Άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη Φιλελεύθερη Δημοκρατία δημοσίευσε η εφημερίδα το Κεφάλαιο, σε ειδικό ένθετο για τις Μεγάλες Ιδέες που δημιούργησε σε συνεργασία με τους New York Times.
Το άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη:
«Σε παλαιότερα χρόνια, ο τίτλος “Σε τι πιστεύουµε” σε ένα αφιέρωµα όπως αυτό θα παρέπεµπε µάλλον σε άκαµπτα µανιφέστα ανελαστικών ιδεολογιών. Αντίθετα, στις µέρες µας, η συστέγαση απόψεων που εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά αφορούν την ίδια θεµατική, ζωογονεί τον δηµόσιο διάλογο. Γιατί, διασταυρώνοντας τα αντίπαλα επιχειρήµατα, δοκιµάζει την αντοχή τους στην πραγµατικότητα. Και, βαθαίνοντας τον κοινό προβληµατισµό, αναβαθµίζει συνολικά την ποιότητα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ενός τόπου.
Προϋπόθεση, βέβαια, γι’ αυτό είναι να αναγνωρίζουµε όλοι αξίες και όχι αξιώµατα. Με πρώτη αυτήν της συνύπαρξης. Την πεποίθηση, δηλαδή, ότι κανείς δεν κρατά το µονοπώλιο στις ιδέες, στην αλήθεια, στην κοινωνική ευαισθησία, στην ηθική και στον πατριωτισµό. Γιατί µπορεί ο δρόµος να είναι η δηµιουργική αντιπαράθεση, η διαφωνία ή ακόµα και η σύγκρουση. Προορισµός, ωστόσο, πρέπει είναι πάντοτε ο συµβιβασµός και η σύνθεση. Με απόλυτο σεβασµό στη διαφορετική άποψη. Αλλά χωρίς την παραµικρή παραχώρηση στον διχαστικό και µισαλλόδοξο λόγο.
Προσωπικά πιστεύω στη δύναµη και στο βάθος της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας. Μιας δηµοκρατίας ανοιχτής. Με αντοχή, όµως, στις δυνάµεις που την υπονοµεύουν. Γιατί, όπως αποδεικνύει και η ελληνική εµπειρία, είναι το πολίτευµα που µπορεί να υπερβαίνει οικονοµικές κρίσεις και δηµαγωγικές περιπέτειες. Με την ασπίδα της αλήθειας, να αποκρούει τη διαβρωτική δράση του λαϊκισµού. Με την ισχύ της λαϊκής ψήφου, να εξοστρακίζει τους υπονοµευτές του. Και µε τους κανόνες του Κράτους Δικαίου, να τους τιµωρεί όπως τους πρέπει.
Ένα δυναµικό πολιτικό σύστηµα, πάντως, δεν καταργεί τις αγκυλώσεις που γεννούν οι περίοδοι ακµής του. Ούτε, συνεπώς, και τις αδυναµίες του που έρχονται µε τους κυµατισµούς της διαδροµής του. Καθώς, λοιπόν, παντού στον κόσµο, δοκιµάζεται το βασικό συστατικό της Δηµοκρατίας, η αντιπροσωπευτικότητα, έχουµε χρέος να ανανεώσουµε το περιεχόµενό της. Πώς; Ενισχύοντας τη συµµετοχή των πολιτών στα κοινά. Ενσωµατώνοντας τα µηνύµατά τους στους θεσµούς. Αµβλύνοντας ανισότητες. Και, κυρίως, παράγοντας πειστικό αποτέλεσµα προς όφελος όλων.
Ακριβώς γι’ αυτό πιστεύω σ’ ένα κράτος ικανό να προσφέρει λύσεις: στην Άµυνα της χώρας, στην Ασφάλεια του πολίτη, στη δηµόσια Υγεία και Παιδεία. Αλλά και στην προστασία του Περιβάλλοντος και της καθηµερινής ζωής. Ένα κράτος το οποίο θέτει κανόνες στην οικονοµική δραστηριότητα. Αλλά δεν της στερεί δυναµισµό και παραγωγικότητα. Χωρίς γραφειοκρατία και κοµµατισµό. Αλλά και απελευθερωµένο από συµπλεγµατικά δόγµατα του παρελθόντος. Γιατί είναι καιρός, νοµίζω, πλέον, να αντιληφθούµε ότι το “δηµόσιο” δεν ταυτίζεται µε το “κρατικό”.
Αυτό, άλλωστε, απέδειξαν τόσο η πανδηµία και οι ταυτόχρονες κρίσεις στα εθνικά µέτωπα όσο και η τρέχουσα πραγµατικότητα. Θυµίζω ότι τις υγειονοµικές ανάγκες της χώρας υπηρέτησαν από κοινού το κράτος και οι δωρεές ιδρυµάτων. Εταιρείες συµµετείχαν στον άµεσο εξοπλισµό του Λιµενικού Σώµατος για την αντιµετώπιση του Μεταναστευτικού. Ενώ δηµόσιος και ιδιωτικός τοµέας συµπράττουν, σήµερα, σε µεγάλα έργα υποδοµών σ’ ολόκληρη την επικράτεια. Με άλλα λόγια, η ίδια ζωή διδάσκει ότι το κοινό συµφέρον επιβάλλει κοινή συστράτευση.
Πιστεύω, επίσης, σε µια ανοιχτή κοινωνία, όπου γεφυρώνεται η ατοµική ελευθερία µε τη συλλογική ευηµερία. Με την προσωπική πρόοδο να αυξάνει παράλληλα και τον εθνικό πλούτο. Ώστε να ακολουθεί η Πολιτεία, που θα τον κατανέµει δίκαια και µε ευαισθησία απέναντι στους πιο αδύναµους. Προϋπόθεση, όµως, για κάτι τέτοιο είναι η ξεχωριστή προσωπικότητα κάθε πολίτη να µη χάνεται σε γενικόλογες έννοιες όπως “λαός”. Στο επίκεντρο να βρίσκεται ο ίδιος, έχοντας ίσες ευκαιρίες µε τον δίπλα του. Χωρίς διακρίσεις µε βάση την καταγωγή, το φύλο ή τις επιλογές του.
Είναι ο λόγος για τον οποίο η σύγχρονη Δηµοκρατία θεωρεί την Παιδεία “ιµάντα” προσωπικής ανέλιξης και “κλειδί” συνολικής προόδου. Γιατί είναι αυτή η οποία, σε σύνδεση µε την αγορά εργασίας, θα εξοπλίζει τον νέο µε δεξιότητες για να χτίσει ο ίδιος το δικό του µέλλον. Αλλά και εκείνη η οποία, απαντώντας στα ζητούµενα της εθνικής οικονοµίας, θα επιτρέπει στη χώρα να καινοτοµεί. Να προσαρµόζεται και να επιτυγχάνει σε ένα διεθνές περιβάλλον που διαρκώς µεταβάλλεται για να γίνει όλο και πιο σύνθετο, όλο και πιο ανταγωνιστικό.
Σε έναν κόσµο που αλλάζει, πάντως, µία αξία παραµένει ακλόνητη: ο πατριωτισµός. Η αγάπη για την πατρίδα και η σταθερή προσήλωση στην υπεράσπισή της. Μακριά, ωστόσο, από ρητορείες και εύκολα συνθήµατα. Και µε πυξίδα τον ρεαλισµό και τον συνδυασµό της ενεργητικής διπλωµατίας µε την αµυντική θωράκιση. Γιατί, όπως ακριβώς νέες συνθήκες σαν το Μεταναστευτικό φωτίζουν, σήµερα, διαφορετικά τη σηµασία των συνόρων, έτσι και οι διακρατικές συµµαχίες αποκτούν νέα βαρύτητα, τώρα, στις γεωστρατηγικές εξελίξεις στον παγκόσµιο χάρτη.
Οι παραπάνω σκέψεις απορρίπτουν, νοµίζω, µανιχαϊστικά δίπολα ή αναχρονιστικά διλήµµατα. Αντίθετα, µένουν ανοιχτές σε όλα τα ρεύµατα προβληµατισµού σχετικά µε το αύριο της Δηµοκρατίας. Δεν ξέρω αν ισχύει η θέση ότι “οι ιδεολογίες γίνονται, συχνά, εχθροί των ιδεών”. Ξέρω, όµως, πως η σύγχρονη φιλελεύθερη Δηµοκρατία, την οποία πρεσβεύω, δεν έχει άλλον δρόµο από την εµβάθυνσή της. Όπως και από την αναβάπτιση των αρχών της στη συγκυρία του 21ου αιώνα, που σφραγίζεται, ήδη, από την επέλαση της Τεχνολογίας και των νέων Δικαιωµάτων του Πολίτη.
Πάνω απ’ όλα, λοιπόν, πιστεύω στην ελεύθερη αντίληψη, στον µεθοδικό σχεδιασµό και στην τολµηρή πράξη. Αλλά µε κοινό βηµατισµό κράτους και κοινωνίας. Ο τόπος µας, άλλωστε, προόδευσε κάθε φορά που οι επιλογές της ηγεσίας συµβάδισαν µε τα ώριµα αιτήµατα της κοινωνίας. Είµαι περήφανος που, στα δύο πρώτα χρόνια της θητείας της, η κυβέρνησή µας, αν και κλήθηκε να διαχειριστεί αλλεπάλληλες και πολύµορφες προκλήσεις, έµεινε στο πλευρό κάθε Ελληνίδας και κάθε Έλληνα. Και έτσι θα πορευτεί. Ανοιχτή στις µεταρρυθµίσεις και µε ανοιχτούς ορίζοντες.»