Quantcast

Τσίπρας: 2022 – Ζήτημα ζωής μια νέα αρχή

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι το 2022 προδιαγράφεται δύσκολη χρονιά - «Η πολιτική αλλαγή είναι πια επιβεβλημένη ως αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο από τον διαρκή εφιάλτη

«Το 2022 μπορεί και πρέπει να γίνει η χρονιά της αλλαγής», που «μια προοδευτική κυβέρνηση θα στρίψει το τιμόνι προς την κοινωνική δικαιοσύνη, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την προστασία της εργασίας, την προστασία των πολλών από την ασυδοσία των λίγων», αναφέρει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, ο Αλέξης Τσίπρας, σε άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», σημειώνοντας ότι αυτός είναι ο στόχος του κόμματός του.

Ο κ. Τσίπρας σημειώνει ότι το 2022 προδιαγράφεται δύσκολη χρονιά, «η μάχη με την πανδημία θα συνεχιστεί, παρά τις καθησυχαστικές θριαμβολογίες της κυβερνητικής προπαγάνδας» και «η ακρίβεια δεν πρόκειται να κοπάσει με τα ευχολόγια του κυρίου Μητσοτάκη και τις σέλφι του κυρίου Γεωργιάδη». Υποστηρίζει ότι, όμως, «η επιταχυνόμενη και ανεπίστρεπτη φθορά της κυβέρνησης, η εντεινόμενη αντίθεση και αντίδραση της κοινωνίας στις καθεστωτικές πρακτικές, η κατάρρευση των μύθων της κυβερνητικής προπαγάνδας, φέρνουν όλο και πιο κοντά το τέλος του καθεστώτος τους. Και όλο και πιο κοντά μια νέα αρχή προόδου και κοινωνικής δικαιοσύνης, με την κοινωνία και για την κοινωνία».

 

Κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη

Στο άρθρο του με τίτλο «2022: Ζήτημα ζωής μια νέα αρχή», ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ασκεί δριμεία κριτική στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, και την κυβέρνηση και τονίζει πως «η πολιτική αλλαγή είναι πια επιβεβλημένη ως αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο από τον διαρκή εφιάλτη». Επισημαίνει, δε, ότι «αυτή δεν μπορεί παρά να είναι και η επιδίωξη όλων των δυνάμεων που θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές και να εναρμονίζονται με τις απαιτήσεις της κοινωνικής πλειοψηφίας». Όπως προσθέτει, η βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, τη συντήρηση και την πρόοδο «συμπυκνώνεται στο εξής και μοναδικό αίτημα: Εκλογές και πολιτική αλλαγή». Σύμφωνα με τον ίδιο, ως όποιος αποφεύγει να πάρει σαφή θέση στο παραπάνω αίτημα, «θα αδυνατεί να απαντήσει πειστικά στο διά ταύτα της κοινωνικής ανάγκης».

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζει ότι «αν δεν είχαμε τον κ. Μητσοτάκη με την τραγική -όπως αποδείχτηκε- κανονικότητά του, που ασχημονεί πάνω στις πληγές της κοινωνίας, μπορεί να μην είχαμε ξεμπερδέψει με την πανδημία, όπως ο ίδιος τρεις τουλάχιστον φορές πανηγύρισε, αλλά θα είχαμε μετριάσει και το δράμα και τον πόνο και τον αριθμό των ανθρώπων που χάθηκαν, ενώ θα μπορούσαν να είχαν σωθεί». Αν δεν αντιμετώπιζε εξαρχής ο πρωθυπουργός την πανδημία «ως ευκαιρία προσωπικής, κομματικής, ακόμα και οικονομικής κερδοσκοπίας», όπως αναφέρει. Αν δεν χειροκροτούσε «υποκριτικά γιατρούς και νοσηλευτές και την ίδια στιγμή όχι μόνο άφηνε αβοήθητο, αλλά συρρίκνωνε και υπονόμευε το δημόσιο σύστημα υγείας», αν δεν «μετέτρεπε την αναγκαία επικοινωνία για τα μέτρα προστασίας και το εμβόλιο σε εργαλείο χρηματοδότησης των φίλων, της εικόνας, και του καθεστώτος του», αν δεν “απέκρυπτε” την έκθεση Λύτρα-Τσιόδρα κι όταν αυτή αποκαλύφθηκε δεν κατέφυγε στην προσφιλή του πρακτική: Στις υπεκφυγές, στα ψέματα, στη δολοφονία της αλήθειας». «Αν δεν έδινε εν μέσω πανδημίας ασυλία στους τραπεζίτες» και δεν «μοίραζε δισεκατομμύρια σε κολλητούς και φίλους με απευθείας αναθέσεις, δεν καταργούσε το οχτάωρο, δεν κρατούσε καθηλωμένο τον βασικό μισθό, δεν θεσμοποιούσε το καθεστώς ζούγκλας …», προσθέτει.

«Όχι, δεν ισχυρίζομαι ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι απλώς ανίκανος. Ισχυρίζομαι ότι είναι αθεράπευτα δογματικός και προσηλωμένος στις αποτυχημένες συνταγές του χθες», αναφέρει ο κ. Τσίπρας. Επίσης, χαρακτηρίζει τον πρωθυπουργό «αθεράπευτα κυνικό» και τον κατηγορεί ότι «αδυνατεί να κατανοήσει την τραγωδία και τις επιπτώσεις της, με τη σεμνότητα και την περίσκεψη που απαιτεί ο ανθρώπινος πόνος» και πως «η κρίση δεν είναι ευκαιρία να εφαρμόσει τις αποτυχημένες συνταγές των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιαίτερα σε κομβικές υπηρεσίες για τον πολίτη σε περιόδους κρίσης, όπως η δημόσια Υγεία, η δημόσια Παιδεία, η Ενέργεια». Ακόμη, τον κατηγορεί ότι «αδυνατεί να κατανοήσει» πως «τώρα αντί να αφήνει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην τύχη τους, είναι η ώρα να τις στηρίξει» και ότι πρέπει να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός και όχι να απελευθερωθούν οι απολύσεις. «Και κυρίως», σημειώνει, «αδυνατεί να κατανοήσει ότι κάποια στιγμή η πραγματικότητα είναι τόσο ισχυρή που κανένα σύστημα επικοινωνίας, όσο δυνατό και να είναι, δεν αρκεί για να τη διαψεύσει», συνεχίζει. Σχολιάζει ότι τον πολίτη «δεν μπορεί να τον παραπλανήσει καμία προπαγάνδα» όταν βλέπει «τις τραγικές παλινωδίες και τα ψέματα στη διαχείριση των πυρκαγιών και της πανδημίας και ταυτόχρονα λαμβάνει τους λογαριασμούς του ρεύματος και ματώνει από τις ανατιμήσεις στο σούπερ μάρκετ, όταν συνειδητοποιεί ότι την 3η εβδομάδα δεν υπάρχουν χρήματα για να βγει ο μήνας». «Και χωρίς εμπιστοσύνη δεν μπορείς να διαχειριστείς καμία κρίση», συμπληρώνει.

 

Οι στόχοι του για τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ

Μιλώντας για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τονίζει ότι η πράξη στη δύσκολη μάχη «για να μπει τέλος στη σημερινή καθεστωτική δυστοπία», απαιτεί:

«- Το ευρύτερο δυνατό άνοιγμα του κόμματος στις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν ανάγκη, θέλουν, και στηρίζουν την αλλαγή.

– Την ενιαία θέληση και την αποφασιστική δράση σε όλα τα μέτωπα πάλης για να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα του λαού, των εργαζομένων, της μεσαίας τάξης που δέχονται βάναυση επίθεση, για να κάνουμε κοινό τόπο της καθημερινότητας το αίτημα και σύνθημα “Να Φύγουν!”, χωρίς τις αυταπάτες του ώριμου φρούτου.

– Την πληθυντική ανάπτυξη του κόμματος. Να ανοίξουμε τις πόρτες στις πιο ζωντανές προοδευτικές δυνάμεις σε κάθε περιοχή, πόλη, γειτονιά, χωριό, χώρο δουλειάς, κοινωνικό στρώμα και κλάδο, χωρίς στενότητες, κληρονομημένες από το παρελθόν αντιπαλότητες, προσωπικές στρατηγικές και επιφυλάξεις ιδεολογικής καθαρότητας.

– Την αποφασιστική ενίσχυση της συλλογικότητας, της συμμετοχικής δημοκρατίας και της εμπιστοσύνης του ρόλου των μελών του κόμματος, χωρίς αποκλεισμούς και αστερίσκους, τόσο στη λήψη των πιο σοβαρών αποφάσεων, όσο και στην εκλογή της συλλογικής του ηγεσίας στο επικείμενο 3ο Συνέδριο του Κόμματος».