Εκτός από σπουδαίος μουσικός ο Μίκης Θεοδωράκης, ήταν κι ένας αποφασιστικός και ανήσυχος πολιτικός. Τα ταραγμένα χρόνια της χούντας ο Μίκης ήταν πρωταγωνιστής των εξελίξεων της περιόδου αυτής. Έγινε ο κύριος στόχος της χούντας, αναγκαζόμενος να κρύβεται σε διάφορα σπίτια, όπως ένας φυγάς. Όταν συνελήφθη η εξορία ήταν μια από τις πολλές τιμωρίες του και έτσι βρέθηκε εξόριστος στην Ζάτουνα ένα ορεινό και ερημικό χωριό της Αρκαδίας, κοντά στη Δημητσάνα, στο οποίο κατοικούσαν περίπου 20 οικογένειες. Αγάπησε αυτό το χωριό όπως συνήθιζε να λέει ο Μίκης, καθώς το χωριό αυτό συμβολίζει τις πατριωτικές ρίζες πάνω από τα κόμματα.
Μετά από 30 χρόνια ο Δημήτρης Αβραμόπουλος τον κάλεσε στο πατρικό του στο Ελληνικό Αρκαδίας. Τον φιλοξένησε και την επόμενη ημέρα επισκέφθηκαν την Ζάτουνα, όπου ο Μίκης είχε γράψει τα τραγούδια του αγώνα. Επικράτησε συγκίνηση με την επιστροφή του Μίκη στην Αρκαδία και στη Ζάτουνα. Τότε ο Μίκης είχε γράψει ένα ιδιόχειρο σημείωμα προς τον Δημήτρη Αβραμόπουλο. «Δεν σε τιμώ μόνο γιατί μόνος εσύ με τίμησες, αλλά γιατί πιστεύω ότι η Ελλάδα μας, αρκετά υπέφερε από τους φανατικούς καλόγερους της κομματικής εξουσίας, καιρός να μιλήσουν και να αποφασίσουν οι Έλληνες και να «λάβουν τα όνειρα εκδίκηση».