Quantcast

Οικονόμου: Ανοικτό το ενδεχόμενο να έχει καταστραφεί σύμφωνα με το πρωτόκολλο το αρχείο της παρακολούθησης Ανδρουλάκη

Όπως απάντησε σε σχετική ερώτηση, «όταν μια νόμιμη επισύνδεση ολοκληρώνεται και δεν καταλήγει σε τίποτα το οποίο να ακουμπά στο λόγο για τον οποίον έγινε, τερματίζεται εκεί και καταστρέφεται το οποιοδήποτε αρχείο»

Ανοικτό άφησε το ενδεχόμενο να έχουν καταστραφεί τα στοιχεία της ΕΥΠ σχετικά με την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου.

Όταν ρωτήθηκε στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, απάντησε: «Όταν μια νόμιμη επισύνδεση ολοκληρώνεται και δεν καταλήγει σε τίποτα το οποίο να ακουμπά στο λόγο για τον οποίον έγινε, τερματίζεται εκεί και καταστρέφεται το οποιοδήποτε αρχείο».

«Είπατε ότι αν δεν υπάρχει ωφέλιμο υλικό από μια νόμιμη επισύνδεση, αυτό σε εύλογο χρόνο καταστρέφεται. Στην περίπτωση του κυρίου Ανδρουλάκη έχει καταστραφεί αυτό το υλικό ή υπάρχει;» ρωτήθηκε στη συνέχεια και απάντησε:

«Με ρωτάτε πράγματα τα οποία δεν έχω τη δυνατότητα να γνωρίζω και να απαντώ. Εκείνο που γνωρίζω από το πρωτόκολλο αυτού του τύπου των νόμιμων επισυνδέσεων είναι ότι όταν ολοκληρώνονται και δεν προκύπτει τίποτα, δεν υπάρχει κάποιο αρχείο ή κάτι να κινείται. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτές είναι απαντήσεις που σίγουρα ο κύριος Ανδρουλάκης θα μπορούσε να πάρει από τις Υπηρεσίες και σίγουρα, φαντάζομαι, θα δοθούν και στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ή σε άλλες κοινοβουλευτικές διαδικασίες που θα εκκινήσουν το επόμενο διάστημα».

Ολόκληρη η εισαγωγική τοποθέτηση του κ. Οικονόμου

Πριν από λίγες ημέρες περιήλθε σε γνώση του Πρωθυπουργού το γεγονός ότι τον Σεπτέμβριο του 2021, την περίοδο που ο κ. Ανδρουλάκης κατείχε μόνο το αξίωμα του ευρωβουλευτή και ήταν υποψήφιος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών προέβη σε νόμιμη επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνό του. Η διαδικασία αυτή είχε την έγκριση ανώτατης εισαγγελέως, όπως ακριβώς ορίζει η διάταξη που ψηφίστηκε το 2018 από την προηγούμενη Κυβέρνηση. Διήρκεσε τρεις μήνες και διεκόπη αυτόματα, όπως προβλεπόταν από τον νόμο, λίγες μέρες αφότου εκλέχτηκε ο κ. Ανδρουλάκης Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ.
Παρότι είναι σαφές ότι τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες νομικές διαδικασίες, ο χειρισμός εκ μέρους της ΕΥΠ ήταν λανθασμένος και ελλιπής, καθώς υποτιμήθηκαν οι πολιτικές διαστάσεις της υπόθεσης αυτής. Εξαιτίας της φύσης της υπόθεσης θα έπρεπε η ηγεσία της ΕΥΠ να είχε ενημερώσει την πολιτική αρχή στην οποία υπάγεται. Η υπηρεσία δεν επέδειξε το απαραίτητο, σε τέτοιες περιπτώσεις, αισθητήριο, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα στενά υπηρεσιακά και πάντως εντός των ορίων της νομιμότητας. Είναι σαφές ότι δεν υπήρξε εγκαίρως ενημέρωση για τη νόμιμη παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, παρότι η ΕΥΠ βρίσκεται υπό την εποπτεία του Γραφείου του Πρωθυπουργού. Για αυτό και ο Πρωθυπουργός ζήτησε και έλαβε την παραίτηση του Διοικητή της ΕΥΠ.
Η παραίτηση του Γενικού Γραμματέα του Γραφείου του Πρωθυπουργού , ο οποίος ανέλαβε ευθαρσώς την αντικειμενική πολιτική ευθύνη, ήταν μια πολιτική κίνηση ευθιξίας και συνέπεια του ανεπαρκούς χειρισμού από μεριάς ΕΥΠ.

Ο Πρωθυπουργός έκανε σαφές με τη χθεσινή του δήλωση ότι, αν και η διαδικασία ήταν νόμιμη στις επιμέρους εκφάνσεις της, ήταν λανθασμένη εν συνόλω και δεν θα την επέτρεπε, ως έχων την εποπτεία της ΕΥΠ, αν είχε λάβει γνώση των σχετικών διαδικασιών πριν από την έναρξη της επισύνδεσης. Επειδή, όπως τόνισε ο Πρωθυπουργός, «η παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου ασφαλώς και προϋποθέτει εγγυήσεις πέρα και από την κρίση ακόμη ενός έμπειρου και ικανού δικαστικού λειτουργού».

Η λανθασμένη διαχείριση της επισύνδεσης στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη δεν πρέπει όμως επουδενί να μας οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς. Αρχικά, δεν είναι εθνικά επωφελές να ρίξουμε το λίθο του αναθέματος στην ΕΥΠ. Όπως διευκρίνισε ο Πρωθυπουργός, η προσφορά της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών είναι σημαντική. Αποτυπώνεται εμφατικά στην ετοιμότητα της Ελλάδος να αντιμετωπίσει προκλήσεις, όπως αυτές στον Έβρο ή στο Αιγαίο. Αποτυπώνεται στη διαρκή διπλωματική και αμυντική μας θωράκιση, αλλά και στην καθημερινή μάχη της κοινωνίας με την τρομοκρατία και το έγκλημα. Ένα ολίσθημα, συνεπώς, ένα λάθος, δεν μπορεί να σκιάσει ένα έργο με μετρήσιμο εθνικό όφελος. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί πόσο πολύτιμες είναι οι αξιόπιστες πληροφορίες σε έναν σύνθετο κόσμο που ζούμε.

Οφείλω να υπενθυμίσω ότι η Εθνική Ασφάλεια είναι το υπερσύνολο της ασφάλειας, καθώς επί της ουσίας περιλαμβάνει έναν ευρύ τομέα που καλύπτει την εξωτερική πολιτική, την εθνική άμυνα, την εσωτερική ασφάλεια και ειδικά θέματα, όπως είναι για παράδειγμα η κυβερνοασφάλεια. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μετά και τη δημιουργία διακριτού Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, περιλαμβάνει και αυτό τον τέταρτο τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπηρεσίες πληροφοριών που είναι επιφορτισμένες με την εθνική ασφάλεια συνεργάζονται και εμπλέκονται σε υποθέσεις που αφορούν και τα τέσσερα, για παράδειγμα, προαναφερόμενα Υπουργεία. Η Ελλάδα είχε επί χρόνια, εσφαλμένα, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών με κύρια αρμοδιότητα την Εθνική Ασφάλεια υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, το οποίο είναι αρμόδιο για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας και μόνο. Το 2015 το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, η Ελληνική Αστυνομία, απέκτησαν τη δική τους υπηρεσία πληροφοριών εσωτερικής ασφάλειας και εκ των πραγμάτων δεν υπήρχε κανένας λόγος η ΕΥΠ να παραμένει υπό την ευθύνη του συγκεκριμένου Υπουργείου.

Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, η Κυβέρνησή μας, είναι η πρώτη που έκανε που σημαντικά βήματα για τη δημιουργία Συστήματος Εθνικής Ασφάλειας στην Ελλάδα. Σε αυτά περιλαμβάνονται η μετατροπή του ΚΥΣΕΑ σε Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, η δημιουργία θέσης Συμβούλιου Εθνικής Ασφάλειας στο Γραφείο του Πρωθυπουργού και η υπαγωγή του ελέγχου της ΕΥΠ στο Γραφείο του Πρωθυπουργού. Στην καρδιά, δηλαδή, της διακυβέρνησης, που έχει και την ευθύνη συντονισμού όλων των Υπουργείων.

Επειδή, με αφορμή την υπόθεση του κ. Ανδρουλάκη και την επίσημη τοποθέτηση του Πρωθυπουργού ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά περί συγκεντρωτισμού εξουσιών, θα ήθελα να πληροφορήσω ότι στη Γερμανία, για παράδειγμα, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών, υπεύθυνη για την προστασία της εθνικής ασφάλειας της χώρας, υπάγεται απευθείας στο Γραφείο του Καγκελάριου. Στην Ιταλία η υπεύθυνη για την προστασία της εθνικής ασφάλειας υπηρεσία υπάγεται στον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην Πορτογαλία η υπεύθυνη για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, υπάγεται στο Γραφείο του Πρωθυπουργού. Στη Σλοβενία η σχετική υπηρεσία επίσης υπάγεται απευθείας στο Γραφείο του Πρωθυπουργού, όπως και στην Πολωνία. Στη Νέα Ζηλανδία η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υπάγεται επίσης στον Πρωθυπουργό. Στον Καναδά ο Πρωθυπουργός προεδρεύει του Οργάνου που συντονίζει τις υποθέσεις εθνικής ασφάλειας που ξεπερνούν την επιμέρους ευθύνη υπουργών για υπηρεσίες πληροφοριών και μέσω αυτού έχει αυξημένη εποπτεία στη δραστηριότητα των υπηρεσιών πληροφοριών. Στη Μεγάλη Βρετανία ο Πρωθυπουργός, υποστηριζόμενος από τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, έχει την κύρια ευθύνη για το σύστημα εθνικής ασφάλειας, εξού και των υπηρεσιών πληροφοριών, που ασχολούνται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Τέλος, στις Η.Π.Α. ο Πρόεδρος, υποστηριζόμενος από το Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, έχει την ευθύνη και το συντονισμό των διαφορετικών υπηρεσιών πληροφοριών. Αυτές είναι πρακτικές που ακολουθούνται σε ευνομούμενα και προηγμένα δημοκρατικά κράτη σε όλο τον πλανήτη και έχουν αποδώσει για τα κράτη αυτά αποτελέσματα.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην ονειροβατούμε, οφείλουμε να δεχθούμε ότι η Δημοκρατία, μέσω θεσμικών δικλείδων αυτοπροστατεύεται και διασφαλίζεται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το Κράτος, το οποίο, για να επιβιώσει από κάθε είδους απειλές, χρειάζεται να εξασκεί μέσα αυτοπροστασίας, εντός πάντοτε του πλαισίου των νόμων. Για να έχουμε, όμως, ισχυρή Δημοκρατία και ισχυρό Κράτος, προϋποτίθεται μια ισχυρή και ασφαλής Πατρίδα. Ειδικά, σε μια εξαιρετικά επιβαρυμένη εποχή -που αντιμετωπίζουμε πάμπολλες απειλές, παραδοσιακού και υβριδικού τύπου- η ανάγκη αυτή είναι σαφώς μεγαλύτερη.

Για λόγους λοιπόν εθνικής επιβίωσης, μέσα μάλιστα σε μια εποχή τεράστιων κρίσεων και προκλήσεων, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και χρήσιμοι, η Πατρίδα, το Κράτος και η Δημοκρατία μας δεν πρέπει και δεν μπορούν να είναι αφελείς. Επιβάλλεται, στο όνομα της προστασίας του δημόσιου και εθνικού συμφέροντος, να αξιοποιούμε όλα τα νόμιμα εργαλεία. Ένα μέσο αυτοπροστασίας της Πατρίδας, του Κράτους και της Δημοκρατίας είναι και οι νόμιμες επισυνδέσεις των τηλεπικοινωνιών. Συμβαίνουν σε κάθε φιλελεύθερο και δημοκρατικό Κράτος, εδώ και πάρα πολύ καιρό. Συμβαίνουν και στην Ελλάδα επί δεκαετίες. Η Ελλάδα, μάλιστα, έχει ένα από τα πιο αυστηρά πλαίσια για τις επισυνδέσεις από όλα τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης. Θα ήταν ωραίο να ζούμε σε ένα αγγελικό κόσμο, που όλες αυτές οι υπηρεσίες και διεργασίες δεν θα ήταν απαραίτητες, δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Αλλά, η ουτοπία αυτή δεν υπάρχει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο πώς ζούμε και στο πώς θα έπρεπε να ζούμε είναι τόσο μεγάλη, ώστε όποιος αφήνει αυτό πού γίνεται για εκείνο που θα έπρεπε να γίνεται, προετοιμάζει την καταστροφή της Πατρίδας, παρά τη σωτηρία της. Για αυτό και ο Πρωθυπουργός επεσήμανε χθες ότι «έχουμε ιερή υποχρέωση να ισορροπούμε ανάμεσα στην ασφάλεια του τόπου και των πολιτών και στην προστασία των θεμελιωδών αρχών που προστατεύουν την ιδιωτική σφαίρα και το απόρρητο των επικοινωνιών».

Παρά ταύτα, ο χειρισμός της υπόθεσης με τον κ. Ανδρουλάκη έδειξε ότι επιβάλλονται βελτιώσεις, ώστε να μην ξαναβρεθούμε πάλι σε ανάλογη δύσκολη θέση. Στο χειρισμό αυτό δεν υπάρχει νομικό σφάλμα. Επειδή, όμως, είναι προφανής η διάσταση νομικού και πολιτικά ορθού, το κενό αυτό χρήζει θεσμικής αντιμετώπισης. Απαιτείται όχι μόνο η βελτίωση της επιχειρησιακής επάρκειας της ΕΥΠ, αλλά και η συνολική επαναξιολόγηση του πλαισίου ελέγχου και εποπτείας της. Για αυτό και η Κυβέρνηση συμφώνησε άμεσα στη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία προφανώς και θα λειτουργήσει υπό συνθήκες που η φύση του αντικειμένου που θα ερευνήσει, επιβάλλει. Ο Πρωθυπουργός διαβεβαίωσε ότι θα είναι ανοιχτός σε κάθε δημιουργική ιδέα που θα ενισχύει τους μηχανισμούς λογοδοσίας μιας τόσο κρίσιμης υπηρεσίας για την ασφάλεια της χώρας, υιοθετώντας «προτάσεις που θα ενισχύουν τη διαφάνεια στη δράση των μυστικών μας υπηρεσιών χωρίς, προφανώς, να εμποδίζουν την αποστολή τους. Ξεκινώντας, σίγουρα, από τις αυστηρότερες δικλίδες σε ό,τι αφορά τις νόμιμες επισυνδέσεις. Αυτό πρέπει να γίνει και θα γίνει άμεσα με την έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου». Η Πράξη αυτή θα εκδοθεί το επόμενο διάστημα, θα περιλαμβάνει δύο κατηγορίες. Πρώτ’ απ’ όλα την παροχή γνώμης από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας για την τοποθέτηση του Διοικητή της ΕΥΠ και δεύτερον την επαναφορά και δεύτερου εισαγγελικού φίλτρου, δηλαδή και δεύτερης γνώμης εισαγγελέα πριν την έναρξη της νόμιμης επισύνδεσης.

Στην κατεύθυνση αυτή, επίσης, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε 4 πεδία αλλαγών που θα προτείνει η Κυβέρνηση:
1ον. Ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ και της εποπτείας του Κοινοβουλίου μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
2ον. Αναβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για την καλύτερη αξιοποίηση των πληροφοριών και της ΕΥΠ.
3ον. Θωράκιση του πλαισίου νόμιμων επισυνδέσεων για πολιτικά πρόσωπα.
4ον. Αλλαγές στο εσωτερικό της ΕΥΠ για την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, της διαφάνειας, της εξωστρέφειας και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού της.

Η θέση του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης είναι ξεκάθαρα υπέρ της πλήρους διερεύνησης της υπόθεσης, στο πλαίσιο που θέτει ο νόμος, αλλά και η φύση των ζητημάτων αυτών. Οι απαντήσεις θα δοθούν με το δέοντα τρόπο και ήδη έχει δρομολογηθεί η αποκατάσταση των συνεπειών του λανθασμένου χειρισμού που τελέστηκε. Η Κυβέρνηση χειρίζεται όλα τα θέματα, πόσω μάλλον τέτοια, με θεσμικό σεβασμό και με γνώμονα τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, τηρώντας αυστηρά, όσα ορίζει ο νόμος. Κατά συνέπεια, η Κυβέρνηση δεσμεύεται να γίνει με σοβαρότητα ό,τι απαιτείται σε θεσμικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο για τη διερεύνηση της υπόθεσης της νόμιμης επισύνδεσης στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη. Ο Πρόεδρος της Βουλής χθες ενημέρωσε την Κυβέρνηση για το αίτημα του κ. Τσίπρα για τη διακοπή των θερινών διακοπών της Βουλής και τον ορισμό έκτακτης συζήτησης Προ Ημερησίας Διάταξης για το θέμα αυτό στην Ολομέλεια. Η Κυβέρνηση συμφώνησε στην επίσπευση του ανοίγματος της Βουλής στις 22 Αυγούστου και τον ορισμό της συζήτησης αυτής εντός εκείνης της εβδομάδας. Σημειώνεται ότι η Ολομέλεια της Βουλής είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει στις 31 Αυγούστου.
Θέλω, όμως, να αναφερθώ και στη στάση του κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος επίμονα και περιέργως αρνείται να ενημερωθεί από την Κυβέρνηση για όσα έγιναν. Στην ουσία, ο κ. Ανδρουλάκης απορρίπτει και δεν αξιοποιεί καμιά θεσμική δυνατότητα ενημέρωσης: ούτε από την Κυβέρνηση, ούτε από το Κοινοβούλιο, ούτε από τις Δημόσιες Αρχές. Και ενώ αρνείται να ενημερωθεί αρμοδίως και ενδελεχώς, προβαίνει σε μια πλειάδα δηλώσεων που βασίζονται σε συμπεράσματα αυθαίρετα, χωρίς να έχει γνώση όλων των γεγονότων.

Η νομιμότητα της επισύνδεσης στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη δεν αμφισβητείται, αν και πολιτικά, όπως πολλές φορές έχουμε πει, αυτό είναι κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί. Θα προτρέψω τον κ. Ανδρουλάκη και όλους όσους προσποιούνται ότι αμφιβάλλουν για τη νομιμότητα να ανατρέξουν σε σειρά νομικών εγγράφων, αλλά και στο νόμο 2225/1994. Εκεί θα βρουν όλα τα σχετικά με τις νόμιμες επισυνδέσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας, που δεν εξαιρούν κανένα πρόσωπο, κανένα υποκείμενο από το πεδίο εφαρμογής. Γιατί στη Δημοκρατία, όσον αφορά στο νόμο, δεν υπάρχουν πατρίκιοι και πληβείοι. Στο νόμο 2225/1994 βρίσκονται, επίσης, και οι υπογραφές όλων όσων τον εισηγήθηκαν.

Να υπενθυμίσω ακόμη ότι η νομιμότητα και η συνταγματικότητα της επισύνδεσης κρίθηκε θετική και από την αρμόδια Εισαγγελέα. Επιπλέον, τη νομιμότητα της επισύνδεσης αξιολογεί και η ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, η οποία και θα εκδώσει το σχετικό πόρισμα.
Σε ό,τι αφορά το Predator και άλλα κακόβουλα λογισμικά, μέσω των οποίων έχει γίνει παρακολούθηση ή απόπειρα παρακολούθησης δεκάδων πολιτικών και δημόσιων προσώπων στην Ευρώπη, έχουμε ξεκαθαρίσει ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν τα έχει προμηθευτεί και καμιά αρχή ασφαλείας και κρατική υπηρεσία στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιεί τα εν λόγω λογισμικά. Πρόκειται για ακόμη μια αξιοπρόσεκτη επιμονή του κ. Ανδρουλάκη, αλλά και άλλων, η άρνηση και αυτής της πραγματικότητας.

Ο Πρωθυπουργός συνόψισε χθες, λέγοντας ότι εδώ και τρία χρόνια έχουμε αποδείξει ότι διδασκόμαστε από τις αστοχίες, για να γινόμαστε καλύτεροι. Ο ίδιος δεν κρύφτηκε ποτέ μπροστά σε δυσκολίες ή ευθύνες. Σε μία συχνά μοναχική αλλά σταθερή μάχη αυτοκριτικής και προσπάθειας διαρκούς βελτίωσης.
Χάνοντας, ίσως, προς στιγμήν κάποιες μάχες με χρόνιες παθογένειες. Κερδίζοντας, όμως, τον πόλεμο των μεγάλων στοιχημάτων. Και κυρίως, χωρίς να χάνει ποτέ, μα ποτέ, το στόχο μιας ισχυρής, Δημοκρατικής, ευρωπαϊκής και εθνικά αυτοδύναμης Ελλάδας.
Καλούμε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να επιδείξουν την οφειλόμενη προς το Σύνταγμα και την Πατρίδα μας υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Να μην θυσιάσουν στο όνομα του μικροκομματισμού τους θεσμούς άμυνας και αυτοπροστασίας του Πολιτεύματός μας, του Κράτους μας και της Πατρίδας μας. Η αστάθεια δεν είναι εθνικά ωφέλιμη και δεν πρέπει να κάνουμε από μόνοι μας ό,τι θα εύχονταν όσοι εκτός Ελλάδος, ενδεχομένως απεργάζονται, οποιοδήποτε σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας.
Μαζί με την καθαρή θέση ότι δεν θα επιτρέψουμε να μείνει καμία σκιά για το ζήτημα που απασχολεί την επικαιρότητα, ξεκαθαρίζουμε σε κάθε κατεύθυνση ότι η Ελλάδα είναι και ισχυρή και θεσμικά θωρακισμένη.