Μια εβδομάδα εντατικών και κρίσιμων διαβουλεύσεων, που θα κρίνουν το μέλλον των σχέσεων Ρωσίας – Δύσης, ξεκινάει την ερχόμενη Παρασκευή με τηλεδιάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, όπου θα συζητηθούν το ουκρανικό πρόβλημα και οι σχέσεις με τη Μόσχα.
Στη συνέχεια τα βλέμματα θα στραφούν προς τη Γενεύη, όπου θα διεξαχθούν το διήμερο 9 και 10 Ιανουαρίου συζητήσεις μεταξύ ανώτατων αξιωματούχων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, ενώ στις 12 του μηνός θα συνεδριάσει το Συμβούλιο ΝΑΤΟ – Ρωσίας στις Βρυξέλλες. Η διπλωματική σκυταλοδρομία θα κλείσει στις 13 Ιανουαρίου, στις συνομιλίες της Βιέννης, στο ευρύτερο πλαίσιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), όπου συμμετέχουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, η Ρωσία, η Ουκρανία και άλλες χώρες.
Το Συμβούλιο ΝΑΤΟ – Ρωσίας, φόρουμ διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών, δημιουργήθηκε το 2002, αλλά είχε αδρανοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την κρίση στην ανατολική Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία το 2014. Η επανενεργοποίησή του υποδηλώνει τις ανησυχίες για το ενδεχόμενο να υπάρξει νέα στρατιωτική ανάφλεξη στις περιοχές του Ντονμπάς που ελέγχουν οι ρωσόφωνοι αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας, με πιθανή ανάμειξη της Ρωσίας, η οποία έχει συγκεντρώσει τις τελευταίες εβδομάδες περισσότερους από 100.000 στρατιώτες κοντά στα σύνορα με τη γειτονική της, πρώην σοβιετική, Δημοκρατία. Το Κρεμλίνο αρνείται κατηγορηματικά ότι ετοιμάζει εισβολή, αλλά το Κίεβο και η Ουάσιγκτον επιμένουν στις αιτιάσεις τους.
Μπάιντεν και Πούτιν
Τη διπλωματική κινητικότητα γύρω από το ουκρανικό ενίσχυσαν οι δύο διαδοχικές τηλεδιασκέψεις μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν και του Ρώσου ομολόγου του Βλαντιμίρ Πούτιν τον τελευταίο μήνα του 2021 – στις 7 και 30 Δεκεμβρίου. Στις εν λόγω διαβουλεύσεις ο Αμερικανός ηγέτης προειδοποίησε τον συνομιλητή του ότι ενδεχόμενη εισβολή στην Ουκρανία θα πυροδοτήσει ισχυρότατες οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, αν και απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά σε στρατιωτική ανάμειξη των ΗΠΑ. Από την πλευρά του, ο Βλαντιμίρ Πούτιν ζήτησε χειροπιαστές εγγυήσεις και δεσμεύσεις της Δύσης ότι δεν θα υπάρξει περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στη Συμμαχία, ούτε θα φιλοξενήσει βάσεις ή οπλικά συστήματα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Αμερικανικά και ευρωπαϊκά έντυπα περιγράφουν τις αξιώσεις Πούτιν ως πρόταση για μια νέα Γιάλτα.
Ο Μπορέλ στο Κίεβο
Ενόψει των διαβουλεύσεων με τη Ρωσία, ο εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., Ζοσέπ Μπορέλ, ταξίδεψε χθες στο Κίεβο, επιδιώκοντας να καθησυχάσει την κυβέρνηση του προέδρου Ζελένσκι ότι δεν θα υπάρξουν συμφωνίες με τη Μόσχα ερήμην της. Ουκρανοί αξιωματούχοι έχουν εκφράσει φόβους ότι ο Τζο Μπάιντεν και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί του μπορεί να συνομολογήσουν με τον Πούτιν ένα «νέο Μόναχο», παραπέμποντας στη συμφωνία Βρετανών και Γάλλων με τον Χίτλερ για τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας το 1938 – παραλληλισμός που προκαλεί εύλογη οργή στη Μόσχα. Συνοδευόμενος από τον Ουκρανό υπουργό Εξωτερικών Ντιμίτρο Κούλεμπα, ο Ζοσέπ Μπορέλ επρόκειτο να επισκεφθεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα στρατεύματα του Κιέβου και τους ρωσόφωνους αυτονομιστές, στο Ντονμπάς. Εκπρόσωπός του δήλωσε ότι η Ε.Ε. αντιμετωπίζει την Ουκρανία ως «στρατηγικό εταίρο», αλλά άφησε ανοιχτό παράθυρο για συζήτηση με τη Μόσχα γύρω από τη μελλοντική αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης.