Αφγανιστάν: Ο λιμός εξαπλώνεται και απειλεί να θρέψει την τρομοκρατία

Οι ειδικοί παρατηρούν ότι ακόμη κι αν η Δύση αδιαφορεί για το μέγεθος του ανθρώπινου πόνου, οι επιπτώσεις του μπορεί να γίνουν αισθητές ακόμη και στη δική της επικράτεια

Ο Μεχρατζουντίν έχει αλλάξει πολλές δουλειές στα εβδομήντα χρόνια της ζωής του. Έχει υπάρξει αστυνομικός διοικητής, πολεμιστής των μουτζαχεντίν, κυβερνήτης επαρχίας και εισαγγελέας – έχει εργαστεί ακόμη και για την Ευρώπη για ένα διάστημα. Αυτό που δεν έχει ξαναζήσει ποτέ, εξομολογείται στον Guardian, είναι να μην μπορεί να θρέψει την οικογένειά του.

Φέτος, όμως, του συνέβη κι αυτό. Πλέον αναγκάζονται να τρώνε μόλις ένα γεύμα την ημέρα: σκληρές φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, βουτηγμένες σε νερό, για να μαλακώσουν μέχρι να γίνουν πολτός.

 

«Φοβάμαι ακόμα και να πεθάνω»

«Η οικογένειά μου λιμοκτονεί», παραδέχεται, περιμένοντας σε ένα κέντρο διανομής τροφίμων στην Καμπούλ. Θα παραλάβει φακές, ρύζι, αλεύρι και λάδι. «Φοβάμαι ακόμη και να πεθάνω. Γιατί αν συμβεί αύριο, πώς θα μπορέσει η οικογένειά μου να πληρώσει για την κηδεία;»

Η σύνταξη που λάμβανε από το αφγανικό κράτος έχει πάψει να κατατίθεται, και η θέση του γιου του στο Δημόσιο έχει πια καταργηθεί. Η σύζυγος και η κόρη του είναι ακόμη πιο ευάλωτες. Και οι δύο έχουν αναπηρίες.

Τα τρόφιμα που θα παραλάβει θα τους βοηθήσουν να περάσουν μερικές εβδομάδες. Όμως μετά από αυτό, δεν ξέρει πώς θα τα βγάλουν πέρα. Τις ανησυχίες του μοιράζονται εκατομμύρια ακόμη οικογένειες Αφγανών.

 

Σοκάρουν οι αριθμοί

Η πείνα κατατρέχει το Αφγανιστάν, ως αποτέλεσμα της καταστροφικής διασταύρωσης πολιτικών και περιβαλλοντικών κρίσεων. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι μόλις το 2% του πληθυσμού έχει στη διάθεσή του επαρκή τρόφιμα.

Η νίκη των Ταλιμπάν σταμάτησε μέσα σε μια νύχτα την ανθρωπιστική βοήθεια που έφτανε στη χώρα από το εξωτερικό, κρατώντας ζωντανή την οικονομία του κράτους που εδώ και 20 – τουλάχιστον – χρόνια πλήττεται αδιάκοπα από συγκρούσεις. Στην επαρχία, όπου ζουν πάνω από τα δύο-τρίτα του πληθυσμού, η χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 30 ετών έχει ήδη ωθήσει τους αγρότες στην ανέχεια και την απελπισία.

Πλέον οι άνθρωποι που έχουν στη διάθεσή τους ελάχιστα τρόφιμα και τα παιδιά που είναι υποσιτισμένα είναι τόσο πολλοί – τουλάχιστον ένας στους τρεις – ώστε το Αφγανιστάν να καλύπτει, κατά πάσα πιθανότητα, δύο από τα τρία κριτήρια που αξιοποιεί ο ΟΗΕ για να ανακηρύξει λιμό.

 

Στο χείλος του λιμού

«Ακόμη κι αν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, είναι εξαιρετικά κοντά», παρατηρεί μιλώντας στον Guardian η Μέρι-Έλεν Μακγκρόαρτι, επικεφαλής του Παγκόσμιου Προγράμματος Σίτισης για το Αφγανιστάν. Η υπηρεσία του ΟΗΕ εκτιμά ότι 3,2 εκατομμύρια παιδιά είναι εξαιρετικά υποσιτισμένα και 23 εκατομμύρια άτομα κινδυνεύουν. «Βρίσκονται στο χείλος. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει επαρχία του Αφγανιστάν όπου λιγότερο από το 30% του πληθυσμού να βιώνει είτε κρίση είτε επισιτιστική επισφάλεια».

Στα νοσοκομεία και κέντρα σίτισης, ο αριθμός των παιδιών που χρειάζονται βοήθεια διπλασιάζεται ή και τριπλασιάζεται. «Βλέπεις δυο ή τρία παιδιά στο ίδιο κρεβάτι, οικογένειες να φέρνουν όχι μόνο ένα υποσιτισμένο παιδί, αλλά δύο ή τρία», αναφέρει.

Αν οι άνθρωποι αρχίσουν να πεθαίνουν σε μεγάλους αριθμούς εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων, η κατάσταση θα κλιμακωθεί και επισήμως σε λιμό. Ελλείψει υποστήριξης, όπως αυτή που επιδιώκουν να προσφέρουν στο Αφγανιστάν ανθρωπιστικοί οργανισμοί, φιλανθρωπικές οργανώσεις και άτομα, αυτό το δυσοίωνο σενάριο είναι βέβαιο ότι θα πραγματωθεί. Το μόνο ερώτημα, είναι πότε.

 

Η κορυφή του παγόβουνου

«Οι εικόνες που βλέπουμε στα κέντρα σίτισης και τα νοσοκομεία κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου σε σχέση με εκείνα που θα έρθουν, εκτός αν μπορέσουμε να έχουμε μια μαζική αντίδραση, πράγμα για το οποίο εργαζόμαστε καθημερινά», τονίζει η Μακγκροάτι. Σημειώνει επίσης ότι η κλίμακα της κρίσης στο Αφγανιστάν είναι πρωτόγνωρη για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας.

Σε αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας, οι ΗΠΑ και ο ΟΗΕ χαλάρωσαν την περασμένη εβδομάδα τους περιορισμούς που είχαν επιβάλει στους Ταλιμπάν, προτού εκείνοι έρθουν στην εξουσία. Η κίνηση αυτή θα επιτρέψει την παράδοση τροφίμων και ανθρωπιστικής βοήθειας στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων κονδυλίων για την καταβολή των μισθών των εκπαιδευτικών.

Οι κυρώσεις είχαν επιβληθεί για τις τρομοκρατικές επιθέσεις που ενορχήστρωσαν οι Ταλιμπάν όταν ακόμη αντάρτες, αφήνοντας στον αέρα επί σειρά μηνών τις δωρεές και τις φιλανθρωπικές οργανώσεις. Παρά την επιθυμία τους να στηρίξουν τους Αφγανούς, ανησυχούσαν ότι αν το έπρατταν θα παραβίαζαν τους νόμους στη χώρα τους.

 

Παγωμένοι λογαριασμοί και άδεια πιάτα

Αφγανικά νομισματικά αποθεματικά στις ΗΠΑ παραμένουν «παγωμένοι» από το καλοκαίρι, συμβάλλοντας στην έλλειψη χρημάτων στη χώρα. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη κι αν μια μικρή μειοψηφία εξακολουθεί να πληρώνεται ή να έχει αποταμιεύσεις στην τράπεζα, η πρόσβαση σε αυτά τα χρήματα είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Εκτιμάται ότι η οικονομία της χώρας έχει συρρικνωθεί τουλάχιστον κατά ένα τρίτο στη διάρκεια του 2021. Οι θέσεις εργασίας έχουν εξαφανιστεί – το ίδιο και οι μισθοί εκείνων που εξακολουθούν να εργάζονται. Το νόμισμα της χώρας έχει υποτιμηθεί τουλάχιστον κατά 25% και ο ραγδαίος πληθωρισμός συνεπάγεται ότι τα ελάχιστα λεφτά που έχουν οι άνθρωποι στη διάθεσή τους, αντιστοιχούν σε λιγότερα τρόφιμα.

 

Οι φτωχοί πληρώνουν το τίμημα

«Οι φτωχοί ούτε έδιωξαν, ούτε έφεραν τους Ταλιμπάν, όμως πληρώνουν το τίμημα», λέει στον Guardian ο Ομπαϊντουλάχ Μπαχίρ, που ήταν καθηγητής πανεπιστημίου πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν.

Καθώς η χώρα του βουλιάζει στην οικονομική καταστροφή και τα μαθήματα που κάποτε παρέδιδε έχουν πάψει να πραγματοποιούνται, έχει εστιάσει τις προσπάθειές του στους εράνους τροφίμων. Τα χρήματα που συγκέντρωσε έχουν δοθεί σε αρκετές εκατοντάδες οικογένειες σε όλη τη χώρα, όμως το μέγεθος της απελπισίας ξεπερνά κατά πολύ αυτές τις επιτυχίες.

«Συχνά αισθανόμαστε ότι προσπαθούμε να σβήσουμε μια πυρκαγιά με μια βρεγμένη πετσέτα», τονίζει μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα. «Δεν μπορείς να αφήσεις τον εαυτό σου να σκεφτεί την κλίμακα και τους αριθμούς, γιατί αν το κάνεις γίνεται αδύνατο να βοηθήσεις. Πρέπει να κάνεις ό,τι μπορείς, όσο μπορείς».

Ο Μεχρατζουντίν, που παρέλαβε τρόφιμα από μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις του Μπαχίρ, ανήκει στην αστική μεσαία τάξη που κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες. Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν γεμίσει από φωτογραφίες δημοσιογράφων που αναγκάζονται να πουλήσουν τα ρούχα τους στην άκρη του δρόμου και καθηγητές που κάνουν χειρωνακτικές εργασίες σε οικοδομές.

 

«Οι Ταλιμπάν δεν θα πάνε πουθενά»

Ο ίδιος ο Μπαχίρ έχει ξεκινήσει εκστρατεία ενάντια στο «πάγωμα» των εθνικών αποθεματικών, παρά το γεγονός ότι αντιλαμβάνεται τους φόβους ότι οι Ταλιμπάν ενδέχεται απλώς να αρπάξουν τα χρήματα.

Ήδη έχει αντιμετωπίσει έναν κυβερνήτη επαρχίας που προσπάθησε να κατασχέσει την ανθρωπιστική βοήθεια που προσφέρουν, και έναν διοικητή που προχώρησε σε κράτηση μέλους της ομάδας του επί 40 ημέρες. Όμως επιμένει ότι η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις αρχές για να σώσει ζωές. «Δεν είναι ζήτημα πολιτικής. Το θέμα είναι να μπει ένα τέλος στα αποτρόπαια επίπεδα του ανθρώπινου πόνου», εξηγεί. «Οι Ταλιμπάν είναι μια πραγματικότητα και δεν πρόκειται να πάνε πουθενά».

 

Χειρότερα τα πράγματα για τις γυναίκες

Η κρίση είναι ακόμη πιο σκληρή για τις γυναίκες, επειδή οι Ταλιμπάν τους έχουν απαγορεύσει να εργάζονται σε οποιονδήποτε τομέα πέραν της εκπαίδευσης και της ιατρικής περίθαλψης. Η βαθιά συντηρητική κοινωνία στην οποία ζουν, ήδη έθετε εμπόδια στην εργασία τους εκτός σπιτιού.

Η Ναντέρα είναι μια από τις τελευταίες γυναίκες που έμειναν χήρες από τις μάχες μεταξύ των Ταλιμπάν και της ηττημένης Δημοκρατίας του Αφγανιστάν. Ο σύζυγός της, ένας αστυνομικός, σκοτώθηκε τον Αύγουστο από ρουκέτα καθώς επέστρεφε στο σπίτι του για να μεταφέρει τη σύζυγο και τα έξι παιδιά τους σε ασφαλέστερο προορισμό, έχοντας διαπιστώσει την κλιμάκωση των μαχών στην περιοχή.

Κατέφυγαν στο σπίτι του αδερφού της. Όμως και η δική του θέση εργασίας, ως οδηγός, επίσης χάθηκε από την οικονομική συντριβή της χώρας. Δεν έχει να τους προσφέρει και πολλά. «Ο αδερφός μου μας δίνει δυο κομμάτια ψωμί για επτά άτομα κάθε μέρα, κι αυτό όταν μπορεί. Συνήθως μένουμε πεινασμένοι», λέει η ίδια στον Guardian.

Ακόμη κι αν οι Ταλιμπάν της επέτρεπαν να εργαστεί, δεν είναι σίγουρη ότι αυτό θα ήταν εφικτό. «Δεν υπάρχει κανείς να προσέξει το μωρό μου», εξηγεί. Τα παιδιά της την εκλιπαρούν να ξαναπάνε σχολείο, παρά την πείνα τους. Όμως η εκπαίδευση μοιάζει με όνειρο θερινής νυκτός.

 

Επιτακτική ανάγκη για αποστολή βοήθειας

Η Μακγκρόατι σημειώνει ότι το Αφγανιστάν χρειάζεται περίπου $220 εκατομμύρια το μήνα για να αποτρέψει το λιμό μέχρι την άνοιξη. Και τα χρήματα πρέπει να φτάσουν σύντομα.

Τα Ιμαλάια διατρέχουν τη χώρα και οι βαριές χιονοπτώσεις στις περιοχές με το υψηλότερο υψόμετρο αποκόβουν ολόκληρα χωριά επί σειρά μηνών. Οι περιοχές αυτές έχουν άμεση ανάγκη από αποστολές τροφίμων. Ακόμη και στα μέρη που η μετακίνηση είναι ευκολότερη, η εύρεση και μεταφορά τροφίμων για εκατομμύρια ανθρώπους απαιτεί χρόνο.

«Χρειαζόμαστε άμεση χρηματοδότηση για να τα καταφέρουμε μέχρι τον Μάιο», τονίζει. «Η πείνα είναι τόσο εκτεταμένη που είναι δύσκολο να την αντιμετωπίσουμε».

 

Η πείνα θρέφει την τρομοκρατία – και βοηθά το όπιο να ανθίσει

Ακόμη και οι δυτικοί νομοθέτες που δεν ενδιαφέρονται για τον ανθρώπινο πόνο, θα έπρεπε να ανησυχούν για τις πιθανές επιπτώσεις, σε περίπτωση που το Αφγανιστάν φτάσει σε κατάσταση απόλυτου λιμού. Το Ισλαμικό Κράτος, μια οργάνωση με ακόμη πιο ακραίο ιστορικό από τους Ταλιμπάν – και έντονο ενδιαφέρον για τη διεθνή τζιχάντ – χρησιμοποιεί αυτές τις περιοχές για στρατολόγηση.

Η χώρα παραμένει επίσης η κύρια πηγή του παγκόσμιου εμπορίου ηρωίνης, η οποία παράγεται από το όπιο που φύεται στη χώρα. Οι Ταλιμπάν έχουν δεσμευτεί επισήμως να καταστρέψουν τις καλλιέργειες, όμως οι αγρότες περιμένουν να σωθούν από τη σοδειά της άνοιξης.

Ελάχιστος από τον πλούτο που παράγεται από αυτό το παράνομο εμπόριο καταλήγει στους καλλιεργητές, όμως τα λίγα χρήματα που φτάνουν είναι τουλάχιστον ικανά να ταΐσουν τις οικογένειές τους. Ο Αμπντούλ Μανάν, από ένα χωράφι κοντά στο Κανταχάρ, μιλά στον Guardian για τον αρχικό του στόχο να περιορίσει τη φετινή σοδειά οπίου. Όμως εντέλει, αναγκάζεται να επιστρέψει σε αυτό.

«Τρώγαμε τρία γεύματα την ημέρα, όμως φέτος τρώμε μόνο δυο φορές. Όλα έχουν ακριβύνει πάρα πολύ», εξηγεί. Τα έσοδα από τη σοδειά των ροδιών του ήταν ελάχιστα, κι έτσι κατέληξε να εξαρτάται εντονότερα από το όπιο.

Δείχνοντας τις παπαρούνες του λέει και σηκώνει τους ώμους: «Η τιμή φέτος είναι λίγο καλύτερη».