Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας με συνέντευξή του σσα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και στον Κώστα Παπαχλιμίντζο, ανοίγει τον φάκελο «Ενεργειακή κρίση» και αποκαλύπτει το πλάνο του Μεγάρου Μαξίμου για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Τι δηλώνει για την αποπληρωμή του χρέους στο ΔΝΤ, το ενδεχόμενο μείωσης του ΦΠΑ, αλλά και τις επιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη ΛΑΡΚΟ.
Η στήριξη που παρέχει το κράτος έναντι του κύματος της ακρίβειας «είναι γενναία, εφάμιλλη ή και μεγαλύτερη αυτής αντίστοιχων ευρωπαϊκών χωρών και θα συνεχιστεί όσο οι συνθήκες το απαιτούν», τονίζει ο υπουργός Οικονομικών, ενώ δηλώνει πως για ενδεχόμενη νέα επιδότηση, θα εξαρτηυεί από την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού και την ένταση της κρίσης.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Πότε εκτιμάτε ότι θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται η ακρίβεια τόσο στο ρεύμα και στο φυσικό αέριο όσο και σε μια σειρά από προϊόντα; Ποια άλλα «όπλα» έχει μέχρι τότε το κράτος για την ενίσχυση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων;
Η ενεργειακή κρίση, που αποτελεί την κύρια αιτία των πληθωριστικών πιέσεων, έχει ξεπεράσει σε διάρκεια και ένταση τις αρχικές -παγκόσμιες- εκτιμήσεις, οδηγώντας σε μαζικές αναθεωρήσεις τους. Πρόσφατα, μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε επί τα χείρω την πρόβλεψή της για τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη φέτος, στο 3,5% από 2,2%. Η αποκλιμάκωση του προβλήματος εξαρτάται, πρώτιστα, από τις γεωπολιτικές εξελίξεις και την προσφρά φυσικού αερίου. Παράλληλα, όμως, πληθωριστικές πιέσεις προκαλούν και άλλοι παράγοντες, όπως είναι οι αποκλίσεις ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση αγαθών, αλλά και η ασκούμενη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Εκτιμάται αποκλιμάκωση από το 2ο τρίμηνο του έτους. Όσον αφορά στα «όπλα» που έχουμε ως κυβέρνηση στη φαρέτρα μας, αυτά, κατ’ αρχάς, είναι οι πολιτικές μόνιμης τόνωσης των εισοδημάτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή, έχουμε προχωρήσει σε σημαντικές μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, δρομολογούμε δεύτερη, μεγαλύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού, στηρίζουμε τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και διατηρούμε στοχευμένα μέτρα στήριξης από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Παράλληλα, έχουμε λάβει μέτρα συνολικού ύψους 2,1 δισ. ευρώ μόνο το τελευταίο εξάμηνο για τη στήριξη της κοινωνίας έναντι της ενεργειακής κρίσης. Φυσικά, θα ήταν αδύνατο να απορροφήσει το κράτος το σύνολο των ανατιμήσεων, αλλά η στήριξη που παρέχεται είναι γενναία, εφάμιλλη ή και μεγαλύτερη αυτής αντίστοιχων ευρωπαϊκών χωρών, και θα συνεχιστεί όσο οι συνθήκες το απαιτούν.
Γιατί αποκλείετε σταθερά τη μείωση, έστω προσωρινά, του ΦΠΑ σε τρόφιμα ή στο ρεύμα ή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης;
Αξιολογούμε, ψύχραιμα και συνολικά, όλα τα δεδομένα και έχουμε εξετάσει κάθε πιθανό μέτρο. Ωστόσο, κάποια μέτρα, όπως αυτά που αναφέρετε, είναι υψηλού δημοσιονομικού κόστους, ενώ δεν διασφαλίζεται ότι το όφελος θα το καρπωθούν, ολόκληρο, οι καταναλωτές. Επιπλέον, η στήριξη προς τους πολίτες πρέπει να αφορά τους πιο ευάλωτους, κάτι που δεν επιτυγχάνεται με τέτοιες οριζόντιες μειώσεις φόρων. Διαθέτουμε, όμως, εναλλακτικές ως προς τις πιθανές παρεμβάσεις ανακούφισης συμπατριωτών μας. Στο πλαίσιο αυτό, ανάλογα τόσο με την πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού όσο και με την ένταση της κρίσεως, θα εξετάσουμε στοχευμένα, μη μόνιμα μέτρα στήριξης ευάλωτων νοικοκυριών.
Θα ξεπεράσει το 9% η ανάπτυξη το 2021; Θα δώσει αυτό ένα περιθώριο για περισσότερα μέτρα στήριξης τη φετινή χρονιά;
Τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία οδηγούν στην εκτίμηση ότι η χώρα πέτυχε ισχυρή ανάκαμψη, σημαντικά υψηλότερη των προηγούμενων προβλέψεων. Αναμένουμε τα σχετικά στοιχεία που θα ανακοινώσει η ΕΛ.ΣΤΑΤ. στις 4 Μαρτίου. Σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης, έχουμε ήδη λάβει υπόψη τους πρόδρομους δείκτες της οικονομίας, στους οποίους καταγράφεται η θετική πορεία της, και με βάση αυτούς προχωρήσαμε στη, μόνιμη, περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά επιπλέον 13% από εφέτος και στην πρόσθετη ενίσχυση του αγροτικού τομέα. Μέτρα με πρόσθετο συνολικό δημοσιονομικό κόστος 350 εκατ. ευρώ. Συνεπώς, είναι φανερό ότι κάθε φορά που δημιουργείται επαρκής και ασφαλής δημοσιονομικός χώρος, αξιοποιείται, με σύνεση και προς όφελος της κοινωνίας, κυρίως των χαμηλότερων και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων.
Πότε θα κλείσει η τελευταία αξιολόγηση στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας από τους θεσμούς και θα τελειώσει αυτό το καθεστώς για τη χώρα μας; Ποιες ενστάσεις προβάλλουν οι θεσμοί;
Η κυβέρνηση εργάζεται, συστηματικά και με σχέδιο, για την έξοδο της χώρας από το πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας το καλοκαίρι του 2022. Προς αυτή την κατεύθυνση, συνεργαζόμαστε με τους θεσμούς, προκειμένου να ολοκληρώσουμε τις περισσότερες από τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η προηγούµενη κυβέρνηση, το 2018. Συνεργασία που γίνεται µε παραγωγικό τρόπο, όπως αποδεικνύεται και από τις εννέα, µέχρι σήµερα, διαδοχικές θετικές εκθέσεις αξιολόγησης κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα ∆ηµοκρατία.
Ποιες είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να επιστρέψει η Ελλάδα στην επενδυτική βαθµίδα; Πότε εκτιµάτε ότι µπορεί να γίνει αυτό;
Οι βασικές προϋποθέσεις είναι η επίτευξη υψηλής και διατηρήσιµης οικονοµικής µεγέθυνσης, η έξοδος της χώρας από το καθεστώς της ενισχυµένης εποπτείας, η επίτευξη µονοψήφιου ποσοστού µη εξυπηρετούµενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και η δηµοσιονοµική σταθερότητα. Εκτιµούµε ότι η επίτευξη αυτών των στόχων θα οδηγήσει στην απόκτηση επενδυτικής βαθµίδας µέσα στο 2023. Όπως αποτυπώνεται στα διαθέσιµα στοιχεία, κινούµαστε προς αυτή την κατεύθυνση, γι’ αυτό και η χώρα, µέσα στην υγειονοµική κρίση, αναβαθµίζεται. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η χώρα πέτυχε ισχυρή ανάκαµψη «τύπου V» το 2021, που ακολουθείται από ισχυρή ανάπτυξη τα επόµενα έτη, µε τις επενδύσεις και τις εξαγωγές να πρωταγωνιστούν -πανευρωπαϊκά- την προσεχή διετία.Επιπρόσθετα, από το 2021 συστηµικές τράπεζες πέτυχαν µονοψήφιο ποσοστό «κόκκινων» δανείων, ενώ µέσω κυρίως της ανάπτυξης επιτυγχάνεται σηµαντική δηµοσιονοµική βελτίωση το 2022, που ακολουθείται από ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσµατα από το 2023.
Προαναγγείλατε την πρόωρη, πλήρη εξόφληση των δανείων της χώρας από το ∆ΝΤ στα τέλη Μαρτίου. Ποια είναι τα οφέλη της κίνησης αυτής;
Η σηµερινή κυβέρνηση έχει προχωρήσει, ήδη, σε δύο πρόωρες αποπληρωµές δανείων από το ∆ΝΤ και έχει δροµολογήσει, σε συνεργασία µε τους θεσµούς, την τρίτη, αποπληρώνοντας το 100% του χρέους της χώρας. Με την τρίτη αυτή πρόωρη αποπληρωµή, ύψους 1,9 δισ. ευρώ, η Ελλάδα ενισχύει περαιτέρω την αξιοπιστία της, εκτιµάται ότι εξοικονοµεί 56 εκατ. ευρώ σε τόκους –ανεβάζοντας στα 230 εκατ. ευρώ το συνολικό όφελος των τριών προεξοφλήσεων–, βελτιώνει βασικούς δείκτες βιωσιµότητας του δηµόσιου χρέους, µειώνει τον επιτοκιακό και συναλλαγµατικό κίνδυνο και περιορίζει τον κίνδυνο αναχρηµατοδότησης..
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για «έγκληµα» µε τη ΛΑΡΚΟ και ο Αλέξης Τσίπρας λέει ότι τα αιτήµατα των εργαζοµένων είναι δίκαια. Μπορεί να µείνει ανοιχτή και σε πλήρη λειτουργία, µε όλους τους εργαζοµένους που διαθέτει, η εταιρεία;
Η κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας παρέλαβε και κλήθηκε να διαχειριστεί µια οικονοµικά µη βιώσιµη κατάσταση, αποτέλεσµα συσσώρευσης αρνητικών αποτελεσµάτων, κακής οικονοµικής διαχείρισης πολλών ετών και απραξίας της προηγούµενης κυβέρνησης. Συγκεκριµένα, τα ταµειακά διαθέσιµα της ΛΑΡΚΟ –το 2019– ήταν µηδενικά, η αρνητική καθαρή θέση ξεπέρασε τα 400 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2019, σωρεύθηκαν χρέη ύψους 260 εκατ. ευρώ την περίοδο 2015-2019, οι ληξιπρόθεσµες οφειλές άγγιξαν τα 500 εκατ. ευρώ και οι παράνοµες –σύµφωνα µε τις τελεσίδικες ευρωπαϊκές αποφάσεις– κρατικές ενισχύσεις ανήλθαν στα 136 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, σύµφωνα µε πρόσφατο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε περίπου 35 ηµέρες πρέπει να πληρώσουµε τα πρώτα 5εκατ. ευρώ.
Τέλος, διαχρονικά η ΛΑΡΚΟ επιδείκνυε σοβαρό έλλειµµα στην τήρηση των περιβαλλοντικών όρων του εργοστασίου, ενώ διαθέτει απαρχαιωµένο εξοπλισµό, που την καθιστά –χωρίς νέες επενδύσεις– µη ανταγωνιστική, ανεξαρτήτως των διεθνών τιµών του νικελίου. Με την έναρξητου σχεδίου εξυγίανσης της κυβέρνησης, τον Μάρτιο του 2020, έγιναν άµεσες ενέργειες εξορθολογισµού του κόστους, µε τη συµβολή των εργαζοµένων και κρατική χρηµατοδότηση, για πρώτη φορά τα τελευταία έτη, ύψους 52 εκατ. ευρώ. Σήµερα, λοιπόν, χάρη σε αυτές τις ενέργειες, η ΛΑΡΚΟ παραµένει ανοικτή και βρίσκεται σε αναζήτηση επενδυτή, προκειµένου να διαµορφωθούν οι συνθήκες συνέχισης της δραστηριότητάς της, αναζητώντας τις βέλτιστες –εφικτές– λύσεις για το σύνολο των εργαζοµένων της. Η οµολογουµένως δύσκολη κατάσταση της εταιρείας απαιτεί σοβαρότητα και ειλικρίνεια. Έχουµε όλοι χρέος και ευθύνη απέναντι στους εργαζοµένους και στο σύνολο των Ελλήνων φορολογουµένων.