Κριτική στην κυβέρνηση ότι «αναμασά οικονομικές συνταγές του παρελθόντος που απέτυχαν και μας οδήγησαν σε πτώχευση», αντί να συμμετέχει στην παγκόσμια συζήτηση που αναπτύσσεται για αλλαγή παραδείγματος, για μια νέα οικονομική πολιτική που θα έχει στόχο τη μείωση των ανισοτήτων, την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη που θα συμπεριλαμβάνει όλους, ΜμΕ, εργαζόμενους, αυτοαπασχολούμενους, αγρότες, άσκησε ο Αλέξης Τσίπρας απευθύνοντας χαιρετισμό στη Γενική Συνέλευση της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μίλησε για τις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης και της «διπλής πανδημίας» του κορωνοϊού και της ακρίβειας, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορείς να επαναλαμβάνεις την ίδια συνταγή και να αναμένεις διαφορετικά αποτελέσματα. «Χωρίς αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, χωρίς να δίνει σημασία στην εγχώρια παραγόμενη αξία, χωρίς βιομηχανική πολιτική, χωρίς να πιστέψουμε στην παραγωγική δυναμική των ΜμΕ, υποτιμώντας την αξία της εργασίας, δεν μπορούμε να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στο άμεσο μέλλον», είπε. Καταλόγισε στην κυβέρνηση προσπάθεια ωραιοποίησης της οικονομικής πραγματικότητας, σχολιάζοντας παράλληλα ότι «κάθε φορά που μια κρίση κορυφώνεται, είτε της ακρίβειας είτε της πανδημίας, μιλά για παροδικά φαινόμενα που θα περάσουν σε λίγους μήνες». «Δυστυχώς, όμως, για την ελληνική κοινωνία και οικονομία στην πανδημία έχει ήδη διαψευστεί», υποστήριξε.
Επί της οικονομίας ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρέπεμψε σε εκτιμήσεις και αξιολογήσεις, όχι του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διευκρίνισε, αλλά άλλων φορέων και οργανισμών. Ειδικότερα είπε ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο τέλος του 2021 το ΑΕΠ της χώρας θα υπολείπεται κατά περίπου 3 δισ. ευρώ από αυτό του 2019. Πρόσθεσε ότι «η πανδημική κρίση έφερε εκ νέου στο προσκήνιο τα «δίδυμα ελλείμματα» (δημοσιονομικό και εμπορικό ισοζύγιο) της ελληνικής οικονομίας και πως σύμφωνα με την επισκόπηση της Κομισιόν για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες της Ελλάδας, «η πανδημική κρίση ανέστειλε -και εν μέρει εξάλειψε- τα αποτελέσματα της προσαρμογής των προηγούμενων χρόνων».
Ο κ. Τσίπρας είπε ότι ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα κοινωνικό μέρισμα που δυο μέρες πριν ο κ. Σταϊκούρας δεν το είχε εντάξει στον προϋπολογισμό. Σημείωσε πως η διαφορά δεν είναι ότι το ‘16, το ‘17, το ‘18 ο ΣΥΡΙΖΑ έδινε τριπλάσιο κοινωνικό μέρισμα από αυτό που δίνει σήμερα η ΝΔ και που τότε το χαρακτήριζε ‘ψίχουλα’, αλλά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έδινε κοινωνικό μέρισμα από την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας, «ενώ σήμερα η κυβέρνηση δίνει κοινωνικό μέρισμα από τα δανεικά γιατί το έλλειμμα είναι στο 7%».
Είπε ότι η ίδια η πρόβλεψη της κυβέρνησης μέσω του κατατεθειμένου προϋπολογισμού προβλέπει σωρευτική ανάπτυξη 11,7% για το 2021 και το 2022, για να τονίσει, όμως, πως «με την επίδοση αυτή η ελληνική οικονομία στο τέλος του επόμενου χρόνου θα έχει καθαρή αύξηση του ΑΕΠ μόλις 1,7% σε σύγκριση με το 2019, δηλαδή θα έχει μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης από αυτόν που παρέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2ο τρίμηνο του 2019, που ήταν 3,2%». Σχολίασε ότι αυτό είναι λογικό αφού η χώρα μας «είχε τη μεγαλύτερη ύφεση στην διάρκεια της πανδημίας ενώ ο αναπτυξιακός ρυθμός είχε φρενάρει ήδη πριν την έκτακτη ανάγκη της πανδημίας».
Εν συνεχεία επικαλέστηκε τις εκτιμήσεις και παρατηρήσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: «Η ακρίβεια μείωσε την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού κατά 7,4% τον Οκτώβριο και 10% τον Νοέμβριο του 2021. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας στην ΕΕ. Η πανδημία φαίνεται να επιβάρυνε τα πιο νεαρά, και άρα τα πιο δυναμικά, τμήματα του εργατικού δυναμικού. Συγκεκριμένα, το β΄ τρίμηνο του 2021 οι ηλικιακές ομάδες που υπέστησαν τη μεγαλύτερη μείωση απασχόλησης συγκριτικά με το β΄ τρίμηνο του 2019 ήταν εκείνες μεταξύ 20-44 ετών. Εάν συνυπολογιστούν το κόστος διαβίωσης και το κόστος επιβάρυνσης από το ενοίκιο, τους τόκους ενυπόθηκου δανείου ή το κόστος συντήρησης της οικίας, τότε μεγάλο μέρος του μέσου νοικοκυριού εισέρχεται στη ζώνη υλικής αποστέρησης».
Ακόμη, παρέπεμψε στα στοιχεία του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) της ΓΣΕΒΕΕ, λέγοντας ότι τα αποθέματα ‘Αμεσων Ξένων Επενδύσεων στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 15,7% μετά την ανάκαμψη κατά την περίοδο 2015-2019. Είπε ότι η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κατέγραψε σοβαρή μείωση του κύκλου εργασιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και το 2020 σε σύγκριση με το 2019 συντελέστηκε πλήρης ανατροπή στη κερδοφορία των επιχειρήσεων: «Σχεδόν διπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν ζημιές (47,8% το 2020 έναντι 27,6% το 2019). Υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη (27,3% το 2020 από 55,2% το 2019)».
Ο κ. Τσίπρας είπε ακόμη ότι «πέρα από κάθε δημοσιονομική, οικονομική και αναπτυξιακή λογική η ‘φιλοπενδυτική’ κυβέρνηση πάγωσε τις πληρωμές του ΕΣΠΑ, αυτές δηλαδή που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι ευρωπαϊκοί πόροι» και έτσι «χιλιάδες μικρομεσαίες, επιχειρήσεις, ανάδοχοι κατασκευαστές, αγρότες, αυτοπασχολούμενοι παραμένουν απλήρωτοι». Σε ό,τι αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης είπε ότι οι πραγματικές δαπάνες για το 2021 δεν αναμένεται να ξεπεράσουν τα 150 εκατ. όταν στον προϋπολογισμό του 2021 η κυβέρνηση υπολόγιζε 2,6 δισ. ευρώ. Υπογράμμισε όμως ότι το κυριότερο θέμα με το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν αποκλειστεί από τα 12,7 δισ. δάνεια αλλά και από τις σχετικές επιχορηγήσεις «εξαιτίας των επιλογών αυτής της κυβέρνησης, όπως έχουν αποκλειστεί και από τις τράπεζες».
Κατόπιν αυτών ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστήριξε ότι «η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από αυτή της ωραιοποίησης» και ότι «οι επιλογές της κυβέρνησης που είναι κολλημένες στην ίδια συνταγή που παλιότερα μας οδήγησε σε μεγάλες κρίσης, οδηγούν σε έναν δυισμό την οικονομία: Από τη μία, οι μεγάλες εισηγμένες εταιρείες παρουσιάζουν πράγματι βελτιωμένες επιδόσεις ακόμα και σε σύγκριση με το 2019. Από την άλλη, το μεγαλύτερο τμήμα των μικρών επιχειρήσεων αντιμετωπίζει μια κατάσταση χαμηλής έως ανύπαρκτης ρευστότητας και υπερχρέωσης με κίνδυνο τη διακοπή των εργασιών τους».
«Απαιτείται άμεσα αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων του Μεσοπρόθεσμου»
Ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε ότι το σημαντικότερο πρόβλημα με το Μεσοπρόθεσμο είναι οι δημοσιονομικοί στόχοι για τους οποίους δεσμεύθηκε η κυβέρνηση. Συγκεκριμένα είπε ότι «το έλλειμμα κυμαίνεται στο 7% και ο στόχος που έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση έναντι των εταίρων είναι μέσα στο 2022 να φτάσει -με έναν μαγικό τρόπο- στο 1% και το 2023 να γίνει πλεόνασμα 2%». «Μιλάμε για δημοσιονομική προσαρμογή 9% τα επόμενα δύο χρόνια», «η δέσμευση είναι στο τέλος του 2022 να έχουμε μειώσει το έλλειμμα κατά 11 δισ. ευρώ», είπε, ρωτώντας «πώς θα γίνει αυτό και, συνεπώς, πώς θα μπορέσει η κυβέρνηση να στηρίξει επιχειρήσεις και τα αιτήματα τους, αλλά και τους αδύναμους η κυβέρνηση.
Υπογράμμισε ότι η χώρα πρέπει να διεκδικήσει άμεσα την αναθεώρηση αυτών των στόχων. Επισήμανε ότι «έχει ανοίξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο η συζήτηση πού θα προσγειωθεί η ευρωπαϊκή οικονομία μετά το πανδημικό σοκ» και πως η πανδημία δεν είναι μια πρόσκαιρη υπόθεση». «Δεν μπορεί να βαδίζουμε με αυτούς τους στόχους και δεν μπορούμε να κοροϊδεύουμε την κοινωνία ότι δήθεν αυτή η ‘αναπτυξιακή έκρηξη’ θα μπορέσει να καλύψει την πρωτοφανή δέσμευση για δημοσιονομική προσαρμογή 9 μονάδων μέσα σε δύο χρόνια», τόνισε, για να συμπληρώσει: «Εφόσον αυτός είναι ένας εθνικός στόχος, να βάλουμε όλοι μαζί πλάτη σε αυτή τη διεκδίκηση που θα αφορά τη δυνατότητα το επόμενο διάστημα να υπάρξουν ουσιαστικές παροχές και στήριξη στους αδύναμους και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα», όπως ουσιαστική χρηματοδότηση στο ρεύμα, θεσμοθέτηση αναγκαίας αναστολής του ΕΦΚ στα χαμηλότερα επίπεδα που προβλέπει η Κομισιόν όσο διαρκή η ενεργειακή κρίση, διαγραφή πανδημικού χρέους κ.α.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι το πρόβλημα της χώρας ήταν πρώτα και κύρια αναπτυξιακό, καθώς «επικράτησε επί δεκαετίες ένα μοντέλο εσωστρεφές στηριγμένο στην ανάπτυξη κάποιων παραδοσιακών τομέων με ισχυρά πλεονεκτήματα (της ναυτιλίας, του τουρισμού και των κατασκευών), και στην ψευδαίσθηση της περιόδου, πριν από την κρίση του 2008, ότι τα μεγάλα έργα, η πιο εσωστρεφής οικονομία, και η κατανάλωση, μαζί με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, διασφαλίζουν τη ροή διεθνών πόρων στην οικονομία και μπορούν να στηρίξουν μια γρήγορη και βιώσιμη ανάπτυξη». Είπε ότι στο ίδιο μοντέλο επενδύει σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη και δεν μπορεί να περιμένει διαφορετικά αποτελέσματα.
Σημείωσε ότι χρειάζεται νέο μοντέλο, διατηρήσιμο στον χρόνο, «άρα με σοβαρή δημοσιονομική διαχείριση, όχι με φοραπαλλαγές για λίγους και δώρα σε φίλους και κολλητούς, αλλά με ισορροπημένη χρήση του δημοσιονομικού χώρου στην κατεύθυνση πραγματικής στήριξης της ανθεκτικότητας της οικονομίας και της αναπτυξιακής διαδικασίας». Που θα στοχεύει, συνέχισε, στη βιώσιμη αύξηση του ΑΕΠ και επομένως σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας με αντίστοιχο περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα, που θα στηρίζεται στην αξία του ανθρώπινου κεφαλαίου και ιδίως των υψηλά καταρτισμένων νέων ατόμων και άρα θα τους ανταμείβει ανάλογα, θα τους δίνει προοπτική. Ένα μοντέλο που, μεταξύ άλλων, θα στηρίζει την αύξηση της εγχώριας παραγωγής, που θα θεωρεί ισότιμους εταίρους τις ΜμΕ και τους αυτοαπασχολούμενους, θα τους στηρίξει με στόχο να ενδυναμωθούν και να προχωρήσουν.