Στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Νίκου Γκατζογιάννη, με τίτλο «Αποστολές από την πατρίδα», συμμετείχε χθες (12/12) ο Αντώνης Σαμαράς.
Ο πρώην πρωθυπουργός μίλησε για το έργο του διάσημου Ελληνοαμερικανού συγγραφέα, από κοινού με τον διευθυντή της εφημερίδας «Καθημερινή», Αλέξη Παπαχελά και τον Δήμαρχο Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη.
«Το βιβλίο «Αποστολές από την Πατρίδα» είναι ακριβώς ένα πνευματικό οδοιπορικό αυτής της νοσταλγίας. Κείμενα γραμμένα από ένα Έλληνα της Διασποράς για τους Έλληνες και την Ελλάδα. Μερικά φαινομενικά μοιάζουν με διεισδυτικά ρεπορτάζ μιας εποχής. Όπως το πρώτο-πρώτο, «ο φυλακισμένος της Αμοργού». Αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ παραπάνω», τόνισε μεταξύ άλλων ο πρώην πρωθυπουργός.
Η ομιλία του Σαμαρά
«Ο Ελληνο-αμερικανος Νικ Γκέιτζ έχει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου υποχρεωτικά κομμένου στα δυο. Διαθέτει τη λογική ενός απολύτως επιτυχημένου Αμερικανού. Στην Αμερική, άλλωστε, χρωστάει την επιτυχία του. Μέσα του όμως ο ίδιος, στην ψυχή του, είναι 100% Έλληνας. Που του έτυχε από την πρώτη στιγμή που άνοιξε σε ένα μικρό χωρίο της Θεσπρωτίας τα μάτια του, να βαφτιστεί στα πιο ακραία βάσανα που πέρασε η πατρίδα μας.
Έτσι, στο Γκατζογιάννη έλαχε από γεννησιμιού του να ντυθεί με το ένδυμα του Αρχετυπικού Οδυσσέα, εκείνου που υπάρχει μέσα σε κάθε Έλληνα. Έκείνου που είναι καταδικασμένος να επιστρέφει πάντα στις ρίζες του, όσο κι αν μαγνητίζει ή μαγνητίζεται από τον έξω κόσμο. Οι ορίζοντες της επιτυχίας του, όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή, του φαίνονται στενοί. Δεν τους αντέχει. Και όσο περισσότερο γνωρίζει τον υπόλοιπο κόσμο, τόσο περισσότερο τον τραβάει πίσω η Ιθάκη του.
Σε άλλες χώρες κάποιοι άλλοι Οδυσσείς έφτιαξαν άλλες παραδόσεις. Οι Σκανδιναβοί έχουν τις περιπέτειες του Έρικ του ποντοπόρου. Οι Άραβες έχουν τα ταξίδια του Σεβάχ του Θαλασσινού. Οι Έλληνες εστιάζαν στην νοσταλγία για την Ιθάκη. Που για τον Νίκο, είναι ο ίσκιος και η φωνή της μάνας του.
Ο Νίκος Γκατζογιάννης, είναι μια σύγχρονη ενσάρκωση αυτού του Σύνδρομου του Οδυσσέα. Γεννήθηκε στο χωριό Λιά της Ηπείρου το 1939. Έζησε τα παιδικά του χρόνια μέσα στην Κατοχή.
Και μόλις τέλειωσε η Κατοχή, γνώρισε τη φρίκη του Εμφυλίου Πολέμου. Έφυγε από την Ελλάδα υπό τραγικές συνθήκες, το 1948, σε ηλικία 9 ετών, όταν η μάνα του, η Ελένη Γκατζογιάνη, τον φυγάδευσε, μαζί με τις τέσσερις λίγο μεγαλύτερες αδελφές του, για να σωθούν από τους αντάρτες.
Το δράμα του αποχωρισμού από τη μάνα, έγινε ακόμα μεγαλύτερο, όταν έμαθαν, λίγο αργότερα, ότι η Ελένη είχε συλληφθεί, είχε βασανιστεί και εκτελεστεί, γιατί φυγάδευσε τα παιδιά της. Κι έτσι, ενάμιση χρόνο αργότερα, έφυγαν για την Αμερική, όπου συνάντησαν τον πατέρα τους. Ο Νίκος Γκατζογιάννης σημαδεύτηκε από δύσκολα παιδικά χρόνια, αφήνοντας πίσω του μόνον ανέχεια, φρίκη και βαθιά τραύματα ψυχής.
Αλλά ο Οδυσσέας, καλά κρυμμένος μέσα του, θα τον έσπρωχνε και θα τον τραβούσε να επιστρέψει κάποτε πίσω στην Ιθάκη του. Και το βιβλίο αυτό είναι μια πνευματική Οδύσσεια. Mια συνεχής επιστροφή στην Ιθάκη. Λένε ότι για να εκτιμήσεις κάτι, πρέπει να το δεις απέξω. Και από μακριά…
Οι Έλληνες της Διασποράς έχουν αυτή την διττή ιδιότητα: Νοιώθουν την Ελλάδα πάντα ως κομμάτι δικό τους. Την φέρνουν μέσα τους, στην ψυχή τους. Και ταυτόχρονα την βλέπουν απ’ έξω – κι από μακριά. Βλέπουν τα στραβά της. Βλέπουν τις πληγές της. Βλέπουν, πολλές φορές, τη δόξα και τη μιζέρια της.
Τα «αρχαία της στολίδια» και τα «αιμόφυρτα ράκη» της. Κι αφού τα δουν όλα αυτά από απόσταση, νοιώθουν μέσα τους μια ακατάληπτη δύναμη να τους σπρώχνει πίσω…
Νοιώθουν την λαχτάρα της νοσταλγίας για εκείνο που παραμένει δικό τους. Το βιβλίο «Αποστολές από την Πατρίδα» είναι ακριβώς ένα πνευματικό οδοιπορικό αυτής της νοσταλγίας.
Κείμενα γραμμένα από ένα Έλληνα της Διασποράς για τους Έλληνες και την Ελλάδα. Μερικά φαινομενικά μοιάζουν με διεισδυτικά ρεπορτάζ μιας εποχής. Όπως το πρώτο-πρώτο, «ο φυλακισμένος της Αμοργού». Αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ παραπάνω.
Μέσα από την περιπέτεια του Γιώργου Μυλωνά που ήταν εξόριστος της δικτατορίας, στην νησί αυτών των Κυκλάδων, το 1968-69, παρακολουθείς το ψυχογράφημα μιας γενιάς πολιτικών – εκείνης της εποχής – που έζησαν διώξεις, γιατί έμειναν ακλόνητοι στις πεποιθήσεις τους, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στον πατέρα του Μυλωνά μια γενιά πριν, επί δικτατορίας Μεταξά. Βλέπεις να ξεδιπλώνεται η θυσιαστική αυταπάρνηση και η ασυμβίβαστη αξιοπρέπεια, ως αυτονόητες αρετές ενός πολιτικού της εποχής εκείνης.
Κι αυτό δεν εκφράζει, απλώς, την νοσταλγία του συγγραφέα. Αυτό προκαλεί την νοσταλγία ακόμα και των αναγνωστών του… Άλλα κείμενα, όπως «η αγάπη των λέξεων», γλαφυρά και συναρπαστικά, είναι ταυτόχρονα μια σπουδή στον έρωτα των Ελλήνων με τη γλώσσα τους. Που δεν είναι γι’ αυτούς μόνο ένα πολύτιμο εργαλείο έκφρασης. Είναι μια άσκηση κοινωνικότητας. Μια κιβωτός συλλογικής μνήμης αιώνων.
Και μια πηγή συλλογικής συνείδησης και συλλογικής ταυτότητας. Ή κείμενα όπως «το ελληνικό θαύμα». Που αναφέρεται, όχι για την Ελλάδα που ξέρουμε, αλλά στην Ελλάδα που κουβαλάνε στην ψυχή τους οι Έλληνες…
Γι’ αυτά που τους έκαναν μοναδικούς στην Ιστορία, γι’ αυτά που άντεξαν, που δεν αλλοτριώθηκαν μέσα στο χρόνο, γι’ αυτά που υπάρχουν μέσα τους και ξυπνάνε μέσα τους.
Κι αποκαλύπτει το κείμενο αυτό, όπως και το προηγούμενο, πώς το φαντασιακό, μπορεί να είναι πιο ρεαλιστικό από το πραγματικό. Αυτό που έχουμε μέσα μας, μπορεί να είναι πιο πραγματικό απ’ αυτό που ζούμε…
Και φυσικα, το τελευταίο κείμενό του για το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, «Ουρανός απ’ άλλους τόπους». Όπου η μητέρα του συγγραφέα, η Αλέξω αφηγείται τις τραγικές ταλαιπωρίες της δικής της μητέρας, της Μηλιάς, από το χωρικό Πόβλα, στην οροσειρά Μουργκάνα της Ηπείρου, το 1947 στα χέρια των ανταρτών.
Παρόμοια ιστορία με εκείνη του ίδιου του Νίκου Γκατζογιάννη και της δικής του μητέρας, της Ελένης. Tο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, έχει μεγάλη λογοτεχνική αξία, αλλά δεν προσέχθηκε όπως το αξίζει, όπως παρατηρεί εισαγωγικά ο Γκατζογιάννης.
Ίσως γιατί αφορά «δύσκολο θέμα», μιας «δύσκολης εποχής». Ίσως γιατί κάποιοι έχουν μπλέξει την «συγχώρηση» που είναι απαραίτητη μετά από μια εμφύλια τραγωδία, με την παραχάραξη της Ιστορίας. Εδώ το αντίστοιχο έργο του Γκατζογιάννη, η Ελένη, σάρωσε στις εκδόσεις στο εξωτερικό, βγήκε σε 30 γλώσσες, έγινε και κινηματογραφικό έργο με τεράστια επιτυχία διεθνώς…
Κι όμως στην Ελλάδα όταν πρωτοβγήκε διάφοροι «δημοκράτες» (εντός πολλών εισαγωγικών) ζητούσαν να απαγορευθεί, και διάφοροι «προοδευτικοί» (εντός περισσότερων εισαγωγικών) απειλούσαν να… κάψουν τις αίθουσες προβολής. Κι αναρωτιέται στο τίτλο του σχολίου, του ο Γκατζογιάννης: «Τι είδους αντάρτικο σκότωνε Έλληνες»; Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή μόλις πριν μερικούς μήνες, τον Ιανουάριο του 2022. Είναι το μόνο από τα κείμενα της συλλογής αυτής, που αναφέρεται, έστω και εμμέσως, στην ιστορία που σημάδεψε για πάντα τον Γκατζογιάννη, από μια δραματική ιστορική στιγμή, και χάραξε όλους τους Έλληνες, για δύο γενιές.
Κάποτε ίσως πω κι εγώ για αυτά που έζησα για σχεδόν μισό αιώνα με το Νίκο. Για το φιλόξενο σπίτι του στην Αμερική, όπου ο κάθε Έλληνας φοιτητής έβρισκε και συμβουλές και συμπαράσταση. Για την περηφάνια που αισθανόταν από τότε για τη δική του κόρη, την δεύτερη Ελένη της ζωής του. Κορυφαία σήμερα επίσης διανοούμενη στην Αμερική.
Για την απίστευτη δραστηριότητά του ως δημοσιογράφου των New York Times όταν – στα πρώτα του βήματα στο αστυνομικό ρεπορτάζ της εφημερίδας, είχε κατορθώσει – με προσωπικό του κίνδυνο – να έρθει σε επαφή ακόμα και με τον ίδιο τον υπόκοσμο, προκειμένου να φανερώσει στους αναγνώστες την πραγματικότητα γύρω από μια σειρά σκοτεινών εγκλημάτων όπως αποδεικνύουν και τα βιβλία του του 71, 72 και 73 για τη δράση της μαφίας.
Θα πω κυρίως για την απόφασή του να κυνηγήσει τον δολοφόνο της μάνας του, την προετοιμασία του, τα μούσια που ξαφνικά άφησε για να μην γίνει αντιλυπτός τριγυρνώντας στην Ήπειρο, για τις συνεχείς επαφές του με τον Αβέρωφ και τον Μολυβιάτη όσο και με έναν νεαρό τότε βουλευτή, εμένα, κυρίως στο κατεδαφισμένο πλέον ζαχαροπλαστείο Σαγιονάρα της λεωφόρου Κηφισίας.
Για τα ταξίδια μας στη Μεσσηνία που έκανε το 1980 ως ανταποκριτής των New York Times, μεταφέροντας τις εντυπώσεις του για το πως γίνονται οι εκλογές στην Ελληνική επαρχία.
Θυμάμαι ότι στην Πύλο, το χωριό του πατέρα μου, για να μη μάθει κανείς την ιδιότητά του, έλεγε ότι είναι μακρινός μου ξάδερφος. Και όταν κάποιος τον ρώτησε: «Μα ο γιατρός ο Σαμαράς δεν είχε συγγενείς στην Αμερική…» εκείνος του απάντησε σε άψογα Ελληνικά «Μα εγώ είμαι από το σόι της μάνας του!».
Ανάμεσα σ’ αυτά τα ταξίδια στη Μεσσηνία δεν ξεχνώ την αδιανόητη ψυχραιμία του στο ταξίδι μας με το αεροπλάνο προς την Καλαμάτα, μαζί με τον Γιάννη Αβέρωφ, δήμαρχο τότε Μετσόβου. Μια απείλη βόμβας στο αεροπλάνο, υποχρώσε τον πιλότο να το προσγειώσει σε ελάχιστα λεπτά πίσω στην Αθήνα και να βγούμε πηδώντας πάνω στις πλαστικές τσουλήθρες. Από όλους τους επιβάτες ο Νίκος ήταν ο μόνος που συμπεριφέρθηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα…
Για την επίσκεψή του στο Λευκό Οίκο το 1985, καλέσμένος από τον Αμερικανό Πρόεδρο Ρέιγκαν, ώστε να παρακολουθήσουν εκεί μαζί – Πρόεδρος και συγγραφέας – την κινηματογραφική προβολή της «Ελένης».
Λίγα χρόνια αργότερα ο Francis Ford Coppola θα του ζητούσε να γίνει ο διευθυντής παραγωγής του «Νονός 3». Είχα τότε την τύχη να συναντηθούμε στη Νέα Υόρκη. Κι έτσι επισκέφτηκα το Νίκο σε κάτι απέραντα γραφεία που του είχε δώσει η Paramount Pictures για να περιγράψει τις καινούργιες περιπέτειες του Αλ Πατσίνο.
Θα είχα να σας πω πολλά περισσότερα… Αλλά είναι εδώ ο ίδιος. Τελειώνω μόνον λέγοντας ότι ο Nick Gage έχει γράψει μια ιστορία μοναδική. Και την έγραψε κυρίως γι’ αυτήν την Ελλάδα που πάντα πληγώνει τα παιδιά της. Όλα τα παιδιά της. Που όσο περισσότερο την αγαπούν, τόσο περισσότερο τα πληγώνει. Και όμως, εκείνα, πάντα αυτήν την πατρίδα αναζητούν, αυτήν νοσταλγούν και σε αυτήν επιστρέφουν. Γιατί αυτή είναι η αδυναμία τους αλλά και ταυτόχρονα η Δύναμή τους!».