Ο Τσακαλώτος δίνει τη δική του απάντηση μέσα από το βιβλίο του για την υπερφορολόγηση των πολιτών επί ΣΥΡΙΖΑ

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές από συντρόφους του ότι αν δεν ασκούσε τόσο «σκληρή» φορολογική πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχανε τα ερείσματα στην μεσαία τάξη

Την δική του απάντηση για το θέμα της υπερφορολόγησης των πολιτών στα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δίνει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του με «Με την πλάτη στον τοίχο» εκδόσεις Θεμέλιο.

Καθώς ο πρώην υπουργός Οικονομικών έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές από συντρόφους του ότι αν δεν ασκούσε τόσο «σκληρή» φορολογική πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχανε τα ερείσματα στην μεσαία τάξη, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δίνει την απάντηση του σε όσα λέγονται αποκαλύπτοντας τις κόκκινες γραμμές των δύο πλευρών:

«Όσον αφορά το ιδεολογικό σκέλος, η διαπραγμάτευση δεν ήταν εύκολη. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πίστευε στον ισχυρό παρεμβατικό ρόλο του κράτους με άμεσο στόχο την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και μεσοπρόθεσμο στόχο την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό σήμαινε, μεταξύ άλλων, την οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους στο πλαίσιο μιας αναδιανεμητικής ατζέντας με ενίσχυση των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων και συνεπώς και μια διαφορετική προσέγγιση στη φορολογική και δημοσιονομική διαχείριση.

Από την άλλη πλευρά οι πιστωτές, τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο προσώπων, προωθούσαν μια ατζέντα εμποτισμένη από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση από την ίδρυσή της ως ΕΟΚ, και ιδιαίτερα μετά την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, δομήθηκε και στελεχώθηκε με ακράδαντη πίστη στις αρχές της ελεύθερης αγοράς και του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους.

Αν ήθελε κάποιος να συνοψίσει τις πεποιθήσεις τους σε μια φράση, τότε θα έλεγε πως ήταν ακλόνητοι οπαδοί των trickle-down economics, της πεποίθησης δηλαδή ότι η οικονομική ανάπτυξη διασφαλίζεται μέσω της απελευθέρωσης της επιχειρηματικότητας, που συμπαρασύρει προς τα πάνω το βιοτικό επίπεδο όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Πού φαίνονταν αυτές οι ιδεολογικές διαφορές; Σε όλες σχεδόν τις συζητήσεις που αφορούσαν τη φορολογία – από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων μέχρι τη φορολογία των επιχειρήσεων και τους έμμεσους φόρους. Και ήταν συγκρούσεις που διήρκεσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Μνημονίου, κάθε φορά που συζητούσαμε κάτι σχετικό με τη φορολογία.

Στον πυρήνα της αντιπαράθεσης βρισκόταν η προοδευτικότητα της φορολογίας – αν είναι επιθυμητή και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να επιτευχθεί. Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης εστιάστηκε στον φόρο εισοδήματος και την εισφορά αλληλεγγύης. Η θέση των Θεσμών ήταν ότι πρέπει το σύστημα να «απλοποιηθεί», δηλαδή να έχει λιγότερα φορολογικά κλιμάκια. Το επιχείρημά τους ήταν ότι έτσι ελαχιστοποιούνται οι απότομες μεταβολές στον φόρο που καταβάλουν οι πολίτες. Η θέση της ελληνικής πλευράς ήταν ότι πρέπει να υπάρχουν περισσότερα φορολογικά κλιμάκια, γιατί έτσι διασφαλίζεται η μεγαλύτερη δυνατή προοδευτικότητα στη φορολόγηση εισοδημάτων. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η κατανομή των φορολογικών βαρών να είναι τέτοια που να αυξάνεται η επιβάρυνση στις ομάδες που έχουν υψηλότερα εισοδήματα. Η απάντηση σε αυτό από την πλευρά των Θεσμών ήταν πως οι προτάσεις μας αποτελούσαν αντικίνητρο για την ανάπτυξη. Το επιχείρημα ήταν ότι αν φορολογηθούν υπερβολικά τα υψηλά εισοδήματα, δεν θα υπάρχει κίνητρο για επενδύσεις και προσλήψεις ικανών στελεχών, και ουσιαστικά θα έχουμε χαμηλότερη ανάπτυξη. Αυτό είναι και πάλι το επιχείρημα των trickle-down economics: αν περιοριστούν τα οφέλη των υψηλών εισοδημάτων, οι επιλογές τους θα οδηγήσουν σε κάμψη της ανάπτυξης και το κόστος θα είναι μεγαλύτερο για όλους».