Η Κόρτνεϊ Γκραντ, που έχασε τον σύζυγό της από κοροναϊό τον περασμένο Αύγουστο, έλαβε ένα ανησυχητικό μήνυμα στο κινητό της την περασμένη εβδομάδα: ο 16χρονος γιος της «μιλούσε για αυτοτραυματισμό», σύμφωνα με το μήνυμα που της έστειλε ένας φίλος του. Στη συνέντευξή της στους Times της Νέας Υόρκης, η Γκραντ εξηγεί κλαίγοντας ότι έσπευσε να τον φέρει σε επαφή με σύμβουλο πένθους.
Ο Τζον Τζάκσον, ένας ανάπηρος βετεράνος που επιβιώνει χάρη σε επιδόματα, περιγράφει στην αμερικανική εφημερίδα τις δυσκολίες που αντιμετώπισε προσπαθώντας να βρει βοήθεια για την 14χρονη κόρη του, η μητέρα της οποίας πέθανε στην πανδημία. «Μπορώ να δω ότι υποφέρει», λέει.
Η Πάμελα Άντισον, μια εκπαιδευτικός που έμεινε χήρα, δηλώνει τυχερή που η οικονομική της κατάσταση της επέτρεψε την «πολυτέλεια» της ψυχοθεραπείας για το 3χρονο παιδί της. Κάθε συνεδρία κοστίζει $300.
Απουσία ουσιαστικής στήριξης
Παρά το γεγονός ότι το Κογκρέσο έχει διοχετεύσει τρισεκατομμύρια δολάρια στην καταπολέμηση της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένων και $100 εκατομμυρίων σε προϋπάρχοντα προγράμματα για την ψυχική υγεία των παιδιών και $122 δισεκατομμύρια σε σχολεία, η κυβέρνηση Μπάιντεν προς το παρόν δεν έχει δημιουργήσει πρωτοβουλίες ειδικά για τις δεκάδες χιλιάδες των παιδιών που έχασαν τους γονείς τους και τους κύριους φροντιστές τους εξαιτίας του κοροναϊού.
Στα παρασκήνια, οι ηγέτες μιας διακομματικής συμμαχίας ειδικών σε ζητήματα εκπαίδευσης, οικονομίας και υγείας, με την υποστήριξη πλούσιων φιλάνθρωπων και με επικεφαλής δύο τέως κυβερνήτες – τον Ντερκ Κέμπθορν των Ρεπουμπλικάνων και τον Ντεβάλ Πάτρικ των Δημοκρατικών – συναντήθηκαν με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου και τους παρότρυναν να κάνουν περισσότερα για το ζήτημα.
Μια σημαντική έκθεση
Την περασμένη Πέμπτη, μόλις δυο ημέρες αφότου ο αρχίατρος των ΗΠΑ προειδοποίησε ότι οι νέοι αντιμετωπίζουν «καταστροφικά» προβλήματα ψυχικής υγείας εξαιτίας της πανδημίας, αυτή η ομάδα, που φέρει την ονομασία «Συνεργασία Covid», προχώρησε στη δημοσίευση μιας έκθεσης που εκτιμά ότι 167.000 παιδιά στις ΗΠΑ έχασαν τους γονείς ή τους κύριους φροντιστές τους εξαιτίας της ασθένειας.
Η συνεργασία ζητά από τον πρόεδρο Μπάιντεν να ξεκινήσει μια εθνική εκστρατεία εντοπισμού αυτών των παιδιών και, με τη βοήθεια του ιδιωτικού τομέα, να προχωρήσει σε βήματα βελτίωσης της συναισθηματικής τους υγείας, αλλά και της οικονομικής τους κατάστασης. Στις προτάσεις της περιλαμβάνεται η προσφορά φροντίδα ψυχικής υγείας και η δημιουργία «Ταμείου για τα Πενθούντα Παιδιά του Covid», αντίστοιχου με εκείνο που είχε δημιουργηθεί μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, μέσω του οποίου έως και $10.000 να δοθούν στις οικογένειες που τα έχουν ανάγκη.
«Είναι μια τραγωδία για την οποία δεν φέρουν καμιά ευθύνη», λέει στους Times ο Πάτρικ, «όμως είναι δικά μας παιδιά. Μας ανήκουν και το μόνο πράγμα που λέμε, είναι ότι πρέπει να δράσουμε αναλόγως».
Κρυφός πόνος
Η έκθεση, που φέρει τον τίτλο «Κρυφός Πόνος» εκτιμά ότι πάνω από το 70% των παιδιών που πενθούν είναι κάτω των 13 ετών. Στηρίζεται σε ομοσπονδιακά δεδομένα και σε ένα επιστημονικό μοντέλο που ανέπτυξε ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Νταν Τρέγκλια του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.
Οι έγχρωμες κοινότητες πλήττονται δυσανάλογα, τονίζει ο Τρέγκλια στους Times. Ο ερευνητής, που είναι μέλος της συνεργασίας, τονίζει ότι οι φυλετικές και εθνοτικές αποκλίσεις στην απώλεια φροντιστών λόγω κοροναϊού ξεπερνούν τις ήδη αχανείς διαφορές στο σύνολο των θανάτων.
Γονείς και νέοι που έχασαν τους οικείους τους βλέπουν θετικά αυτή τη συνεργασία, θεωρώντας ότι αν μη τι άλλο θα ασκήσει πιέσεις στους αξιωματούχους της Ουάσινγκτον να αναγνωρίσουν το εύρος της τραγωδίας.
Κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει
Ο γιος της Γκραντ δεν έχει επιστρέψει στο σχολείο από την περασμένη εβδομάδα, όταν η μητέρα του έλαβε το τρομερό μήνυμα.
Πήγε στην πρώτη του συνεδρία την Τρίτη το απόγευμα. Σε συνέντευξη δήλωσε ότι βιώνει έντονες εναλλαγές διάθεσης και αυτοκτονικές σκέψεις, ενώ θέλει να παραμένει κλεισμένος στο δωμάτιό του. Θα ήθελε να υπάρξουν πρωτοβουλίες που να προετοιμάζουν καλύτερα τους εκπαιδευτικούς και το διοικητικό προσωπικό των σχολείων, ώστε να είναι σε θέση να βοηθούν τους πενθούντες μαθητές.
«Κανείς δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτό που περνούσα, κι έτσι ήταν δύσκολο για τους καθηγητές μου να επικοινωνήσουν μαζί μου», σημείωσε, προσθέτοντας ότι αν και μπορούσε να μιλά με τους φίλους του, δεν είχαν καταφέρει να τον βοηθήσουν. «Μπορώ να τους ανοιχτώ, αλλά από το ένα αυτί τους μπαίνει και από το άλλο βγαίνει», εξηγεί στους Times. «Δεν καταλαβαίνουν απολύτως τι θέλω να πω, ούτε είναι σε θέση να επεξεργαστούν την κατάσταση».
Ανάγκη για εστιασμένη προσπάθεια
Η Κρίστεν Άλλεν, εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας και Ανθρώπινων Υπηρεσιών, δήλωσε στους Times ότι η κυβέρνηση «έχει πραγματοποιήσει μια σειρά από επενδύσεις που καλύπτουν μια ευρεία γκάμα προτεραιοτήτων ψυχικής υγείας – συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης σε παιδιά που έχουν χάσει τους γονείς τους».
Παρέπεμψε στις συστάσεις του αρχίατρου και στην επέκταση των προγραμμάτων που προϋπήρχαν. Τον Μάιο, για παράδειγμα, το υπουργείο ανακοίνωσε ότι $14,2 εκατομμύρια θα διοχετεύονταν από το Κογκρέσο μέσω του American Rescue Plan στη διεύρυνση της πρόσβασης στην ψυχική υγεία. Το συγκεκριμένο σχέδιο διάσωσης παρείχε χρήματα και σε προγράμματα πρόληψης αυτοκτονιών, καθώς επίσης και σε ένα πρόγραμμα για τη βελτίωση της περίθαλψης της πρόσβασης σε υπηρεσίες για τα «παιδιά που έχουν βιώσει τραύμα».
Ο Τζον Μπρίτζλαντ, ιδρυτής της συνεργασίας, σημειώνει μιλώντας στους Times ότι η διεύρυνση προγραμμάτων που προϋπήρχαν δεν επαρκεί. «Χρειαζόμαστε μια εστιασμένη προσπάθεια για την αντιμετώπιση της αβάσταχτης απώλειας που έχουν βιώσει αυτά τα 167.000 παιδιά», τονίζει.
Σκληρότερο το πένθος της πανδημίας
Η απώλεια ενός γονέα ή φροντιστή είναι σκληρή για ένα παιδί σε οποιαδήποτε εποχή. Όμως οι ειδικοί στη συμβουλευτική πένθους και το διοικητικό προσωπικό των σχολείων υπογραμμίζουν ότι τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο στα συγκείμενα της πανδημίας.
«Ο θάνατος ενός γονέα είναι κάτι που αντιμετωπίζουμε διαρκώς, όχι μόνο με τον κοροναϊό», εξηγεί η Σούζαν Γκεζόν Μόργκαν, σχολική νοσηλεύτρια στο Άινταχο. «Όμως πιστεύω ότι το γεγονός ότι ο κοροναϊός είναι κάτι που βλέπουν στις ειδήσεις και τόσο αιφνίδιος – και πολλές φορές αφορά έναν νέο γονέα – καθιστά την εμπειρία ακόμη πιο τραυματική».
Στη μικρή κοινότητα όπου εργάζεται, και όπου όλοι οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους, το πένθος είναι διαφορετικό. Τα παιδιά δεν έχουν μεν την ιδιωτικότητά τους, έχουν όμως μια δεμένη κοινότητα να τους προσφέρει υποστήριξη. Δεν ισχύει το ίδιο και για τις πόλεις.
Ανισότητα και στον θάνατο
Οι ερευνητές της έκθεσης που δημοσίευσε η συνεργασία διαπίστωσαν ότι τα μαύρα και ισπανόφωνα παιδιά είχαν σχεδόν δυόμισι φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να έχουν χάσει κάποιον γονέα εξαιτίας της πανδημίας σε σχέση με τα λευκά παιδιά. Στην περίπτωση των παιδιών που ανήκουν σε αυτόχθονες φυλές, οι πιθανότητες τετραπλασιάζονταν. Ο Τρέγκλια, η έρευνα του οποίου εστιάζει σε ευάλωτους πληθυσμούς, σημειώνει ότι ο αριθμός των ορφανών αυξήθηκε δραματικά στη διάρκεια της έξαρσης της Δέλτα, εν μέρει γιατί η συγκεκριμένη παραλλαγή χτύπησε πολλούς ενήλικες αναπαραγωγικής ηλικίας.
«Έχουμε απίστευτη ευθύνη να φροντίσουμε αυτά τα παιδιά», τονίζει. «Πάρα πολλά από αυτά αντιμετώπιζαν οικονομικές και άλλες δυσκολίες ακόμη και πριν την πανδημία – και σίγουρα πριν την απώλεια των γονιών τους. Τώρα βιώνουν την πιο σκοτεινή περίοδο της ζωής τους».
«Τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν ότι οι γονείς τους ήταν ήρωες»
Κάποιοι από τις χήρες και τους χήρους, οι σύντροφοι των οποίων ήταν εργαζόμενοι της πρώτης γραμμής, λένε πως θα ήθελαν τουλάχιστον να δουν την Ουάσινγκτον να αναγνωρίζει ότι οι αγαπημένοι τους χάθηκαν φροντίζοντας τους άλλους.
Η Άντισον, ο σύζυγος της οποίας ήταν γιατρός σε νοσοκομείο του Νιου Τζέρσι έχει ιδρύσει μια ομάδα υποστήριξης που λέγεται «Χήροι και Χήρες της Covid-19». Εκτιμά ότι το 95% των μελών της έχουν παιδιά.
«Καλείτε αθλητές στο Λευκό Οίκο επειδή κέρδισαν κάποιον αγώνα. Γιατί δεν καλείτε και τις οικογένειες που έχασαν κάποιον αγαπημένο τους επειδή αναγκαζόταν να πηγαίνει σε ένα νοσοκομείο ή σε ένα σχολείο όπου δεν ήταν ασφαλής;», ρωτά. «Όταν χάνεται ένας στρατιωτικός γίνονται μεγάλες γιορτές για τη ζωή του και τα παιδιά του γνωρίζουν ότι ο γονιός τους ήταν ήρωας. Θα πρέπει να το μάθουν και τα δικά μας παιδιά».