Σκέρτσος: 3 στους 4 πολίτες διαθέτουν ανοσία είτε λόγω εμβολίου είτε λόγω νόσησης

Όπως αναφέρει ο υπουργός Επικρατείας σε άρθρο του, ο πληθυσμός που έχει αποκτήσει φυσική ανοσία είναι 2 έως 3 φορές μεγαλύτερος από τα επίσημα δηλωθέντα κρούσματα, διότι πολλοί πολίτες έχουν νοσήσει χωρίς να έχουν διαγνωστεί με εργαστηριακό τεστ

Στοιχεία για την Επιχείρηση «Ελευθερία» παραθέτει, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος. Όπως αναφέρει, σύμφωνα με τον υπουργό, «έως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές 6,4 εκατ. πολίτες άνω των 12 ετών έχουν επιλέξει να κάνουν το εμβόλιο και να αποκτήσουν ανοσία. Αυτό σημαίνει 2 στους 3 Έλληνες και Ελληνίδες (66% επί των 9,67 εκατ. πολιτών άνω των 12 ετών)».

Όμως, προσθέτει στον συλλογισμό του ο υπουργός Επικρατείας, «καθώς ο αριθμός των πολιτών που έχουν φυσική ανοσία επηρεάζει και τον στόχο του εμβολιασμού, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ακόμη ένα στοιχείο. Σύμφωνα με τους λοιμωξιολόγους ο πληθυσμός που έχει αποκτήσει φυσική ανοσία είναι 2 έως 3 φορές μεγαλύτερος από τα επίσημα δηλωθέντα κρούσματα, διότι πολλοί πολίτες έχουν νοσήσει χωρίς να έχουν διαγνωστεί με εργαστηριακό τεστ. Άρα, ο συνολικός πληθυσμός που διαθέτει σήμερα ανοσία, είτε διά του εμβολίου είτε διά της φυσικής νόσησης, υπολογίζεται στους 7,5 εκατ. πολίτες, δηλαδή 3 στους 4 πολίτες διαθέτουν σήμερα ανοσία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο».

Εξειδικεύοντας στη συνέχεια σημειώνει ότι «αν από το συνολικό πληθυσμό της χώρας εξαιρέσουμε τα παιδιά κάτω των 12 ετών, που δεν επιτρέπεται να κάνουν το εμβόλιο (δηλαδή 1,2 εκατομμύρια), τότε ο πραγματικός πληθυσμός που απομένει και μπορεί να κάνει το εμβόλιο κυμαίνεται από 1,5 έως 2 εκατ. πολίτες άνω των 12 ετών (ο ακριβής πληθυσμός ανά ηλικιακή ομάδα θα προκύψει από την επικείμενη απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ). Από αυτόν τον αριθμό, περίπου 560.000 είναι ανήλικοι που δεν κινδυνεύουν να νοσήσουν βαριά.

Για να το πούμε, συνεπώς καθαρά, αυτήν τη στιγμή μόλις ένα 10 έως 15% του συνολικού ενηλίκου πληθυσμού της χώρας που μπορεί να κάνει το εμβόλιο δεν διαθέτει αντισώματα. Και από αυτούς, η ομάδα που πρέπει να μας ανησυχεί είναι οι 600.000 ανεμβολίαστοι πολίτες άνω των 60 ετών (περίπου 5,5% του πληθυσμού), καθώς αυτοί κινδυνεύουν έως 20 φορές περισσότερο να νοσήσουν βαριά, να διασωληνωθούν και να καταλήξουν από covid».

«Πώς ακριβώς απέτυχε, λοιπόν, η εμβολιαστική εκστρατεία όταν πετύχαμε ακριβώς τον στόχο που είχαμε θέσει στις αρχές του 2021, δηλαδή να έχει εμβολιαστεί έως τον Σεπτέμβριο σχεδόν το 70% του πληθυσμού που μπορεί να κάνει το εμβόλιο; Κι αυτό, μάλιστα, κόντρα στη συστηματική στήριξη των αντιεμβολιαστών από στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που μόνο όψιμα αποφάσισαν τελικά να εμβολιαστούν», τονίζει ο κ. Σκέρτσος, ο οποίος διευκρινίζει πως «ποτέ δεν τέθηκε ως στόχος από το υπουργείο Υγείας ο εμβολιασμός του 70% έως τον Μάιο, για τον πολύ απλό λόγο ότι γνωρίζαμε πως δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα εμβόλια στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συμφωνίας για να συμβεί αυτό».

«Μπαίνω σε αυτήν την λεπτομέρεια διότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις του πληθυσμού που παραμένει ανεμβολίαστος και ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες της εμβολιαστικής εκστρατείας το επόμενο διάστημα. Αλλά και για έναν ίσως ακόμη πιο σημαντικό λόγο: Διότι η μεμψιμοιρία και η πολιτική τύφλωση αποτελούν, δυστυχώς, εθνικές ασθένειες που έχουν οδηγήσει σκοπίμως ή αθέλητα στο παρελθόν σε απαξίωση πολλές φιλόδοξες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες», επισημαίνει ο υπουργός Επικρατείας.

«Η εθνική εκστρατεία εμβολιασμού έχει υπάρξει ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος για τα δεδομένα του ελληνικού κράτους και έχει πετύχει. Πρέπει να διαφυλαχθεί ως κεκτημένο από όλους τους υγιώς σκεπτόμενους πολίτες για να αποτελέσει το παράδειγμα προς μίμηση και σε άλλους τομείς του Δημοσίου», καταλήγει ο κ. Σκέρτσος.

 

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ