Το πρωτόκολλο υπογράφηκε στις 5 Οκτωβρίου 2019 απο την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο σήμερα η ηγεσία της Κουμουνδούρου καλεί την κυβέρνηση να «παγώσει» την κύρωσή του.
Την στάση του ΣΥΡΙΖΑ περιέγραψε αρχικά ο εισηγητής του κόμματος Θοδωρής Δρίτσας εκφράζοντας την επιφύλαξη για την τελική στάση που θα κρατήσει όταν η συμφωνία εισαχθεί στην Ολομέλεια. Ακολούθησε πιο ξεκάθαρη τοποθέτηση απο τον κ. Νίκο Βούτση που ανέφερε «η γνώμη μου είναι ότι η επιφύλαξη που διατυπώσαμε έχει αρνητικό πρόσημο και δίνουμε μια ευκαιρία στην κυβέρνηση να σκεφτεί το πάγωμα της συμφωνίας τουλάχιστον για όσο καιρό απαιτηθεί για να διευκρινιστούν κάποια σοβαρά πράγματα» και σε άλλο σημείο υπογράμμισε «η επίσπευση συζήτησης και ψήφισης της συμφωνίας είναι λάθος».
Από την πλευρά της πλειοψηφίας η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη εξήγησε «η συμφωνία προετοιμάστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση και η παρούσα κυβέρνηση με ελάχιστες αλλαγές την φέρνει στη Βουλή. Δυσκολεύομαι πάρα πολύ να κατανοήσω την επιφύλαξη του ΣΥΡΙΖΑ για την υπερψήφισή της. Είναι βέβαιο ότι για να προετοιμάσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μια τέτοια συμφωνία θεωρεί ότι είναι επωφελής και για τις δύο χώρες. Για να την προετοιμάσει και να την έχει έτοιμη για κύρωση θεωρεί ότι το περιεχόμενό της είναι επωφελές και για τις δύο πλευρές. Μετά και τις δύο τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις των ΗΠΑ – για το σύμφωνο Τουρκίας Λιβύης κ.α – θα έπρεπε νοι συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν την ευθύνη για την σύνταξη της συμφωνίας να την υπερψηφίσουν. Θα είναι καλό το μήνυμα της υπερψήφισης της συμφωνίας απο το μεγαλύτερο ποσοστό των ελλήνων βουλευτών. Ελπίζω να το λάβετε υπόψη σας».
Απο την άλλη πλευρά το Κίνημα Αλλαγής ανέφερε ότι θα ψηφίσει την κύρωση του πρωτοκόλλου παρά τα προβλήματα, το ΚΚΕ και το ΜεΡΑ25 ότι καταψηφίζουν και η η Ελληνική Λύση επιφυλάχθηκε για την στάση που θα κρατήσει στην Ολομέλεια.
Ειδικότερα, ο εισηγητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Θοδωρής Δρίτσας είπε ότι ότι ήταν «λάθος» του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να καταθέσει στην Βουλή την κύρωση του πρωτοκόλλου πριν το ταξίδι του στις ΗΠΑ και πως «η σπουδή που αυτή την στιγμή εκδηλώνεται δεν είναι ότι καλύτερο».
Υποστήριξε ότι «εμείς έχουμε ανοικτή καρδιά και ανοικτό μυαλό αλλά δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τα ζητήματα που δημιουργούν δηλώσεις ότι είμαστε προβλέψιμοι». Ο ίδιος αναφέρθηκε και στην υπόθεση με το αντιπυραυλικό σύστημα Patriot τονίζοντας ότι «δεν έχουμε την πολυτέλεια να εμπλακούμε και απο μέρος της λύσης να γίνουμε μέρος του προβλήματος. Αυτό θα πρέπει η κυβέρνηση να το αποσαφηνίσει και να ακυρώσει κάθε τέτοιο σχέδιο» ενώ κλείνοντας την ομιλία του είπε: «επιφυλασσόμαστε για την στάση που θα κρατήσουμε στην Ολομέλεια. Ελπίζουμε ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε πρωτοβουλίες ώστε και οι ΗΠΑ με ρητό τρόπο να κατοχυρώσουν και υποστηρίξουν όχι μόνο τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας αλλά και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή».
«Εμείς έχουμε ήδη απο καιρό σε χρόνο πριν πραγματοποιηθεί το ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ επισημάνει την αναγκαιότητα στην συγκεκριμένη συγκυρία να μην επεδείχθη σπουδή στην κύρωση πρωτοκόλλου αλλά η κυβέρνηση να κρατήσει στάση επιφύλαξης απολύτως αναγκαία με βάση τα όσα συμβαίνουν με γειτονικές χώρες, με ζητήματα που αφορούν εξελίξεις στην Μεσόγειο και διαμορφώνουν νέο τοπίο και δεδομένα. Ξέρετε και ξέρουμε πως όταν μια κυρίαρχη χώρα παραχωρεί “διευκολύνσεις” σε μια άλλη χώρα – επί του προκειμένου σε μια ισχυρή χώρα – αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτυπώνει ούτε κατ υπόνοια σχέσεις υποτέλειας ή ανισοτιμίας» ανέφερε στην αρχή της τοποθέτησής του ο κ. Δρίτσας για να προσθέσει:
«Η αμοιβαιότητα έχει συγκεκριμένες παραμέτρους που κάθε φορά επανακαθορίζονται. Η συμφωνία αμυντικής συνεργασίας πρέπει ακριβώς να στοχεύει σε κοινούς στόχους. Απο την δική μας την πλευρά ως χώρα στόχος είναι η εξασφάλιση της ειρήνης και της συνεργασίας στην περιοχή μας. Αυτό είναι το αμοιβαίο όφελος που επιδιώκεται. Η δική μας κυβέρνηση όταν ετέθη το ζήτημα της επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας προσήλθε σε αυτή την διαπραγμάτευση με αυτή τη λογική κάτι που αποτυπώνεται στην συμφωνία που είχαν προσεγγίσει η δύο πλευρές έτσι ώστε να μην ανανεωθεί η συμφωνία για πολλά χρόνια αλλά να επαναληφθεί ο κανόνας της ετήσιας ανανέωσης».