επικαιρικών Προγραμμάτων και οι δύο άμεσα εμπλεκόμενοι, σε ξεχωριστές συναντήσεις. Στην συνάντηση με τον καταγγελλόμενο δημοσιογράφο, αυτός απέρριψε ως κακοπροαίρετες τις καταγγελίες. Η Διεύθυνση υπέδειξε ότι η συμπεριφορά του δεν άφηνε άλλα περιθώρια πέραν της απομάκρυνσης του από την καταγγέλλουσα. Τότε ο ίδιος υπέβαλε την παραίτησή του την οποία ο σταθμός και άμεσα αποδέχθηκε. Η έκβαση αυτή φάνηκε να ικανοποίησε την καταγγέλλουσα. Ένα μήνα περίπου αργότερα και η δημοσιογράφος εγκατέλειψε τον σταθμό για λόγους άσχετους με το γεγονός.
Μετά παρέλευση ενός και πλέον έτους, ο σταθμός προέβη σε αναζήτηση δημοσιογράφων για τις τρέχουσες ανάγκες του και ο συγκεκριμένος υπέβαλε αίτηση ενδιαφέροντος. Στη βάση των πραγματικών προσόντων του αιτητού και αφού δεν εκκρεμούσε καμία καταγγελία εναντίον του, τόσον από την εν λόγω δημοσιογράφο όσον από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, ο σταθμός προέβη σε επαναπρόσληψή του αφού ενεργούσε υπέρ του και το κριτήριο της μη καταγγελίας αλλά και το τεκμήριο της αθωότητας.
Μόλις χθες, περιήλθε σε γνώση του σταθμού η υποβολή καταγγελίας από την παραπονούμενη εναντίον του ως άνω δημοσιογράφου, πράγμα το οποίον επιβεβαίωσε και ο Διευθύνων Σύμβουλος του σταθμού σε γραπτή επικοινωνία του με το Αρχηγείο Αστυνομίας. Στο φως των εξελίξεων, η Διεύθυνση θέτει άμεσα σε υποχρεωτική αναστολή τον δημοσιογράφο, εν όψει περαιτέρω ενεργειών από τις ανακριτικές αρχές απερίσπαστης διαλεύκανσης του ζητήματος.
Σε όλη την μακρά ιστορία τους τόσον ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΙΓΜΑ όσον και εν γένει το Συγκρότημα ΔΙΑΣ έχουν επιδείξει ως θέμα αρχής και στην καθημερινή πράξη τον απερίφραστο και ασυμβίβαστο σεβασμό και ευαισθησία τους στην αξιοπρέπεια, ασφάλεια και ισότητα ευκαιριών στις γυναίκες υπαλλήλους τους. Σε αναφορά δε προς τη συγκεκριμένη αφορμή, ευθαρσώς ο σταθμός δηλώνει τον πλήρη σεβασμό στην κείμενη νομοθεσία και στις αστυνομικές και νομικές αρχές του κράτους”
Η καταγγελία της δημοσιογράφου για σεξουαλική παρενόχληση
«Προσπαθούσα να ξεπεράσω την τραυματική εμπειρία (που ήταν κι ένας από τους λόγους να αποχωρήσω από τον χώρο της τηλεόρασης), όμως μόλις έμαθα για την επαναπρόσληψη καταρρακώθηκα ψυχολογικά, ένιωσα ότι αυτοί που έλεγαν ότι θα με προστατεύσουν, κι εμένα κι άλλες εργαζόμενες που μπορεί να βρίσκονται σε παρόμοια θέση, στέλνουν το μήνυμα ότι έδωσαν άφεση στον θύτη και αγνόησαν το θύμα», αναφέρει στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος».
Όλα ξεκίνησαν λίγο μετά την πρόσληψη της δημοσιογράφου στο Σίγμα τον Οκτώβριο του 2020. Στην αρχή, όπως αναφέρει, όλα κυλούσαν ομαλά και η συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου -που να σημειωθεί ότι είχαν εργασιακή σχέση προϊστάμενου και υφιστάμενης- ήταν η σωστή. «Λίγες βδομάδες μετά, τον Νοέμβριο, αρχίζω να δέχομαι περίεργα και ενοχλητικά μηνύματα στο κινητό. Στην αρχή, μούδιασα, δεν μου είχε ξανασυμβεί κάτι αντίστοιχο για να ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω. Προσπάθησα να κρατήσω ισορροπίες, όμως. Να μην τον θυμώσω, να είμαι ευγενική και να τον αποφύγω διακριτικά. Αλλά, αντίθετα, τα μηνύματα γίνονταν ολοένα και πιο σκληρά, ολοένα και πιο πρόστυχα, ολοένα και πιο πιεστικά. Μου έστελνε συνέχεια, την ώρα της δουλειάς, την ώρα των συσκέψεων. Σχόλια για τα ρούχα μου, για το ποια ρούχα θέλει να φοράω, για τις φωτογραφίες μου, για το σώμα μου, αλλά και πολύ πιο πρόστυχα και επιθετικά. Αν δεν απαντούσα, ξανά και ξανά. Απαιτούσε να παίρνει απάντηση, όσο κι αν του έλεγα ότι προσπαθώ να δουλέψω και χρειάζομαι ηρεμία», λέει η δημοσιογράφος.
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει, επειδή η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, αποφάσισε ότι «έπρεπε να του το ‘’κόψω’’ απότομα, αλλιώς θα συνέχιζε ακατάπαυστα, πράγμα που και έκανα». Στη συνέχεια, σταμάτησαν τα αισχρά μηνύματα, άρχισαν όμως οι φωνές, η άσχημη και απότομη συμπεριφορά την ώρα της δουλειάς, με αποτέλεσμα να μένει τελευταία στο γραφείο, χωρίς ουσιαστικό λόγο. Και προσθέτει: «Τότε ήταν που αποφάσισα ότι αυτό δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι. Όφειλα και έπρεπε να αντιδράσω. Επέλεξα να ενημερώσω τη Διεύθυνση. Ζήτησα συνάντηση με τον Χρύσανθο Τσουρούλλη, όπου και τον ενημέρωσα λεπτομερώς. Στη συνέχεια, ενημερώθηκαν αντίστοιχα και η διευθύντρια ειδήσεων του Σίγμα Πέτρα Αργυρού και η διευθύντρια Ανθρωπίνου Δυναμικού Στέλλα Ιωαννίδου. Οφείλω να ομολογήσω ότι η στήριξη και συμπαράσταση που δέχθηκα από τη Διεύθυνση ήταν άμεση και εγκάρδια, από την πρώτη στιγμή. Μου ανακοίνωσαν, τις επόμενες μέρες, ότι πρόκειται να τον αναγκάσουν σε παραίτηση».
Τελικά αυτό έγινε. Η ίδια εξηγεί ότι δεν κατέφυγε στην Αστυνομία τότε, διότι έτσι έκρινε με βάση τις συνθήκες και τις δυνατότητές της. «Όπου μπορούσα όμως, μιλούσα για τον συγκεκριμένο ‘’κύριο’’, ώστε να γίνει τοις πάσι γνωστό το ποιόν του. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Η εποχή είναι άλλη και ευτυχώς, η κοινωνία βρίσκεται σε έναν αγώνα και μια προσπάθεια εκμηδενισμού φαινομένων σεξουαλικής ή άλλης κακοποίησης στον εργασιακό χώρο».