Ο Πάνος Σκουρλέτης «σήκωσε το γάντι» για τις πρόωρες εκλογές.
Σε συνέντευξή του στην Realnews και Φοίβο Κλαυδιανό ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι: «Οι πρόωρες εκλογές είναι ένα σενάριο το οποίο διέρρευσε η ίδια η κυβέρνηση, προφανώς για να εξυπηρετήσει δικές της σκοπιμότητες. Η κυβέρνηση έχει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με νωπή λαϊκή εντολή. Ωστόσο, εάν επιβεβαιωθεί η κατάρρευση της οικονομίας και διαφανεί η παντελής ανικανότητά της να απαντήσει σε αυτή, τότε το θέμα των εκλογών θα είναι μια φυσιολογική εξέλιξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος για όλα.»
Επιπλέον, ο κ. Σκουρλέτης άφησε αιχμές στο εσωκομματικό πεδίο κατά των «λαϊκιστών» του ΣΥΡΙΖΑ: «Αν με τον όρο «νωθρή και άνευρη» αντιπολίτευση κάποιοι εννοούν πως θα έπρεπε απέναντι στην παρούσα υγειονομική κρίση να υιοθετήσουμε μια στάση λαϊκίστικη, επιχειρώντας να κερδοσκοπήσουμε με βάση τις αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας και τα θύματα, κάτι τέτοιο με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Εμείς, ασκώντας μια αντιπολίτευση δυναμική, τεκμηριωμένη, στον αντίποδα των συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών, θα επιχειρήσουμε να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη του κόσμου και να ανατρέψουμε τους σημερινούς συσχετισμούς.»
Αναφερόμενος στο ΚΙΝΑΛ, ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι: «Όσον αφορά το ΚΙΝΑΛ, εάν εννοεί όσα από τα χείλη της προέδρου του έχουν ακουστεί το τελευταίο διάστημα, μπορεί, ενδεχομένως, να αποτελέσει έναν αξιόπιστο πολιτικό εταίρο, στο πλαίσιο μιας νέας προοδευτικής κυβέρνησης που μπορεί να προκύψει στις επόμενες εθνικές εκλογές, οι οποίες, ως γνωστόν, θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής. Η προοπτική αυτή δεν αφορά μόνο το ΚΙΝΑΛ, αλλά το σύνολο των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων.»
Σε ό,τι αφορά την επιστροφή στην κανονικότητα, ο κ. Σκουρλέτης επισήμανε: «Εμείς, όπως πολύ σωστά επισημαίνετε, με τη στάση μας συμβάλαμε ώστε να γίνει κατανοητή η αναγκαιότητα των περιοριστικών μέτρων. Οι πολίτες, από τη μεριά τους, συνειδητά επέλεξαν τη στάση του αυτοπεριορισμού, ακριβώς λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Ωστόσο, το μεγάλο ερώτημα που έχουμε μπροστά μας είναι εάν η σταδιακή επανάκαμψη στην ιδιόμορφη νέα κανονικότητα θα πρέπει να συνοδεύεται από όρους και προϋποθέσεις. Αναφέρομαι κατ’ αρχάς στην ανάγκη για δωρεάν χορήγηση μασκών, εκεί όπου αυτό επιβάλλεται. Δεύτερον, θα εκμεταλλευτούμε αυτό το διάστημα των καλοκαιρινών μηνών για να θωρακίσουμε το σύστημα Υγείας μας με μόνιμες προσλήψεις προσωπικού, έτσι ώστε μπροστά στο ενδεχόμενο ενός δεύτερου κύματος από το φθινόπωρο να είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι; Και, τρίτον, η σταδιακή άρση των μέτρων πρέπει να συνοδεύεται από τη μαζική χρήση διαγνωστικών τεστ σε στοχευμένες κατηγορίες του πληθυσμού; Αυτά είναι ερωτήματα τα οποία δεν έχουν απαντηθεί και δυστυχώς γεννούν μεγάλη ανησυχία. Χαρακτηριστική είναι η σπουδή να ανοίξουν τα σχολεία χωρίς να υπάρχει κανένας ουσιαστικός εκπαιδευτικός λόγος. Ένα ρίσκο αρκετά μεγάλο, απλώς και μόνο για τη δημιουργία εντυπώσεων. Να επισημάνω, επίσης, πως η επιστημονική κοινότητα στο θέμα του ανοίγματος των σχολείων ήταν διχασμένη.
Ο Πάνος Σκουρλέτης κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι λειτουργεί ως επιταχυντής της ύφεσης: «Η κυβέρνηση πρώτα απ’ όλα ευθύνεται διότι με τη διαχείρισή της το πρώτο διάστημα λειτούργησε ως επιταχυντής της επερχόμενης κρίσης. Η απόρριψη της λογικής των εμπροσθοβαρών μέτρων θα μας κοστίσει σε πολύ περισσότερες μονάδες ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, απ’ ό,τι έχει φανεί μέχρι τώρα από τις δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών. Η κυβέρνηση «παίζει τον παπά» σε σχέση με το μέγεθος της ύφεσης. Τη μια μιλά για 4%, την άλλη λέει γύρω στο 7% και τώρα τελευταία ομολογούν πως θα κινηθεί γύρω στο 10%. Το βέβαιο είναι ότι αν δεν υπάρξει μια τολμηρή, ριζοσπαστική πολιτική παρέμβαση στον τομέα της οικονομίας και της εργασίας, με μέτρα στήριξης των θέσεων εργασίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τότε η ύφεση, δυστυχώς, θα μας εκπλήξει όλους με το μέγεθός της.»
Τέλος, υπογράμμισε ότι: «Αυτό ακριβώς έλεγα προηγουμένως. Ότι οι λύσεις που θα πρέπει να αναζητηθούν δεν μπορούν να κινούνται απλώς και μόνο σε μια λογική ημίμετρων και παρακολούθησης των γεγονότων. Πρέπει να δούμε σε ποιους τομείς κατά προτεραιότητα θα κατευθύνουμε τους διαθέσιμους πόρους, ενώ στην ατζέντα μπαίνει πλέον το θέμα συγκεκριμένων εθνικοποιήσεων σε κρίσιμους τομείς της χώρας, στηρίζοντας ταυτόχρονα με έξυπνους και αποτελεσματικούς τρόπους τις επιχειρήσεις και την εργασία στη βάση του πραγματικού κοινού συμφέροντος.»