Quantcast

Δημοσκοπήσεις: Εδραιώνει την κυριαρχία της η ΝΔ – Τι δείχνουν οι πιο πρόσφατες μετρήσεις (infographic)

Ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα των πολιτών

Τo ασφυκτικό οικονομικό κλίμα που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση , σε συνδυασμό με τις αποκαλύψεις για την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, έχει εκτινάξει το πολιτικό ενδιαφέρον και προκαλεί εντάσεις μεταξύ των κομμάτων σε μια περίοδο που στην ουσία αποτελεί το προοίμιο μια μακράς προεκλογικής χρονιάς.

Εν μέσω θέρους, η υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, προκαλώντας αμηχανία και προβληματισμό τόσο στο άμεσο πρωθυπουργικό περιβάλλον όσο και στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης.

Η Ν.Δ. φάνηκε στις πρώτες δημοσκοπήσεις να αποσυσπειρώνεται, ενώ, στον αντίποδα, η αξιωματική αντιπολίτευση και το ΠΑΣΟΚ πέρασαν στην αντεπίθεση και είδαν μια μικρή αύξηση των ποσοστών τους. Παρά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ωστόσο, που τοποθετούσε στο επίκεντρο των εξελίξεων την υπόθεση, οι πολίτες συνέχιζαν να αξιολογούν και να ιεραρχούν ως σημαντικότερα ζητήματα τα αυξημένα τιμολόγια του ρεύματος, την ακρίβεια και τις πληθωριστικές πιέσεις που ασκούνται στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, τοποθετώντας σχετικά χαμηλά, με μονοψήφια ποσοστά, το σκάνδαλο των υποκλοπών.

 

Παρακολουθήσεις

Επί της ουσίας αναγνώριζαν τη σημασία της υπόθεσης για την πολιτική ζωή του τόπου και την εύρυθμη θεσμική λειτουργία, δεν τη θεωρούσαν, ωστόσο, καθοριστικής σημασίας για την καθημερινότητά τους. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η πλειοψηφία καταλογίζει ευθύνες στον πρωθυπουργό, διότι δεν πείστηκε για το γεγονός ότι δεν γνώριζε τίποτα για τις συγκεκριμένες παρακολουθήσεις. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία ο Κ. Μητσοτάκης, ανεβαίνοντας στη ΔΕΘ, επιχείρησε να διασκεδάσει τις ανησυχίες των πολιτών και έως έναν βαθμό το πέτυχε, συσπειρώνοντας το εσωκομματικό του ακροατήριο, ενώ ταυτόχρονα, μέσω των οικονομικών του εξαγγελιών, περιέγραψε με ξεκάθαρο τρόπο τα διλήμματα της κάλπης, οριοθέτησε το πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου και έθεσε τους εκλογικούς στόχους για τον ίδιο και το κόμμα του.

Ο κ. Τσίπρας με τη σειρά του παρουσίασε στη ΔΕΘ ένα εναλλακτικό πολιτικό αφήγημα, προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσει τη φθορά που προκαλούν στην κυβέρνηση οι συνεχιζόμενες κρίσεις. Και αυτός κατάφερε έως έναν βαθμό να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δύο πολιτικοί αρχηγοί ξεδίπλωσαν τα οικονομικά τους προγράμματα, στα οποία είναι ξεκάθαρες οι διαφορετικές προσεγγίσεις. Από τη μία, η κυβέρνηση εστιάζει σε μια πολιτική μείωσης άμεσων φόρων και παράλληλης στήριξης των εισοδημάτων και, από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση παρουσίασε μια προσέγγιση με αρκετή δόση κρατικού παρεμβατισμού και ελέγχου της αγοράς. Το συνεχιζόμενο δημοσκοπικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στο παραγόμενο αποτέλεσμα της σύγκρισης με τον ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο συνεχίζουν να αντανακλούν τα πεπραγμένα της κυβερνητικής του περιόδου.

Έτσι, παρά την έντονη κριτική που ασκείται για τα ζητήματα της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας, η κυβέρνηση της Ν.Δ. και ο Κ. Μητσοτάκης προτιμώνται έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη διαχείρισή τους. Επιπλέον προνομιακό πεδίο για την κυβέρνηση αναδεικνύονται τα εθνικά θέματα, καθώς η πλειοψηφία φαίνεται να επιδοκιμάζει τους χειρισμούς της στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στον αντίποδα, ισχυρό χαρτί για τον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι το ζήτημα της ενίσχυσης των εργαζομένων, στο οποίο, άλλωστε, επικεντρώθηκε στη ΔΕΘ ο κ. Τσίπρας.

 

ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ

Από την πλευρά του, ο κ. Ανδρουλάκης κατέγραψε μέσα σε αυτό το διάστημα αύξηση της δημοφιλίας του, απότοκο ίσως της υπόθεσης των παρακολουθήσεων, η οποία όμως δεν μεταφράστηκε σε άμεση αύξηση των ποσοστών του κόμματός του, καθώς η συσπείρωση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων προκάλεσε πιέσεις στους υπόλοιπους σχηματισμούς, ανακόπτοντας, τουλάχιστον προσώρας, τις μετακινήσεις ψηφοφόρων της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε το προηγούμενο διάστημα.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει δικαιολογήσει με τον πιο εμφατικό και πειστικό τρόπο τη στρατηγική του επιλογή περί μη συνεργασίας με τη Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη και περιμένει να εισπράξει τη δυσαρέσκεια των κεντρώων ψηφοφόρων. Ενώ κάτι τέτοιο φάνηκε να συμβαίνει αμέσως μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης παρακολούθησής του, η τάση αυτή δείχνει πλέον να έχει ανακοπεί, καθώς το θέμα απομακρύνεται από τον πυρήνα της επικαιρότητας.

 

Καθαρή υπεροχή

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει να διατηρεί μια καθαρή υπεροχή έναντι του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, μειωμένη, ωστόσο, σε σχέση με προηγούμενες έρευνες. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα η δημοσκοπική «ψαλίδα» σημείωσε διακυμάνσεις, απόρροια των πολιτικών γεγονότων και της επίδρασής τους στις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Στα τέλη Αυγούστου, η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων αποτυπώθηκε στο χαμηλότερο σημείο, με 6,3 ποσοστιαίες μονάδες, για να ανέβει πάλι στις 7,8 μετά την παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και να βρεθεί τελικά στις 7,3 μετά και την ομιλία του κ. Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη. Σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία η κυβερνητική παράταξη συνεχίζει να διατηρεί μια δημοσκοπική υπεροχή, η οποία όμως ακόμα δεν είναι ικανή για να της εξασφαλίσει την αυτοδυναμία σε μια πιθανή δεύτερη εκλογική διαδικασία. Οι πολιτικοί αρχηγοί έθεσαν από τη Θεσσαλονίκη τα εκλογικά διλήμματα.

Οι πολίτες θα τα κρίνουν, είναι όμως καθαρό ότι δεν επιθυμούν επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, που προκαλούν ανασφάλεια και αβεβαιότητα σε μια τόσο ταραγμένη περίοδο. Αναγνωρίζουν τα πλεονεκτήματα μιας σταθερής, αυτοδύναμης κυβέρνησης, προβάλλουν όμως την ίδια στιγμή τον φόβο της ακυβερνησίας. Το πολιτικό προσωπικό καλείται να δείξει ωριμότητα, προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον, μακριά από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και άγονες αντιπαραθέσεις.

 

Σενάρια συνεργασιών

Υπό το βάρος των αποκαλύψεων για την υπόθεση παρακολούθησης του Ν. Ανδρουλάκη, που, εκτός απροόπτου, τερµατίζει οποιαδήποτε συζήτηση µετεκλογικής συνεργασίας της Ν.∆. µε το ΠΑΣΟΚ, ο Κ. Μητσοτάκης επανέλαβε την αναγκαιότητα µιας αυτοδύναµης κυβέρνησης ως τον καθοριστικό παράγοντα πολιτικής σταθερότητας που απαιτούν οι ανάγκες της εσωτερικής διακυβέρνησης και επιβάλλουν οι διεθνείς εξελίξεις.

Ο ίδιος χαρακτήρισε µε τον µάλλον αδόκιµο πολιτικά όρο «τερατογένεση» την οποιαδήποτε απόπειρα συνεργασίας των κοµµάτων της αντιπολίτευσης που εκτείνονται από την Κεντροαριστερά έως την ορθόδοξη µαρξιστική παράδοση, προσπαθώντας επί της ουσίας να «αφυπνίσει» ή να «τροµάξει» τους κεντρώους ψηφοφόρους, που συνεχίζουν να του είναι απαραίτητοι για τη δική του εκλογική επικράτηση και συνιστούν ταυτόχρονα την κρίσιµη µάζα που θα καθορίσει σε σηµαντικό βαθµό το τελικό αποτέλεσµα. Το σενάριο αυτό, που παρουσίασε ο Κ. Μητσοτάκης, έχει -επί της ουσίας- θεωρητική και µόνο βάση, αφού η εκπεφρασµένη άρνηση του ΚΚΕ για οποιαδήποτε µορφή συνεργασίας ή ανοχής προς τα αστικά κόµµατα το καθιστούν πρακτικά µη υλοποιήσιµο. Εχει, όµως, ενδιαφέρον να εξετάσουµε τα αριθµητικά δεδοµένα, σταθµίζοντας τα τελευταία δηµοσκοπικά ποσοστά.

 

Με απλή αναλογική

Με βάση την τελευταία µέτρηση της GPO και κάνοντας την αναγωγή των εδρών στην εκτίµηση ψήφου της δηµοσκόπησης, διαπιστώνουµε, εφαρµόζοντας την απλή αναλογική, ότι η Ν.∆. συγκεντρώνει 122 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ 94, το ΠΑΣΟΚ 41, το ΚΚΕ 20, η Ελληνική Λύση 14 και το ΜέΡΑ25 9 έδρες. Σε µια τέτοια περίπτωση, το άθροισµα ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – ΚΚΕ – ΜέΡΑ25 µας δίνει 164 έδρες. Οπως ήδη όµως έχουµε σηµειώσει, η πολιτική δεν είναι αριθµητική, ενώ, εκτός του ΚΚΕ, και οι άλλοι πιθανοί εταίροι της αξιωµατικής αντιπολίτευσης δεν έχουν σε καµία περίπτωση εκφραστεί υπέρ µιας τέτοιας συνεργασίας. Πέραν των αριθµητικών συσχετισµών, η δήλωση του κ. Τσίπρα πως δεν θα σχηµατίσει «κυβέρνηση ηττηµένων» δυσκολεύει ακόµα περισσότερο το σενάριο συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – ΜέΡΑ25, το οποίο και αριθµητικά, µε βάση τα σηµερινά δεδοµένα, δεν παράγει το άθροισµα των 151 εδρών.

Το σενάριο της «δεξιάς πολυκατοικίας», που διακινήθηκε το τελευταίο διάστηµα, έχει ήδη απορριφθεί από την κυβέρνηση, ενώ και οι αριθµοί δεν επιτρέπουν σύµπραξη της Ν.∆. µε την Ελληνική Λύση µε το σύστηµα της απλής αναλογικής. Το ενδεχόµενο διερευνάται µαθηµατικά µόνο σε πιθανή δεύτερη κάλπη, όπου η Ν.∆. µε 145 έδρες και το κόµµα του κ. Βελόπουλου µε 12 εξασφαλίζουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

 

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά την 1η Οκτωβρίου 2022