Νίκος Μιχαλόπουλος
Το νέο αντιρρυπαντικό πρότυπο Euro 7, το οποίο θα θεσπίσει αυστηρότερα όρια εκπομπών για τους νέους κινητήρες εσωτερικής καύσης, δεν φαίνεται να πείθει την Ευρωπαϊκή Ένωση Κατασκευαστών Αυτοκινήτων. Το πρόβλημα, σύμφωνα με την ACEA, συνδέεται με τη σαφήνεια των νέων κανονισμών, άρα και με το χρονοδιάγραμμα και τους τύπους οχημάτων στα οποία απευθύνεται αυτός, δηλαδή διευκρινίσεις που αναμένονται ιδιαίτερα από τον κλάδο.
Σύμφωνα με τους κατασκευαστές που ανήκουν στον Σύνδεσμο, από τη στιγμή της πρότασης που απέστειλε η ACEA τον περασμένο Ιούνιο στη διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διετία 2025-2026 σχετικά με την εισαγωγή των νέων κανόνων, τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε για τη διαχείριση αυτών των ρυθμίσεων. Σύμφωνα με την ACEA, η υιοθέτηση των νέων προτύπων Euro 7 μάλλον αναβάλλεται από τα τέλη του 2021 που ήταν προγραμματισμένο για τον Απρίλιο του 2022.
Η καθυστέρηση ορίζει το νέο χρονοδιάγραμμα σύμφωνα με την ACEA
Η καθυστέρηση, σύμφωνα με την ACEA, καθιστά αδύνατη τη διασφάλιση της εισαγωγής των νέων ρυθμιστικών κανόνων επιβολής, που συνδέονται με το Euro 7, έως το 2025. Επιπλέον, υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση για το θέμα της διαφοροποίησης των επιπέδων εκπομπών μεταξύ επιβατηγών αυτοκινήτων, επαγγελματικών οχημάτων και βαρέων οχημάτων. Η ACEA ζητά επίσης εξηγήσεις για τις ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με τα νέα όρια που θα επιβάλει η ανανεωμένη ρυθμιστική νομοθεσία.
Ως εκ τούτου, οι κατασκευαστές ζητούν να επιταχυνθούν οι διαδικασίες και να θεσπιστούν σαφείς κανόνες, προκειμένου να αρχίσουν να επενδύουν σε χρήσιμους πόρους για την εξασφάλιση μεγαλύτερης οικολογικής κινητικότητας, που θα συνδυαστούν με τα νέα προνόμια που απορρέουν από την ηλεκτροκίνηση, φτάνοντας έτσι την «ουδετερότητα άνθρακα έως το 2050», εξήγησε η ACEA.
Θέλουμε επίσης να αποφύγουμε μια ξαφνική διακοπή της μείωσης του CO2 στο 100%, που αναμένεται μέχρι το 2035. Αυτό, σύμφωνα με την ACEA, θα οδηγούσε στην οριστική κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης, δυναμιτίζοντας πιθανές κοινωνικές εντάσεις λόγω αυτού που ορίζεται ως ο κίνδυνος «κακής κινητικότητας». Ένα ενδεχόμενο που η ACEA θέλει να αποφύγει, προσπαθώντας έτσι να αιτιολογήσει μια διαμεσολάβηση με τον ρυθμιστικό φορέα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.